Όταν θα έχει «διαχυθεί» στα αυτιά της κοινής γνώμης το μουσικό (;) κατασκεύασμα που θα «εκπροσωπήσει» την Ελλάδα στον εφετινό διαγωνισμό της Γιουροβίζιον, είναι πιθανόν να αρχίσει η διακίνηση θεωριών συνομωσίας για το τι ακριβώς διημείφθη μεταξύ του Έλληνα Πρωθυπουργού και του Ινδού ομόλογου του, κατά την πρόσφατη επίσκεψη Μητσοτάκη στην Ινδία.
Στα κοινωνικά μέσα έχει πάντως ξεκινήσει το πάρτι με νύξεις για ελληνική «αβάντα» προς την ινδική πλευρά μπας και ξεκινήσουν οι πάσης φύσεως ινδικές -οικονομικές-επενδύσεις όπως ευελπιστεί η ελληνική πλευρά.
Αν δε η συνωμοσιολογία, υφολογικά, αγγίξει θέματα που άπτονται της σύγκρουσης των πολιτισμών, της παγκοσμιοποίησης, της σύζευξης των πολιτιστικών προτύπων, της απώλειας ή διατήρησης βασικών στοιχείων του εθνικού πολιτισμού, τότε ίσως και να σηκώσει το γάντι κάποιος εμπνεόμενος από καμμιά μείζονα ελληνοπρεπή λύση που – ειρήσθω εν παρόδω- ονειρεύεται, προσδοκά διψήφιο ποσοστό στις προσεχείς ευρωεκλογές, ή καμμιά άλλη παράταιρη από τις διάφορες που διαθέτει η τωρινή σύνθεση της Βουλής, ή κάποιος Δεσπότης τέλος πάντων. Μέχρι και σούγκαρ σχόλια, μπορεί εκ νέου να ανακύψουν αφού εντοπισθούν και ανασυρθούν από κάποια αραχνιασμένη παράγραφο ιερών κειμένων του «Υπαρκτού».
Σε όλες τις παραπάνω εκδοχές της συνωμοσιολογίας, θα ισχύει η αποστροφή εν είδει ποιήματος:
«Εκεί που δεν υπάρχει
τίποτα για γέλια
είναι όλα γελοία.»
Υπάρχει και η εκδοχή, μέσα από τον ορυμαγδό να ξεπηδήσουν φτηνιάρικες αναπαραγωγές «αστεϊσμών» περί σύνδεσης του πρωθυπουργικού επιθέτου με την κακοτυχία.
Ήταν κακότυχη η ζαριά. Και κακόμοιρη συνάμα.
Η μουσική ζαριά που μας έλαχε.
Το γελοίο συνεντευξιαζόμενο με το κιτς αυτοπροσώπως.
Στην σύγχρονη εποχή, στο πλαίσιο της αναζήτησης αυτού που τόσο «νόστιμα», τόσο καρυκευμένα ονομάζουν «Διακυβερνησιμότητα» του κόσμου τούτου, διάφορες δεξαμενές σκέψης οργανώνουν συναντήσεις, ανταλλάσσουν απόψεις, καταλήγουν σε συμπεράσματα, συντάσσουν εκθέσεις που έχουν γεφυρώσει τυχόν αντιμαχόμενες στρατηγικές και δρομολογούν την εφαρμογή κοινά αποδεκτών πολιτικών.
Τρανταχτό παράδειγμα, τα πορίσματα μια διεθνούς συνάντησης που πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1995, στο Σαν Φρανσίσκο, υπό την αιγίδα του ιδρύματος Γκορμπατσώφ.
Είχαν συμμετάσχει «πεντακόσιοι πολιτικοί, οικονομικοί ηγέτες και επιστήμονες πρώτης κλάσεως», σύμφωνα με αυτήκοη μαρτυρία των δημοσιογράφων Χανς-Πέτερ Μάρτιν και Χάραλντ Σούμαν που είχαν προσκληθεί και καταγράφεται στο βιβλίο τους ”Η Παγίδα της Παγκοσμιοποίησης – Η Αρπαγή της Δημοκρατίας και της Ευμάρειας”.
Αντικείμενο της συνάντησης, να εκθέσουν οι προσκεκλημένοι τις απόψεις τους για τα πεπρωμένα του νέου πολιτισμού που ξανοιγόταν μπροστά τους. Δεδομένου του αντικειμένου του, στο φόρουμ, καθορίστηκαν αυστηροί κανόνες που υποχρέωσαν τους ομιλητές να περιορίσουν στον μέγιστο βαθμό την ρητορική και να επικεντρωθούν στα ουσιώδη, στο «δια ταύτα»: Οι εισηγήσεις είχαν το πολύ πεντάλεπτη διάρκεια, ενώ οι τυχόν παρεμβάσεις μόλις δίλεπτη διάρκεια.
Ο πιο λακωνικός απ’ όλους, ήταν ο Τζών Γκαίητς της Sun-Microsystems που το διατύπωσε ως εξής: «Προσλαμβάνουμε τους υπαλλήλους μας μέσω υπολογιστή, δουλεύουν με τον υπολογιστή, απολύονται μέσω υπολογιστή».
Από την στιγμή που καθορίστηκαν αυτές οι αρχές εργασίας, το φόρουμ αναγνώρισε- σαν κάτι το απολύτως προφανές που δεν άξιζε τον κόπο καν να συζητηθεί-ότι τον επόμενο αιώνα, τις απαρχές του οποίου διερχόμαστε τώρα, τα «δύο δέκατα του ενεργού πληθυσμού θα ήταν αρκετά για να διατηρηθεί η δραστηριότητα της παγκόσμιας οικονομίας, δηλαδή είναι αρκετό για να παράγει όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες που χρειάζεται η ανθρωπότητα.
Το ερώτημα φυσικά που τέθηκε αφορούσε το υπόλοιπο 80% του παγκόσμιου πληθυσμού. Πώς θα μπορούσε αυτό το «εναπομείναν» και «πλεονάζον» 80% να παραμείνει «ήσυχο» και «παθητικό»;
Η «απάντηση» δόθηκε από τον Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκυ, σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ επί προεδρίας Τζίμμυ Κάρτερ (1977-1981) και στενό συνεργάτη επί δεκαετίες του Ντέιβιντ Ροκφέλλερ. Και η «απάντηση» ήταν μονολεκτική:
Tittytainment.
Άρτος και θέαμα, δηλαδή.
Tittytainment:
Η λέξη είναι σύνθετη, και συντίθεται από τη λέξη «tits» (τα γυναικεία στήθη, στην αμερικανική αργκό) και τη λέξη «entertainment» (διασκέδαση – με την πιο «φθηνή» έννοια του όρου).
Ο Μπρεζίνσκυ δεν αναφέρονταν τόσο στη σεξουαλική διάσταση του γυναικείου στήθους (στο λιγότερο ή περισσότερο «μαλακό» ή «σκληρό» πορνό που, ούτως ή άλλως, σήμερα κατακλύζει τα Μέσα και το διαδίκτυο), όσο σε εκείνη του μητρικού θηλασμού.
Η «λύση», λοιπόν, για το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού θα ήταν ένα μείγμα αποπροσανατολιστικής διασκέδασης χαμηλού επιπέδου (infotainment [=πληροφοριοδιασκέδαση], reality shows, κουτσομπολίστικα μεσημεριανάδικα, «πολιτικές συζητήσεις» show, κ.ο.κ.) και ενός κάποιου επαρκούς επιπέδου διατροφής.
Tittytainment:
Πρόκειται για την «εκσυγχρονισμένη» εκδοχή του λατινικού «άρτος και θεάματα» (panem et circenses), ένα κοκτέιλ αποβλακωτικής διασκέδασης και επαρκούς διατροφής που δυνητικά επιτρέπουν να διατηρηθεί σε καλή διάθεση ο αποστερημένος πληθυσμός του πλανήτη.
Για να μην σας πρήζω:
Μουσικά μου φάνηκε άμουσο, ναι άμουσο, άχρωμο σαν σύνθεση, ένας μπιτ ρυθμός ανάκατος με τραπ, αυτό που αισθάνονταν τα – βαρήκοα- αυτιά μου ήταν ένα συνεχές νταπ-νταπ σαν αστυνομικό κλομπ που κτυπάει κατακέφαλα τον ειρηνικό διαδηλωτή, ένα φαιδρό ρεφραίν τα-τα-τα-τα-τα, η φωνή έβγαζε ένα ”ακατάληπτο ” ήχο, στιχουργικά δε μου φάνηκε πως το κοινότυπο λεξιλόγιο που εμφυτεύτηκε στο κατασκεύασμα ήταν νηπιακού επιπέδου, είχαν ανακατευτεί όλα, το τζατζίκι, το Ηρώδειο, οι Καρυάτιδες, το σουβλάκι-καλαμάκι εν μέσω ψησίματος, μια απομίμηση αρχαίας περικεφαλαίας, η πλατεία στο Μοναστηράκι τόπος συνάντησης της νεολαίας, τα Προπύλαια (τα καημένα τι τραβάνε κι αυτά…), ο αειθαλής Λυκαβηττός πιο πέρα, όλη η Ελλάδα μέσα σε 5-6 αθηναϊκά τετράγωνα, στην πιο απωθητική τους οπτικοακουστική εκδοχή, το απόλυτο κιτς.
Σκηνοθετικά, όλο το αποτέλεσμα ήταν εικόνα μιας «τουριστικής Ελλάδας» φτιαγμένης από ινδικό, ελληνικό, βαλκανικό, πλαστικό. Διαπολιτισμικά συνδυασμένα(;). Ο τρόπος του λέγειν. Μια τραβηγμένη από τα μαλλιά μουσική νόθευση, σαν το ξινισμένο κρασί. Σαν την ξινισμένη ρετσίνα για να γίνω πιο παραστατικός.
Σε τι προσδοκά αυτή η παραγωγή; Σε τι αποβλέπει ως το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα; Τι προσφέρει τέλος πάντων στο κοινό που απευθύνεται αλλά και σε αυτούς που τυχαία συνάντησαν το τραγούδι(;). Προσφέρει ένα ακόμη κοκτέιλ αποβλακωτικής διασκέδασης;
Θέτουμε πολλές φορές στον εαυτό μας, στους συνομιλητές μας ερωτήματα όπως «Ποιον κόσμο θα αφήσουμε στα παιδιά μας;», αποφεύγουμε όμως να θέσουμε ένα άλλο ανησυχητικό ερώτημα:
Σε τι είδους παιδιά θα αφήσουμε τον κόσμο;
Αλλά για να μπορέσεις να πάρεις απαντήσεις, δεν μπορείς να αρκεστείς στον μονόλογο που εκφέρεις.
Χρειάζεται, χρειάζεσαι να απευθυνθείς εκεί που πρέπει:
Στα δεκαπεντάχρονα όπου ανεξαρτήτως της μουσικής παιδείας που έχουν, η τραπ μουσική κάνει θραύση.
Να ρωτήσεις.
Οι απαντήσεις τους θα δημοσιευτούν σύντομα, καθώς η διαδικασία αναζήτησης απαντήσεων, τελεί εν εξελίξει.
Προς το παρόν, όπως συμβαίνει στα σκυλάδικα, που όταν ανοίγει το μουσικό πρόγραμμα, και συνήθως η ορχήστρα ξεκινάει με την τελευταία επιτυχία του ή της αοιδού, καθώς τα αυτιά του πλήθους «χαϊδεύονται» από το άκουσμα του ρεφραίν, ο ή η αοιδός στρέφεται προς το πλήθος και με προτεταμένο το μικρόφωνο προς την μεριά των καθημένων τους προτρέπει να τραγουδήσουν «Δικό σας», έτσι και με την μουσική ζαριά που μας έλαχε: Δικό σας!
Μιχάλης Κονιόρδος, αφυπηρετήσας καθηγητής Τμήματος Διοίκησης Τουρισμού στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής