Είναι φορές που ένα ζήτημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο μεταφέρεται στην Κύπρο με τόση «επιτήδεια ανακρίβεια», που αν δεν είχα προσωπική αντίληψη της πραγματικότητας, εύκολα θα είχα παραπλανηθεί από τις εκ των υστέρων δηλώσεις. Έτσι συνέβηκε και για την κατάργηση του δικαιώματος βέτο (αρνησικυρίας) που διαθέτουν σήμερα τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Το δικαίωμα βέτο των κρατών-μελών απορρέει από την ομοφωνία που προβλέπεται στην λήψη των αποφάσεων στο (Ευρωπαϊκό) Συμβούλιο βάσει των Συνθηκών της ΕΕ. Για να αλλάξει η ομοφωνία, απαιτείται η αναθεώρηση των Συνθηκών, αλλά το Ευρωκοινοβούλιο δεν έχει τέτοια εξουσία, έχει όμως τη δυνατότητα να ενεργοποιεί την πολιτική διεργασία προτείνοντας αλλαγές κι ασκώντας πίεση προς το Συμβούλιο, το οποίο είναι εν τέλει το αρμόδιο όργανο της ΕΕ για αλλαγές στις Συνθήκες μέσω ομόφωνης απόφασης.
Η διεργασία για κατάργηση της ομοφωνίας ξεκίνησε με την Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης πριν δύο χρόνια. Εκείνη η Διάσκεψη κατέληξε σε εισηγήσεις για αναθεώρηση των Συνθηκών, με επίκεντρο την κατάργηση της υφιστάμενης ομοφωνίας και κατ΄επέκταση του δικαιώματος βέτο στη λήψη αποφάσεων. Αυτό το δικαίωμα διατηρεί μια ισορροπία ανάμεσα σε μεγάλα και μικρά κράτη-μέλη, ενώ το πληθυσμιακό μέγεθος κάθε κράτους αντανακλάται ιδιαίτερα στο Ευρωκοινοβούλιο.
Χαρακτηριστικά, οι αλλαγές στις Συνθήκες με επίκεντρο την κατάργηση του βέτο, διαμορφώθηκαν από πέντε εισηγητές-Ευρωβουλευτές (τέσσερις Γερμανούς και ένα Βέλγο) και τέθηκαν στο Ευρωκοινοβούλιο για ψήφιση. Κάθε Ευρωβουλευτής έπρεπε να τοποθετηθεί με την ψήφο του ως προς τις αλλαγές στο κείμενο των Συνθηκών και ως προς την Έκθεση με τις θέσεις του Ευρωκοινοβουλίου. Φυσικά, συμπεριλήφθηκαν και κάποιες αλλαγές, τις οποίες αξιολόγησα θετικά και υπερψήφισα. Ωστόσο, τέτοιες επιμέρους αλλαγές δεν μπορεί να αντισταθμίσουν την κατάργηση του βέτο που ήταν το επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος και το οποίο εφόσον υπερψηφίστηκε, τέθηκε ενώπιον μας στο τελικό κείμενο. Γι’ αυτό, ψήφισα εναντίον της κατάργησης της ομοφωνίας που θα επέφερε την κατάργηση του βέτο και από την στιγμή που υπερψηφίστηκε και συμπεριλήφθηκε στο τελικό κείμενο, αναπόφευκτα ψήφισα εναντίον και στην τελική ψηφοφορία. Πρόκειται για περίπτωση που κάθε ψήφος Ευρωβουλευτή μετρά αφού η πρόταση των «πέντε» υπερψηφίστηκε μεν αλλά με μικρή διαφορά.
Ως Κύπρος είμαστε ενάντια στην κατάργηση του βέτο, γιατί αυτό θα λειτουργήσει εις βάρος των μικρών κρατών-μελών. Βεβαίως, είμαστε υπέρ της αναθεώρησης των Συνθηκών με τρόπο που να προστατεύονται και τα μικρά κράτη-μέλη και με αύξηση των εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η Κύπρος, ένα μικρό κράτος-μέλος υπό παράνομη κατοχή, δεν μπορεί να εκχωρήσει το βέτο χωρίς να εκπληρωθούν πρώτα συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Άλλωστε, αν υπάρχει πολιτική βούληση στην ΕΕ, πολλά μπορεί να υλοποιηθούν (π.χ. Κοινή Άμυνα και Ασφάλεια) με αξιοποίηση των υφιστάμενων Συνθηκών, χωρίς απαραίτητα αλλαγές!
Μπορεί η αλλαγή των Συνθηκών να είναι μια μακρά διαδικασία που θα καταλήξει στο Συμβούλιο, αλλά η απόφαση σήμερα είναι πολιτική και αποκαλυπτική αφού ως Ευρωβουλευτές λογοδοτούμε στους Ευρωπαίους πολίτες, ιδιαίτερα της Κύπρου και όχι στην Επιτροπή ή στα μεγάλα κράτη-μέλη.
Κώστας Μαυρίδης, Ευρωβουλευτής ΔΗΚΟ (S&D), Πρόεδρος Πολιτικής Επιτροπής για την Μεσόγειο