Ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Το παρελθόν εξακολουθεί να διαμορφώνει το μέλλον

Η καταδίκη των τουρκοαρμενικών σχέσεων και το διεθνές γεωπολιτικό παίγνιο
Γενοκτονία των Αρμενίων. Μητέρα δίπλα στο νεκρό παιδί της. - Αλέπι Συρία
Γενοκτονία των Αρμενίων. Μητέρα δίπλα στο νεκρό παιδί της. - Αλέπι Συρία

«Οι Τούρκοι δεν μπορούν να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό του πολιτισμένου κόσμου μέχρι να μετανοήσουν ειλικρινά για τα εγκλήματά τους και να επανορθώσουν με κάθε δυνατό τρόπο»

George Horton (1859-1942), Αμερικανός Διπλωμάτης.

Εισαγωγή

Στο παρόν πόνημα επιχειρείται η συστημική γεωπολιτική ανάλυση του συγκροτηθέντος από τη Τουρκική Δημοκρατία και το Αρμενικό κράτος γεωγραφικού υποσυστήματος εντός του γεωσυμπλόκου της Ευρυτέρας Μέσης Ανατολής, βόρεια απόληξη του οποίου ορίζεται η περιοχή της Υπερκαυκασίας. Γεωπολιτικός παράγων ανακατανομής ισχύος στην οριζομένη περιοχή λογίζεται η διαμορφωθείσα υπό το πρίσμα του Αρμενικού Ζητήματος πορεία των τουρκοαρμενικών σχέσεων κατά την εκτυλισσσομένη από το 2002 και εντεύθεν περίοδο. Ως εναρκτήριο λάκτισμα της περιόδου αυτής ορίζεται η αναρρίχηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (Adalet ve Kalkınma Partısı, AKP) στην θέση ανάληψης των ηνίων του τουρκικού κράτους και, συνάμα, η σταδιακή εκδήλωση της ασκηθείσης εξωτερικής πολιτικής των εμπνευστών αυτής Ερντογάν-Νταβούτογλου και των κυρίων χαρακτηριστικών της, όπως ορίζονται επί τω συνόλω οι νεοθωμανικές και, εν ολίγοις, χαλιφατικές βλέψεις εις την οριζομένη περιοχή. Η προαναφερομένη μεταστροφή του τουρκικού διεθνοπολιτικού χαρακτήρα διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στην περαιτέρω διάπλαση των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών κατά το πέρας του χρόνου, δοθείσης της πραγματικότητας ότι τόσο ο συσχετισμός της εχούσης οσμανικές και παντουρκιστικές καταβολές τουρκικής διπλωματίας όσο και η άρνηση επισήμου αναγνωρίσεως της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τους απογόνους των διεξαγωγών αυτής καταλογίζεται ως ο οριζόμενος γεωπολιτικός παράγων μεταβολής ισχύος της παρούσης αναλύσεως, όπως και προαναφέρθηκε.

Η υποστηριζομένη θέση εις την οποία η παρούσα ανάλυση αποσκοπεί να καταλήξει είναι ότι η επί σειρά ετών εφαρμοζομένη εκ μέρους του τουρκικού αρμοδίου επιτελείου γεωστρατηγική πολιτική στα όρια του πλαισίου του καθορισμένου γεωγραφικού συστήματος επιζητεί την εξυπηρέτηση ιδιαιτέρων συμφερόντων, με κυριότερο εξ αυτών την επιτυχή άσκηση ιμπεριαλιστικής πολιτικής ισχύος στην γεωγραφική περιοχή της Ευρυτέρας Μέσης Ανατολής και, εν προκειμένω, εις βάρος του Αρμενικού κράτους και της περιοχής της Υπερκαυκασίας.

Η ενδεχομένη επιτυχία της εκ φύσεως αναθεωρητικής τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία αποτελεί και τον μύχιο πόθο της ερντογανικής ηγεσίας, πρόκειται να αποτελέσει μείζονα αποσταθεροποιητικό παράγοντα προς την καθεστηκυία τάξη του – ήδη πολυπολικού – διεθνούς συστήματος, εφόσον το ενδεχόμενο αναδείξεως του τουρκικού δρώντος σε μία περιφερειακή αυτόνομο δύναμη είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει εντονοτάτους τριγμούς σε ένα τμήμα ζωτικής σημασίας μίας ευρυτέρας περιοχής, την οποία ο Nicholas J. Spykman λιτώς και περιεκτικώς βαπτίζει «Αναχωματικό Δακτύλιο» (Rimland), προς όφελος της ενάντιας προς τα αγγλοσαξονικά συμφέροντα περικλείστου εις την Ευρασιατική Ενδοχώρα (Heartland) Ρωσίας. Διά τον απλούστατο αυτόν λόγο, το σενάριο αυτό καθίσταται εφιαλτικό για τα αμερικανικά συμφέροντα, καθώς η χάραξη μίας ριζοσπαστικής εξωτερικής πολιτικής από μία, κατά τ’ άλλα, φίλα προσκείμενη και εντεταγμένη στους κύκλους των δυτικών συμμαχιών δύναμη (πρωτίστως εις τη Βορειοατλαντική Συμμαχία – ΝΑΤΟ) αποτελεί μία πρώτης τάξεως θρυαλλίδα γεωπολιτικών εξελίξεων στην περιοχή του επονομαζομένου Γεωστρατηγικού Ελλειψοειδούς, στην «καρδιά» του οποίου εντοπίζεται το τουρκοαρμενικό υποσύστημα, όπου και πρόκειται να εξετασθεί.

Τέλος, διά της παρούσης αναλύσεως επιχειρείται η απόδειξη της εφικτότητας ή μη του μακροπνόου αυτού τουρκικού σχεδιασμού συγκριτικά με την διεθνοπολιτική πραγματικότητα και τους συσχετισμούς δυνάμεων επί της Υπερκαυκασίας, αναδεικνύοντας παράλληλα την εξάρτηση ή την ανεξαρτησία αντιστοίχως των τουρκοαρμενικών σχέσεων από το υπερσύστημα και τις όποιες «διακυμάνσεις» οι οποίες εντοπίζονται σε αυτό.

Το θεωρητικό υπόβαθρο επί τω οποίω στηρίζεται η παρούσα γεωπολιτική ανάλυση είναι εκείνο της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής σχολής με υπόδειγμα αυτό του Αμερικανού γεωγράφου και συνθεμελιωτή από κοινού με τον Hans J. Morgenthau του Πολιτικού Ρεαλισμού (Realpolitik), Nicholas J. Spykman, κατά τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε μέσω των προσεγγίσεων του Zbigniew Brzezinski και της μεθοδολογικής προσεγγίσεως αυτής της Συγχρόνου Συστημικής Γεωπολιτικής Αναλύσεως.

Το ιστορικό υπόβαθρο της Αρμενικής Γενοκτονίας

Η αιματηρή ιστορία του ζητήματος των Οθωμανών Αρμενίων και του βιαίου κατατρεγμού των ξεκινά ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνος, σε μία ύστερη περίοδο κατά την διάρκεια της οποίας η παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ήδη δείξει τα σημάδια παρακμής της. Επί σειρά αιώνων, η εθνοτική ομάδα των Αρμενίων ήτο οργανωμένη στο πλαίσιο της οθωμανικής κοινωνίας υπό το καθεστώς των μιλλέτ (θρησκευτική κοινότητα), όπως κατ’ αντιστοιχίαν με τα όμοια καθεστώτα των Εβραίων και των Ελληνορθοδόξων δίχως, ωστόσο, να παρουσιάζουν γεωγραφική συνοχή μεταξύ των καθώς ήτο διάσπαρτοι σε όλη την έκταση της οθωμανικής επικρατείας.

.
.

Δεδομένης της ισχύουσας χρονικοϊστορικής συγκυρίας, αφορμή για την έκφραση των αρμενικών αποσχιστικών αξιώσεων στάθηκε η συντριπτική ήττα των οθωμανικών στρατευμάτων έναντι των χερσαίων δυνάμεων της αποκαλουμένης Ρωσικής Άρκτου και η ακολουθείσασα διεξαγωγή του Συνεδρίου του Βερολίνου, το έτος 1878, η απόφαση του οποίου όριζε όχι μόνο την απόσχιση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία εδαφών της Ανατολίας με αξιοσημείωτο αρμενικό πληθυσμό και την προσάρτηση αυτών στην Τσαρική Ρωσία αλλά και την θέσπιση εκ μέρους της Υψηλής Πύλης αυτονομιστικών μεταρρυθμίσεων υπέρ των Οθωμανών Αρμενίων (Eugene Rogan, 2016, σ.9,10).

Παράλληλα, η εκπορευομένη από το συνέδριο Συνθήκη του Βερολίνου προέβλεπε τον περιοδικό έλεγχο της πορείας των μεταρρυθμίσεων αυτών από τις τότε γνωστές ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις, γεγονός το οποίο είχε ευνοήτως προκαλέσει προβληματισμό και ανησυχία στην οθωμανική ηγετική ελίτ, με κυρίαρχο φόβο την περαιτέρω απώλεια εδαφών (H. F. B. Lynch, 1901, σ. 408-411). Η φοβική αυτή στάση της κεντρικής εξουσίας απέναντι στην ενδεχομένη αυτονόμηση των οθωμανικών επαρχιών με σημαντικό αρμενικό πληθυσμό και την επακόλουθη δημιουργία ενός ανεξαρτήτου εθνοκράτους των Αρμενίων, υπό την «αιγίδα» των Μεγάλων Δυνάμεων και εις βάρος της ήδη κατακρεουργημένης εδαφικώς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διαδραμάτισε καθοριστικό παράγοντα στην αποκορύφωση της εχθρικής στάσεως της Υψηλής Πύλης προς το υπάρχον αρμενικό στοιχείο εντός της οθωμανικής επικρατείας, ήτοι στην έξαρση του επιθετικού ρεύματος κατά την χρονική περίοδο 1894-1896 (Eugene Rogan, 2016, σ.11,12). Ως άμεσο επακόλουθο της δοθείσης συγκυρίας υπήρξε η αποδοχή της επιλογής της συνεργασίας εκ μέρους του πλέον αποδυναμωμένου αρμενικού κινήματος και η εκδήλωση ενθέρμου υποστηρίξεως προς το Νεοτουρκικό Κίνημα του 1908, με μοναδική ελπίδα και προσδοκία την κατοχύρωση των πολιτικών των δικαιωμάτων εντός της οθωμανικής κοινωνίας, διά της εφαρμοζομένης πολιτικής της Επιτροπής Ένωση και Πρόοδος (Eugene Rogan, 2016, σ.13).

Αποτελεί πραγματικότητα το γεγονός ότι οι κτηνωδίες οι οποίες διεπράχθησαν από τον ρωσικό στρατό εναντίον του τοπικού πληθυσμού των γεωγραφικών περιοχών της Γαλιτσίνας (Γαλικίας) και του Καυκάσου την περίοδο του Μεγάλου Πολέμου (1914-1918) αλλά και η μεταγενέστερη εγκληματική υπόθεση του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, της οποίας ιθύνων νους ήτο η ηγετική πολιτική ελίτ της Ναζιστικής Γερμανίας, θεωρούνται από μία σειρά ιστορικών και μελετητών ως απόγονοι του διοργανωμένου πογκρόμ από την ηγεσία του εθνικιστικού και εκσυγχρονιστικού Κινήματος των Νεοτούρκων κατά της αρμενικής θρησκευτικής ομάδας, το οποίο έλαβε τις διαστάσεις γενοκτονίας (Alexander Watson, 2015, σ.273,274).

Αφορμή του δευτέρου αυτού κύματος επιθετικότητας της κεντρικής εξουσίας κατά των Αρμενίων στάθηκε η αποκαρδιωτική ήττα των Οθωμανών στο Σαρίκαμις στις αρχές του Μεγάλου Πολέμου, το 1914, η οποία σήμανε την εκ μέρους των τσαρικών δυνάμεων συντριβή των οθωμανικών στρατευμάτων σε μία γειτνιάζουσα με την απειλητική Ρωσία περιοχή της Ανατολίας όπου ο συνολικός αριθμός των Αρμενίων προσέγγιζε το διόλου ευκαταφρόνητο 1.500.000 (Erik J. Zürcher, 2004, σ.170). Πράγματι, η νίκη αυτή του Τσάρου Νικολάου ΙΙ στις απαρχές του πολέμου προκάλεσε τη δημιουργία μυχίων ελπίδων σε ένα μεγάλο μέρος των Οθωμανών Αρμενίων περί ανεξαρτητοποίησής των από τον μουσουλμανικό ζυγό. Αποτέλεσμα της προσδοκίας αυτής ήτο όχι μόνο η στράτευση πλειάδας νέων Αρμενίων στο ρωσικό στρατό, κατ’ όπιν της αυτομολήσεώς των, αλλά και η επίδοση άλλων πολλών στον ανταρτοπόλεμο κατά των οθωμανικών στρατευμάτων (Erik J. Zürcher, 2004, σ.171).

Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ειρήσθω εν παρόδω ότι η περίπτωση της μετανάστευσης Αρμενίων στη Ρωσία με σκοπό την ένταξή τους στο ρωσικό στρατό επαναλήφθηκε και κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στοιχείο το οποίο αποδεικνύει την άνιση αντιμετώπιση και την καταπίεση του αρμενικού στοιχείου μέσα στην κοινωνία ακόμη και στην Τουρκική Cumhuriyet (Ντιλέκ Γκιουβέν, 2009, 238-241,257). Ως συνέπεια των ανωτέρω υπήρξε η αντιμετώπιση εκ μέρους της κεντρικής εξουσίας αυτής της εσωτερικής «αντιρρητικής» ομάδας ως τον υπ’ αριθμόν ένα εσωτερικό εχθρό, ως το «καρκίνωμα» το οποίο επιβάλλεται να εξαλειφθεί από το σώμα της οθωμανικής κοινωνίας. Οι εκτοπίσεις και οι βιαιότητες που έλαβαν χώρα κατά την πολεμική περίοδο είχαν ως επίσημο στόχο την απομάκρυνση των Αρμενίων από τα σύνορα με την Ρωσία, ενώ εμμέσως επιδιωκόταν ο ολοκληρωτικός αφανισμός της πληθυσμιακής αυτής ομάδας· η πείνα, οι κακουχίες και η πλήρης εξουθένωση μέσω των ατελειώτων πορειών θανάτου προς το άγνωστο είχε ως απότοκο τον παρ’ ολίγον ολοκληρωτικό αποδεκατισμό ενός ολοκλήρου έθνους, με μοναδικό στόχο την επίτευξη των παντουρκιστικών εθνικιστικών βλέψεων της ηγετικής ομάδας των Νεοτούρκων, ευρέως γνωστή και ως Τριανδρία.

 Η «Τριανδρία» της Επιτροπής Ένωση και Πρόοδος. Απόαριστερά:Mehmed Talât Paşa, Ahmed Cemal Paşa, Ismail Enver Paşa
Η «Τριανδρία» της Επιτροπής Ένωση και Πρόοδος. Απόαριστερά:Mehmed Talât Paşa, Ahmed Cemal Paşa, Ismail Enver Paşa
Youtube

Εν κατακλείδι, η μεθοδική εξόντωση του αρμενικού πληθυσμού εντός των συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί το πλέον καίριο και ακανθώδες ζήτημα των τουρκοαρμενικών σχέσεων, δοθείσης της πραγματικότητας ότι η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει τα εκτυλισσόμενα εις βάρος των Αρμενίων φρικτά γεγονότα ως Γενοκτονία μέχρι σήμερα. Η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών έγκειται τόσο στον αριθμό των θανάτων και τη στρατιωτική αναγκαιότητα της επιχειρήσεως όσο και στο εάν δύναται να χαρακτηρισθεί το γεγονός ως Γενοκτονία ή όχι (Erik J. Zürcher, 2004, σ.172,173), δεδομένου του γεγονότος ότι η εκάστοτε τουρκική ηγεσία έκτοτε υποστηρίζει ακραδάντως την αναγκαιότητα των επιχειρήσεων αυτών χάριν της διατηρήσεως της ασφάλειας του οθωμανικού κράτους έναντι της «προδοτικής» στάσης πληθώρας Αρμενίων εν καιρώ πολέμου.

«Οι κηφήνες ετοιμάζονταν να σκοτώσουν τις εργάτριες μέλισσες» και δύο μαρτυρίες για την Αρμενική Γενοκτονία

Αρμένιοι οδηγούνται στη φυλακή και από εκεί στην εξόντωση
Αρμένιοι οδηγούνται στη φυλακή και από εκεί στην εξόντωση
wikimedia commons

Ο διπλωμάτης Τζώρτζ Χόρτον ήτο γενικός πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής στη Σμύρνη κατά τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έως και τη κορύφωση της Μικρασιατικής Καταστροφής, ήτοι την τραγωδία της Σμύρνης (1911-1922), όντας κατ’ αυτόν τον τρόπο αυτόπτης μάρτυρας των οργανωμένων σφαγών εναντίον των Ελλήνων και των Αρμενίων εντός της οθωμανικής επικρατείας. Στο βιβλίο Η Μάστιγα της Ασίας (The Blight of Asia), το οποίο εξεδώθη εν Ελλάδι κατά το έτος 1980, δηλαδή 54 χρόνια κατ’ όπιν της αγγλικής εκδόσεως, ο Τζώρτζ Χόρτον αποτολμά το ράπισμα προς κάθε υπαίτιο των αναφερομένων θηριωδιών διά της ενδελεχούς καταγραφής συγκλονιστικών μαρτυριών από τους ιδίους τους πρωταγωνιστές των θλιβερών γεγονότων.

.
.
wikimedia commons

Σχετικώς προς τις συστηματικές και μεθοδευμένες ωμότητες κατά του αρμενικού στοιχείου, ο Αμερικανός διπλωμάτης παραθέτει το κάτωθι ενδεικτικό απόσπασμα από την εν έτει 1920 εκτενή αναφορά της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Αρμενία, γνωστή και ως «Harbord Commission»:

«[...]από τότε που ανέβηκε στο θρόνο ο Αμπντούλ Χαμίτ, κάθε μερικά χρόνια γίνονται κατόπιν εντολής οργανωμένες επίσημες σφαγές των Αρμενίων. Το 1895, σκοτώθηκαν εκατό χιλιάδες. Στο Βαν το 1908 και στα Άδανα και άλλα μέρη της Κιλικίας το 1909 δολοφονήθηκαν πάνω από τριάντα χιλιάδες. Η τελευταία και μεγαλύτερη από αυτές τις τραγωδίες ήταν το 1915. Την άνοιξη αυτής της χρονιάς οργανώθηκαν σφαγές και εκτοπίσεις με ένα συγκεκριμένο σύστημα[...]Πρώτα καλούσαν τους νέους άντρες στο κυβερνητικό κτίριο κάθε χωριού, και μετά τους έβγαζαν έξω και τους σκότωναν. Έπειτα από μερικές μέρες εκτόπιζαν τις γυναίκες, τους γέρους και τα παιδιά σε «Αγροτικές Αποικίες», όπως τις είχε ονομάσει ο Ταλαάτ Πασάς[...]τους πήγαιναν στις πεδιάδες του Ευφράτη με τα τέλματα και την ελονοσία, ή στην καυτή έρημο της Συρίας και της Αραβίας. Οι νεκροί από αυτή τη μαζική εξόντωση της φυλής υπολογίζονται ότι ήταν από πεντακόσιες χιλιάδες μέχρι ένα εκατομμύριο, με τον πιο συνηθισμένο αριθμό που δίνεται να είναι οι οχτακόσιες χιλιάδες. Τους ανάγκαζαν να περπατούν κάτω από τον καυτό ήλιο, τους έπαιρναν τα ρούχα και τα όποια μικροπράγματα μετέφεραν, τους κέντριζαν με ξιφολόγχες αν καθυστερούσαν. Η ασιτία, ο τύφος και η δυσεντερία άφησαν χιλιάδες νεκρούς[...]» (Τζορτζ Χόρτον, 2016, σ.62,63).

 Η εξωτερική όψη της Εκκλησίας Μνήμης των Μαρτύρων της Αρμενικής Γενοκτονίας στην πόλη Ντέιρ εζ-Ζορ (Deir ez-Zor) της Συρίας, γνωστή και ως «Το αρμενικό Άουσβιτς». Ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 1990 ενώ καταστράφηκε την 21η Σεπτεμβρίου 2014, μετά από επίθεση των μαχητών του DAESH στην περιοχή (The Times of Israel,2014). Τον Ιανουάριο του 2019, ο Σύρος Πρόεδρος, Μπασάρ αλ-Άσαντ δήλωσε σε συνέντευξή του ότι δεσμεύεται για την αναστήλωση του μνημείου
Η εξωτερική όψη της Εκκλησίας Μνήμης των Μαρτύρων της Αρμενικής Γενοκτονίας στην πόλη Ντέιρ εζ-Ζορ (Deir ez-Zor) της Συρίας, γνωστή και ως «Το αρμενικό Άουσβιτς». Ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 1990 ενώ καταστράφηκε την 21η Σεπτεμβρίου 2014, μετά από επίθεση των μαχητών του DAESH στην περιοχή (The Times of Israel,2014). Τον Ιανουάριο του 2019, ο Σύρος Πρόεδρος, Μπασάρ αλ-Άσαντ δήλωσε σε συνέντευξή του ότι δεσμεύεται για την αναστήλωση του μνημείου
commons wikimedia

Συγκλονιστική, τέλος, είναι η προσωπική μαρτυρία μίας Αρμένισσας κοπέλας προς την Δρ. Mabel Evelin Elliot, γιατρό σε κέντρο διάσωσης στην Τουρκία την περίοδο εκείνη, σχετικά με τις διά χειρός της κεντρικής εξουσίας «εκτοπίσεις» που υπέστη ο πολύπαθος λαός της. Η εξιστόρηση των γεγονότων μέσω του γεμάτου σπαραγμό λόγου της κοπέλας λειτουργεί άμεσα ως αποδεικτικό στοιχείο, μαζί με τις επίσημες αναφορές, της μεθοδευμένης και εντατικής προσπάθειας των Οθωμανών για την εξαΰλωση του αρμενικού στοιχείου από το σύνολο της αυτοκρατορίας. Ακολουθούν τα λόγια της:

«Ήμουν δώδεκα χρονών, ήμουν με τη μητέρα μου. Μας ανάγκαζαν να περπατάμε με μαστίγια και δεν είχαμε νερό. Έκανε πολλή ζέστη και πολλοί από μας πέθαναν[...]μέχρι που φτάσαμε στην Αραβική Έρημο. Πήγαμε σε μία πόλη, δεν ξέρω το όνομά της. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι νεκρούς, και ήταν όλοι κομμένοι κομμάτια. Μας πέρασαν από πάνω τους[...]Ήμαστε χιλιάδες άτομα εκεί, πολλές πολλές χιλιάδες, όλες γυναίκες και κορίτσια. Μας πήγαν σαν τα πρόβατα στο βαθούλωμα. Μετά σκοτείνιασε και ακούσαμε πυροβολισμούς παντού γύρω μας[...]Δεν πυροβολούσαν για να μας σκοτώσουν. Έδιναν σήμα στις άγριες φυλές ότι ήμαστε εκεί. Αργότερα το πρωί, μόλις ξημέρωσε, ήρθαν οι Κούρδοι. Οι Κούρδοι και πολλές άλλες φυλές από την Έρημο. Κατέβηκαν από τους λόφους με τα άλογα και άρχισαν να μας σκοτώνουν. Σκότωναν όλη μέρα. Γιατί ήμαστε πολλοί. Όποιες γυναίκες πίστευαν ότι δεν θα μπορούσαν να τις πουλήσουν τις σκότωναν. Συνέχισαν να σκοτώνουν όλη νύχτα και το πρωί σκότωσαν τη μητέρα μου» (Τζορτζ Χόρτον, 2016, σ.61,62).

Από την αρχή των τουρκοαρμενικών σχέσεων στην επάνοδο του Πολιτικού Ισλάμ

Η δομή των τουρκοαρμενικών σχέσεων αρχίζει να λαμβάνει υπόσταση ήδη από την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος, ήτοι από την διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως, το 1991, γεγονός το οποίο αποτέλεσε ορόσημο για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Στο πλαίσιο, λοιπόν, της ευρυτέρας προσπάθειας του τουρκικού επιτελείου καλλιέργειας στενών πολιτισμικών και, κατ’ ουσίαν, οικονομικοπολιτικών σχέσεων με τις νεοϊδρυθείσες Δημοκρατίες του Καυκάσου και, ιδίως, με τις τουρκομανικής φύσεως μουσουλμανικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, η Τουρκία ήτο από τα πρώτα κράτη τα οποία αναγνώρισαν την ανεξαρτησία του νεοσύστατου αρμενικού κράτους, γεγονός το οποίο συνοδεύτηκε από μία σειρά συμφωνιών (David Shahnazaryan, 2014). Πράγματι, η μεγαλυτέρα πλειοψηφία των ιθυνόντων της τουρκικής διπλωματίας αντιμετώπισαν την περιοχή της Υπερκαυκασίας, εις την οποία βρίσκεται και το αρμενικό κράτος, ως τη συνδετική γέφυρα μεταξύ της Τουρκίας και της γεωγραφικής περιοχής της Κεντρικής Ασίας, εις την οποία είχε αναπτύξει ιδιαιτέρα δυναμική πολιτική με στόχο την οικοδόμηση ενός ενιαίου παντουρανικού χώρου ο οποίος επρόκειτο να εκτεινόταν, κατά τον Turgut Özal, «από την Αδριατική ως το σινικό τείχος της Κίνας» (Erik J. Zürcher, 2004, σ. 416,417). Εντούτοις, δεν ήτο διόλου λίγοι εκείνοι οι οποίοι αντιμετώπιζαν μετ’ επιφυλάξεως την τουρκική προσέγγιση, διακρίνοντας τον απώτερο στόχο της Τουρκίας για μετεξέλιξή της στην απόγονο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την αναβίωση αυτής, δηλαδή της υπαίτιας για την συστηματική προσπάθεια της αρμενικής εθνοκαθάρσεως, με αποκορύφωμα αυτή της περιόδου του Μεγάλου Πολέμου. Η επιφύλαξη αυτή έγκειται και στο πειστήριο ότι πληθώρα πολιτικών και ακαδημαϊκών φωνών σε παγκόσμιο επίπεδο διατυπώνουν ακόμη την άποψη περί διατηρήσεως παντουρκιστικών και νεοθωμανικών ιδεολογικών στοιχείων στην ιθύνουσα τουρκική πολιτική ελίτ.

.
.

Ένα ακόμη αξιοσημείωτο παράδειγμα απόπειρας τουρκικής διεισδύσεως στις νεοσύστατες δημοκρατίες και, εν πολλοίς, στην ευκόλως κατευθυνόμενη οικονομία των είναι η εν έτει 1992 και κατόπιν τουρκικής πρωτοβουλίας ίδρυση ενός περιφερειακού οργανισμού ονόματι Οικονομική Συνεργασία του Ευξείνου Πόντου (Black Sea Economic Cooperation - BSEC), εις την οποία συνιδρυτικό μέλος ήτο, μεταξύ άλλων, και η Αρμενία. Σκοπός της οικονομικής φύσεως διακρατικής αυτής συνεργασίας τέθηκε εξ αρχής και επισήμως η προοδευτική προσπάθεια εξαλείψεως των εμπορικών εμποδίων και, συνάμα, η ανάπτυξη κοινών επενδυτικών σχεδίων (William Hale, 2016, σ.344,345). Ωστόσο, οι εντάσεις μεταξύ των χωρών και η επισκίαση των υπολοίπων μελών από την γιγαντιαίων διαστάσεων ρωσική ανακαμφθείσα οικονομία λειτούργησαν καταλυτικώς, συνδράμοντας στην αδύναμη εξελικτική πορεία του οργανισμού αυτού.

Το παράδειγμα του οργανισμού «Οικονομική Συνεργασία Ευξείνου Πόντου» στέκεται ιδιαιτέρως διδακτικό εις την κατανόηση όχι μόνο της αποτυχημένης προσπάθειας της Τουρκίας περί οικονομικής διεισδύσεως στις νεοσύστατες δημοκρατίες και, κατ’ επέκτασιν, στην Αρμενία, αλλά και της αδυναμίας εγκαθιδρύσεως συνεργασίας μεταξύ των, ιδίως εκείνη την περίοδο. Οι οικονομίες των χωρών αυτών ήτο ακόμη σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενες και σαφώς ευεπηρέαστες από την Μόσχα ενώ οι διαμάχες μεταξύ των ένεκα της μακροχρόνιας καταπάτησης από τον κομμουνισμό των επωαζόντων εθνικισμών συνέβαλαν εις την καταβαράθρωση του οικονομικού αυτού σχεδίου, εφόσον η οποία συνεργασία μεταξύ των καθίστατο απαγορευτική και ανέφικτη (Γεώργιος Β. Μιχαλακόπουλος, 2004, σ.317). Η αποτυχία των τουρκικών εγχειρημάτων επίδειξης ισχύος διά της επικλήσεως τόσο του Οικονομικού όσο και του Πολιτισμικού Πυλώνος, συμφώνως προς τη θεωρία της Συστημικής Γεωπολιτικής Αναλύσεως, σε μία περιοχή την οποία η ρωσική εξωτερική πολιτική κατονομάζει ως «Εγγύς Εξωτερικό» και συνεπώς κατέχει καίρια και πάγια θέση στη ρωσική διπλωματία, διαφαίνεται και από την επακόλουθη αποτυχία του διοργανωθέντος 1ου Συνεδρίου Τουρκογενών, το 1992 (Γεώργιος Β. Μιχαλακόπουλος, 2004, σ.318).

Το Συμβούλιο Τουρκογενών (TürkKeneşi – TurkicCouncil), όπως είναι σήμερα η σύστασή του. Από το έτος 2018 η Ουγγαρία, κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, συμμετέχει στο Συμβούλιο Τουρκογενών, υπό την ιδιότητα του παρατηρητή (Observer). Συντόμως αναμένεται η συμμετοχή της σε αυτό ως πλήρες μέλος.
Το Συμβούλιο Τουρκογενών (TürkKeneşiTurkicCouncil), όπως είναι σήμερα η σύστασή του. Από το έτος 2018 η Ουγγαρία, κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, συμμετέχει στο Συμβούλιο Τουρκογενών, υπό την ιδιότητα του παρατηρητή (Observer). Συντόμως αναμένεται η συμμετοχή της σε αυτό ως πλήρες μέλος.
wikimedia commons

Αποκορύφωμα των προαναφερομένων διενέξεων υπήρξε η ένοπλη σύρραξη μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν (1992-1993) σχετικά με την επιθετική στάση των δευτέρων προς τον πληθυσμό της γεωγραφικής περιοχής του Ναγκόρνο Καραμπάχ, έναν αρμενικό θύλακα εντός της αζερικής επικρατείας. Σε αυτή τη συγκυρία χαρακτηριστική καθίσταται η στάση της Τουρκίας, η οποία προσεπάθησε να διαδραματίσει τον ρόλο του «διαιτητή» μεταξύ των με απώτερο σκοπό την εδραίωσή της στην ευρυτέρα περιοχή ως διαμεσολαβητή των νέων δημοκρατιών και εκπρόσωπο αυτών, τον οποίο όμως δεν κατόρθωσε να επιτύχει εξαιτίας της, εν τέλει, μεροληπτικής της στάσης υπέρ του κατά τα άλλα ομοθρήσκου της κράτους του Αζερμπαϊτζάν, με το οποίο υπέγραψε ένα χρόνο αργότερα ενεργειακή συνεργασία για την κατασκευή του περιφήμου αγωγού Μπακού-Τιφλίδα-Τσεϊχάν, αποκλείοντας τοιουτοτρόπως την Αρμενία από τις γεωπολιτικές εξελίξεις (William Hale, 2016, σ.348-350).Η παύση των εχθροπραξιών μεταξύ των δύο Δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας επήλθε διά του σχετικού ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και όριζε την απόσυρση των αρμενικών στρατευμάτων, ενώ τόσο η Τουρκία όσο και το αντιμαχόμενο Αζερμπαϊτζάν διεξήγαγαν οικονομικό αποκλεισμό εις βάρος του αρμενικού κράτους (William Hale, 2016, σ.350).

Τέλος, σημειώνεται ότι η ειρηνευτική λύση προέκυψε αμέσως μετά τη διαμεσολάβηση του ρωσικού παράγοντος, γεγονός ανέδειξε τη Ρωσία μοιραίως σε γεωπολιτικό παίκτη βαρύνουσας σημασίας έναντι της Τουρκίας. Έκτοτε, οι διακρατικές σχέσεις των δύο χωρών-δρώντων του προς εξέταση υποσυστήματος, ήτοι της Τουρκίας και της Αρμενίας, συνέχιζαν να επηρεάζονται μετ’ ευκολίας τόσο από τις αζεροαρμενικές σχέσεις και την εξάρτησή των από τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις όσο και από το γεγονός της αναγνώρισης της Αρμενικής Γενοκτονίας από έναν μεγάλο και βαρυσήμαντο αριθμό κρατών.

Η μεταψυχροπολεμική σύγκρουση των πολιτισμών και οι τουρκοαρμενικές σχέσεις: η άνοδος του AKP

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου το οποίο εσημάνθη με την πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως και την επακόλουθη ήττα του «αθεϊστικού κομμουνισμού», το 1990, αποτέλεσε ορόσημο για τις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα την χάραξη ενός νέου αμυντικού δόγματος σύμφωνα με το οποίο η αρχή του βασίζεται στη σύγκρουση της Δύσης με τον Ισλαμικό κόσμο. Η κατά το νέο αμερικανικό αμυντικό δόγμα ανάδειξη του Ισλάμ σε υπ’ αριθμό ένα εχθρό στηρίζεται εν πολλοίς στις αρχές του μιλιταριστικού προτύπου των ΗΠΑ περί παγκοσμίου ηγεμονίας αλλά και στο γνωστό ιδεολόγημα του αγνώστου εχθρού [“You Never Know(ism)”] (Benjamin H. Friedman, Harvey M. Sapolsky, 2006).

Συνεπώς, η πτώση του καθεστώτος του υπαρκτού σοσιαλισμού είχε ως άμεσο απότοκο την αναβάθμιση της θέσης της Τουρκίας και του στρατού της ως φορέα πάλης κατά του ισλαμικού κινδύνου. Σε αυτό, λοιπόν, το πλαίσιο, η Τουρκία διατείνεται ότι διαδραματίζει τον καίριο ρόλο της γέφυρας διαμεσολάβησης μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πολιτισμικών κόσμων, όπως αντιστοίχως μεταξύ της Δύσης και της γεωγραφικής περιοχής των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών, ήτοι της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου (Γεώργιος Β. Μιχαλακόπουλος, 2004, σ. 159,160). Η χρησιμοποίηση, όμως, της Τουρκίας εκ μέρους του συσπειρωμένου αγγλοσαξονικού συμφέροντος ως του Δουρείου Ίππου με σκοπό την εισβολή όχι μόνο στην Μέση Ανατολή αλλά και στην ζωτικής σημασίας για την Ρωσία περιοχή του «Εγγύς Εξωτερικού» θέτει την τουρκική εξωτερική πολιτική ενώπιον ενός διχαστικού διλήμματος το οποίο αφορά την προσωπικότητα της κρατικής υποστάσεως της Τουρκίας και του λαού της: η επιλογή ανάμεσα στον ισλαμικό ή τον κοσμικό προσανατολισμό του κράτους.

Η απάντηση, τέλος, στο παρατιθέμενο δίλημμα προήλθε από τον τουρκικό λαό διά της ετυμηγορίας του όχι μόνο από την περίοδο της αποκατάστασης του πολυκομματικού συστήματος στην χώρα, το 1950, διά της επικράτησης του Δημοκρατικού Κόμματος (Demokrat Partısı, DP) ως αντίδραση στην κεμαλική πολιτική εκκοσμίκευσης (laiklik), αλλά κυρίως στις αρχές του 21ου αιώνα διά της εκλογής στην εξουσία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και της πανηγυρικής αναδείξεως του Πολιτικού Ισλάμ, γεγονός το οποίο οπωσδήποτε δεν θα εξαιρούσε τις τουρκοαρμενικές σχέσεις από την διαδικασία μετάβασης την οποία βίωσε επί το συνόλω το τουρκικό πολιτικό γίγνεσθαι. Η ακολουθείσα έως τώρα εξωτερική πολιτική οσμανικών διαστάσεων της Τουρκίας, υπό τη σημαία του κυβερνόντος κόμματος, αναπτύχθηκε εν πολλοίς από τον πρώην Τούρκο πρωθυπουργό και Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων, Αχμέτ Νταβούτογλου, του οποίου αποτελεί γνήσιο τέκνο και αναλύεται εκτενώς εις το συγγραφικό του έργο ονόματι Το Στρατηγικό Βάθος: Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας, εντός του οποίου επεξηγείται με σαφείς λεπτομέρειες η στάση της Τουρκίας απέναντι στο Αρμενικό Κράτος.

Η πολιτική του AKP σχετικά με την Αρμενία, τον Καύκασο και ρόλος του Αχμέτ Νταβούτογλου

Ήδη από το 2002, ένα μόλις χρόνο μετά την ίδρυσή του, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ανέλαβε την διοίκηση της Τουρκίας αποσπώντας όχι μόνο την θερμή υποστήριξη του κόσμου αλλά και την αρχικώς θετική στάση της παγκοσμίου κοινότητας σε μία κυβέρνηση με φιλοδυτικά ονείρατα και ούσα στραμμένη προς τον κατά τα δυτικά πρότυπα εκσυγχρονισμό/εκδυτικισμό της χώρας. Εντούτοις, η περίοδος διακυβέρνησης της Τουρκίας από το κόμμα του Recep Tayyip Erdopoğan χαρακτηρίζεται ως η σταδιακή «μετεξέλιξη του οζαλικού νεοθωμανικού προτάγματος σε μία συγκροτημένη (...) πρόταση πολιτικής συνυφασμένης στα τελικά συμπεράσματά της με την περιφερειακή κατίσχυση του τουρκικού κράτους και την αναβάθμισή του στην κλίμακα ισχύος» (Μάρκος Τρούλης, 2019, σ.148).

Έχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο απεμπολήσει πλήρως την αρχική της ταυτότητα, η τουρκική εξωτερική πολιτική παρουσιάζει μία μεταστροφή από την στάση υπακοής στα δυτικά κελεύσματα, ένεκα της εξαρτήσεώς της από τον αγγλοσαξονικό παράγοντα, στην ανάπτυξη μίας αυτονόμου συμπεριφοράς της οποίας οι καταβολές πηγάζουν από την τουρκοϊσλαμική κρατική/εθνική ιδιοσυστασία και το οθωμανικό ένδοξο παρελθόν, το οποίο και αποτελεί υπόδειγμα που θέτει σε αμφισβήτηση τις προσταγές του Κεμαλισμού και ενσωματώνει μία διόλου προκαταλαμβανομένη αλλά, τουναντίον, εξωστρεφή θέαση του διεθνούς γίγνεσθαι με στόχο τη χάραξη μίας τουρκικής υψηλής στρατηγικής (Μάρκος Τρούλης, 2019, σ. 150,151).

Προς επίρρωση των ανωτέρω και σχετικώς με την παρούσα ανάλυση, το νταβουτογλιανό Στρατηγικό Βάθος, το οποίο προήλθε από την μήτρα του τουρκοϊσλαμισμού και του νεοθωμανικού ιδεολογήματος, εμφανίζεται να έχει άμεσο συσχετισμό με την αναπόληση του «ενδόξου οθωμανικού παρελθόντος» και το πηγαίο αίσθημα καλύψεως του δημιουργηθέντος από τη διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως κενού στην ζωτικής σημασίας γεωγραφική περιοχή του Καυκάσου, αναπόσπαστο τμήμα της οποίας είναι η Αρμενία.

Σύμφωνα με τον Τούρκο Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων και πρώην Πρωθυπουργό, οι ριζικές και εκ βάθρων μεταβολές που έλαβαν χώρα κατά την μεταψυχροπολεμική περίοδο οδήγησαν αβίαστα στην μετατροπή του Καυκάσου από το στρατηγικό σύνορο μεταξύ του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας σε μία γεωγραφική περιοχή της οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι η εθνοθρησκευτική και πολιτισμική ποικιλομορφία μεταξύ χωρών με αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, με συνέπεια την αποσταθεροποίησή της αμέσως μετά την αποχώρηση του ρωσικού παράγοντος (Αχμέτ Νταβούτογλου, 2010, σ. 203,204). Δοθείσης της παρούσης συγκυρίας, καθίσταται ένα γεωπολιτικό πλαίσιο πολιτικού κενού ισχύος (Αχμέτ Νταβούτογλου, 2010, σ.185) εις το οποίο η Τουρκία, ως άξια κληρονόμος της επτακοσίων ετών οθωμανικής ιστορίας, καλείται μετ’ επιτάξεως να διεξάγει έναν αγώνα εγκόλπωσης της περιοχής του Καυκάσου εις την δική της σφαίρα επιρροής και άσκησης ισχύος, καθώς αποτελεί την στρατηγική «Πύλη» εισόδου στην ασιατική ήπειρο. Τον ισχυρισμό αυτόν έρχεται ευστόχως να αιτιολογήσει διά πιστευτηρίων ο παρατιθέμενος και πλήρως διαφωτιστικός χάρτης της «Monde Diplomatique», ο οποίος και καταδεικνύει με τον πλέον ευδιάκριτο τρόπο τη γεωπολιτική σημασία της περιοχής.

Χάρτης 3. Απεικόνιση των ενεργειακών οδών που διέρχονται από την τουρκική επικράτεια και τις χώρες του Καυκάσου.

(πηγή εικόνας: Ιωάννης Θ. Μάζης, «Γεωπολιτικά ζητήματα στην Ευρυτέρα Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο – Ι», Εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2017, σ.448)

.
.
(πηγή εικόνας: Ιωάννης Θ. Μάζης, «Γεωπολιτικά ζητήματα στην Ευρυτέρα Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο – Ι», Εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2017, σ.448)

Όπως αναφέρει σχετικώς ο Καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής Θεωρίας, Ιωάννης Μάζης: «(...) ο Καύκασος είναι η μοναδική δίοδος της Κεντρικής Ασίας και της Κασπίας προς την Τουρκία και στην συνέχεια προς τη Δύση. Επιδίωξις της Ρωσσίας είναι να κλείσει την δίοδο αυτήν, επεκτείνοντάς την επιρροή της μέχρι τα σύνορα με το Ιράν.» ενώ συνεχίζει λέγοντας ότι «Οι ΗΠΑ, αντίθετα, επιδιώκουν να την διατηρούν ανοικτή περιορίζοντας την επιρροή της Ρωσσίας.» (Ιωάννης Θ. Μάζης, 2017, σ.448). Βάσει, λοιπόν, της ανωτέρας τοποθετήσεως περί του γεωπολιτικού παιγνίου εις τον Καύκασο μεταξύ ρωσικών και αγγλοσαξονικών συμφερόντων, στο σημείο αυτό κρίνεται απαραίτητη η παράθεση της άποψης του Νταβούτογλου για τις τουρκοαζερικές σχέσεις, την επιρροή της σχέσεως αυτής στο τουρκοαρμενικό υποσύστημα και την ανάγκη μίας δεύτερης αναγνώσεως σε υπερσυστημικό επίπεδο.

Ειδικότερα, στο καυκάσιο υποσύστημα του γεωσυμπλόκου της Ευρυτέρας Μέσης Ανατολής, η εξέλιξη του αζερικού παράγοντος σε γεωστρατηγικής σημασίας σύμμαχο της Τουρκίας εις την οριζομένη περιοχή επηρεάζει άμεσα τις τουρκοαρμενικές σχέσεις καθώς, δεδομένης της μακροχρόνιας αρμενοαζερικής συγκρούσεως με αποκορύφωμα αυτής τη διαμάχη του Ναγκόρνο Καραμπάχ, η προσέγγιση μεταξύ των δύο μουσουλμανικών εθνοτήτων πρόκειται να προκαλέσει αντιδραστικώς και αυτομάτως την σύσφιξη των ρωσοαρμενικών σχέσεων σε ρόλο αντισυσπειρώσεως, με αποτέλεσμα την δημιουργία θύλακος ρωσικών συμφερόντων στην περιοχή την οποία, κατά τα άλλα, η Τουρκία ως μέλος των δυτικών συμμαχιών και ως εκπρόσωπος των αγγλοσαξονικών συμφερόντων καλείται να εκμηδενίσει, πραγματικότητα η οποία αβίαστα φέρνει στη μνήμη καθενός εκτυλισσόμενες εις την Χερσόνησο του Αίμου περιστάσεις (Αχμέτ Νταβούτογλου, 2010, σ.207).

Στο σημείο αυτό, θα ήτο μέγα ατόπημα η μη αναφορά, μεταξύ άλλων, και στην από το έτος 1941 χρονολογουμένη 102η Ρωσική Στρατιωτική Βάση η οποία, ούσα πλήρως και καταλλήλως εξοπλισμένη από το ρωσικό κράτος με τη χρήση χερσαίων και εναερίων μέσων, βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα έξω από την αρμενική πρωτεύουσα Ερεβάν και έρχεται πάντοτε να υπενθυμίζει στο εν Αγκύρα πολιτικό και στρατιωτικό επιτελείο την πανταχού παρουσία της Ρωσικής Άρκτου. Αναπόσπαστο, άλλως τε, στοιχείο της ρωσικής δράσεως εντός της αρμενικής επικρατείας είναι η πρόσφατη έκφραση της προθέσεως εκ μέρους της Μόσχας, διά στόματος του Ρώσου πρέσβη στην Αρμενία, Σεργκέϋ Κοπίρκιν, για την ανακαίνιση των υποδομών της βάσεως με σκοπό την εξασφάλιση της αυτάρκειάς της στο προσεχές μέλλον (The Armenian Mirror-Spectator, 2020).

.
.

Τέλος, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Τουρκία επιτελεί οπωσδήποτε έναν εξαιρετικά περίπλοκο ρόλο αναμεταξύ των δύο αντιμαχομένων πόλων ισχύος στην περιοχή του Καυκάσου.

Η υποστήριξη της αμερικανικής/νατοϊκής πολιτικής στην Υπερκαυκασία σημαίνει αυτομάτως την συστράτευση της Αρμενίας παρά το πλευρό της Ρωσίας, γεγονός το οποίο θα οδηγήσει αβίαστα στην επιδείνωση των διακρατικών των σχέσεων. Από την άλλη, η διατήρηση αμιγώς ουδέτερης στάσης απέναντι στο ζήτημα του καυκάσιου υποσυστήματος προαναγγέλλει μία βελτίωση των σχέσεων με τη Ρωσία και, κατ’ εξακολούθησιν, με την «ευεπηρέαστη» από τη Μόσχα αρμενική ηγεσία. Από την άλλη, η στάση αυτή πρόκειται να προκαλέσει την οργή του αμερικανικού επιτελείου εξωτερικής πολιτικής δεδομένης της πραγματικότητας ότι, σε συνδυασμό με το αντίπαλο προς τις ΗΠΑ ιρανικό καθεστώς, η εγκαθίδρυση ενός ρωσικού ετεροκατευθυνόμενου παράγοντα, όπως η Αρμενία, στην περιοχή του Καυκάσου αποτελεί πραγματική διάρρηξη του κατά τον Spykman Αναχωματικού Δακτυλίου εντοπιζομένη στο επίκεντρο του Γεωστρατηγικού Ελλειψοειδούς, απ’ όπου και διαπερνά ο μεγαλύτερος αριθμός ενεργειακών αγωγών.

.
.

Δι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο Νταβούτογλου προτείνει ως ενδιάμεσο λύση την πιστή ακολουθία ενός πολυδιάστατου και περιπλόκου διπλωματικού σχεδίου εναρμονισμένου στις ιδιαίτερες ανάγκες της καυκάσιας γεωπολιτικής πραγματικότητας, δίχως να παραλείπεται η συνεξέταση του γεωγραφικού αυτού υποσυστήματος στο ευρύτερο σύμπλοκο της Μέσης Ανατολής (Αχμέτ Νταβούτογλου, 2010, σ.208,209). Αυτή είναι, συνεπώς, η ακολουθείσα προς το αρμενικό κράτος προτεινομένη νταβουτογλιανή εξωτερική πολιτική, η οποία αποσκοπεί στη διατήρηση της ισορροπίας ισχύος και της ταυτόχρονης εξυπηρετήσεως των ιδικών της συμφερόντων επί τη περιοχή.

Αργά ή γρήγορα, η Τουρκία κλήθηκε να αντιληφθεί ότι η προσωρινή υποχώρηση της ρωσικής ισχύος επί των νεοϊδρυθέντων Δημοκρατιών του Καυκάσου κατά το έτος 1991 δεν ήτο τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από φαινομενική καθώς η Μόσχα εξακολουθούσε να κρατάει τα ηνία της Υπερκαυκασίας ενώ με τη σειρά της η Τουρκία σε κάθε της προσπάθεια να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στα τεκταινόμενα της γεωγραφικής αυτής περιοχής ερχόταν πάντα αντιμέτωπη με τους μακροχρόνιους δεσμούς της με το αγγλοσαξονικό συμφέρον και με το συνεχές δίλημμά της επιλογής μεταξύ αυτού και της Ρωσίας και του εκάστου κόστους (William Hale, 2016, σ.360).

Συμπεράσματα

Εκ των παραπάνω στοιχείων, δύναται κανείς να καταλήξει αβιάστως όσον αφορά το Αρμενικό Ζήτημα στο ότι κατά την περίοδο της Ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ακολουθήθηκε πιστώς μία εντατική, συστηματική και μεθοδική προσπάθεια εξοντώσεως και βιολογικής απαλοιφής του αρμενικού στοιχείου εντός της επικρατείας της, κατ’ εντολήν των ιθυνόντων της οθωμανικής κεντρικής εξουσίας, ήτοι της περιλαλήτου Τριανδρίας των Νεοτούρκων αλλά και προηγουμένως, του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ ΙΙ και του αρμοδίου επιτελείου του. Σχετικά με τις διακρατικές σχέσεις του Συγχρόνου Τουρκικού Κράτους και της Αρμενίας, αποτελεί κοινή αποδοχή ότι η συνέχιση της μη αναγνωρίσεως της Αρμενικής Γενοκτονίας από τις τουρκικές ηγεσίες μέχρι σήμερον αποτελεί το καίριο κώλυμα στην οικοδόμηση μίας επί της ουσίας διακρατικής σχέσεως μεταξύ των, γεγονός το οποίο επηρεάζει άμεσα την χάραξη εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή της Υπερκαυκασίας.

Παράλληλα, η εξέταση των τουρκοαρμενικών σχέσεων απέδειξε επιτυχώς ότι η διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως το 1991 αποτέλεσε για την τουρκική ηγεσία μία πρώτης τάξεως ευκαιρία ανάληψης του κενού ισχύος που προκλήθηκε στην περιοχή του Καυκάσου, δίχως, ωστόσο να αναλογιστεί τις εθνοτικές διαμάχες εις τις οποίες επρόκειτο και η ίδια να εμπλακεί, με σημαντικοτέρα εκείνη μεταξύ της νεοσυστάτου Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν η οποία και έμελλε να καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της ευρυτέρας περιοχής προς την δημιουργία συμμαχιών και αντισυσπειρώσεων σε συστημικό και υπερσυστημικό επίπεδο.

Η εξέταση της μεταψυχροπολεμικής στάσεως των ΗΠΑ απέναντι στη νέα διεθνή πραγματικότητα οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το Ισλάμ «δαιμονοποιήθηκε» μόνο και μόνο λόγω της αδηρίτου ανάγκης εξυπηρετήσεως των «εντολών» του εν πολλοίς μανιχαϊστικού αμερικανικού μιλιταρισμού για την εξασφάλιση της επιβιώσεώς του μέσω ενός «αναγκαίου κακού», την καταπολέμηση του οποίου ανέλαβε η Τουρκία, διαδραματίζοντας τον ρόλο του «μισθοφόρου». Αποτέλεσμα αυτού υπήρξε η συμπλεγματική συμπεριφορά της τουρκικής ιθυνούσης πολιτικής ελίτ εξαιτίας της συνεχούς αντιμετωπίσεως του διλήμματος ακολουθίας ή μη του ισλαμικού λαϊκού αισθήματος, το οποίο είχε τόσο καταπατηθεί επί σειρά ετών από το κεμαλιστικό ιδεώδες, ενώ αντίκτυπο της συμπεριφοράς αυτής παρουσιάζετο εν τινι τρόπω και εις τας τουρκοαρμενικάς σχέσεις.

Εν κατακλείδι, η ενδελεχής και αντιπροσωπευτική μελέτη της νταβουτογλιανής θεάσεως του διεθνούς γίγνεσθαι από την νεοθωμανική, τουρκοϊσλαμικής συνθέσεως «σκοπιά» της οριζομένης περιοχής συνδυαστικώς με την συγκριτική ανάλυση του γεωπολιτικού υποδείγματος του Spykman δίνει την απάντηση στο γιατί οι τουρκοαρμενικές σχέσεις θα είναι πάντοτε δέσμιες των υπερσυστημικών ανταγωνισμών και του διεθνούς παιγνίου ισορροπίας ισχύος.

Βιβλιογραφία/Αρθρογραφία

1.Eugene Rogan, «Η πτώση των Οθωμανών: Ο Μεγάλος Πόλεμος στη Μέση Ανατολή 1914-1920», Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2016.

2.H. F. B. Lynch, “Armenia Travels and Studies, Volume II: The Turkish Provinces”, Longmans, Green and Co., London 1901.

3.Alexander Watson, “Ring of Steel: Germany and Austria-Hungary at War, 1914-1918”, Penguin Books, Great Britain 2015.

4.Erik J. Zürcher, «Σύγχρονη Ιστορία της Τουρκίας», Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004.

5.Ντιλέκ Γκιουβέν, «Εθνικισμός, Κοινωνικές Μεταβολές και Μειονότητες: Τα επεισόδια εναντίον των Μη Μουσουλμάνων της Τουρκίας (6/7 Σεπτεμβρίου 1955)», Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2009.

6. David Shahnazaryan (2014). Nervous Neighbors: Five Years after the Armenia-Turkey Protocols, Turkish Policy Quarterly, εδώ (03/04/2020).

7. William Hale, «Τουρκική Εξωτερική Πολιτική: 1774-2000», Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2016.

8. Γεώργιος Β. Μιχαλακόπουλος, «Η Λειτουργία του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης (ΟΙΔ) στο Διεθνές Σύστημα και η Τουρκία: Γεωγραφική και γεωπολιτική προσέγγιση του ρόλου τους», Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2004.

9. Benjamin H. Friedman, Harvey M. Sapolsky (2006). You Never Know(ism), Commonwealth Institute, εδώ (03/04/2020).

10. Μάρκος Τρούλης, «Αμερικανοτουρκικές Σχέσεις: Θεωρία Συμμαχιών και Γεωπολιτική Συνεκτίμηση», Εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2019.

11. Αχμέτ Νταβούτογλου, «Το Στρατηγικό Βάθος: Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας», Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2010.

12. Ιωάννης Θ. Μάζης, «Γεωπολιτικά Ζητήματα στην Ευρυτέρα Μέση Ανατολή και την Μεσόγειο-Ι», Εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2017.

13. The Armenian Mirror-Spectator (2020). Russia to Revamp 102nd Military Base in Gyumri, The Armenian Mirror-Spectator, εδώ (03/04/2020).

14. Times of Israel (TOI) Staff (2014). IS said to destroy Armenian Genocide memorial, The Times of Israel, εδώ (03/04/2020).

15. Τζορτζ Χόρτον, «Η Μάστιγα της Ασίας: 1922-Η Μικρασιατική Καταστροφή», Εκδόσεις Μίνωας, Αθήνα 2016.

16. Anna Gziryan, Aneta Harutyunyan (2019). Syria’s Assad vows to restore Armenian Church in Deir ez-Zor, ArmenPress, εδώ (03/04/2020).

Δημοφιλή