Του Μιχάλη Ρένεση, Οικονομολόγου
Ο Αμερικανός οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί, που προέβλεψε την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, πρόσφατα δήλωσε ότι ο «θάνατος του δολαρίου» ως αποθεματικού νομίσματος θα επέλθει όχι στο μακρινό μέλλον, αλλά κατά την ερχόμενη δεκαετία. Επίσης ανέφερε ότι η γεωπολιτική αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας θα επιταχύνει την αποδολαριοποίηση.
«Σταυρός θανάτου» για το αμερικανικό δολάριο
Τον Σεπτέμβριο 2022 το αμερικανικό δολάριο ανατιμήθηκε σημειώνοντας ιστορικό υψηλό εικοσαετίας. Στη συνέχεια όμως άρχισε η διολίσθησή του, που έφθασε μέχρι το λεγόμενο «σταυρό θανάτου», για πρώτη φορά μετά τον Ιούλιο 2020.
Ο «σταυρός θανάτου» εμφανίζεται όταν ο μέσος μεταβλητός των 50 ημερών είναι κάτω από το μέσο μεταβλητό όρο των 200 ημερών, με βάση το δείκτη δολαρίου (ΔΧΥ). Αυτό συνέβη στις 11 Ιανουαρίου 2023. Ο «σταυρός θανάτου» είναι όρος της τεχνικής ανάλυσης και συνήθως αποτελεί προπομπό της περαιτέρω υποχώρησης του νομίσματος. Ο δείκτης αυτός αφορά στην αντιστοιχία του δολαρίου με το ευρώ και επεκτάθηκε στο bitcoin και τα διεθνή χρηματιστήρια αξιών. Ο «σταυρός θανάτου» δείχνει ότι η μέση τιμή του δολαρίου θα συνεχίσει την πτώση της και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μαζικές πωλήσεις δολαρίων διεθνώς και σε περαιτέρω διολίσθηση.
Ακόμη δεν είναι σίγουρο ότι η τιμή του ευρώ θα συνεχίσει να αυξάνεται απέναντι στην τιμή του δολαρίου. Προς το παρόν η ανατίμηση του ευρώ σε σχέση με το δολάριο οφείλεται σε δύο παράγοντες:
α) στη μείωση των τιμών των ενεργειακών πόρων στην Ευρώπη, σε σχέση με τις προβλεπόμενες, λόγω του θερμού χειμώνα και της μεγάλης πληρότητας των αποθηκών φυσικού αερίου (πάνω από 90%) και
β) στην ελαστικοποίηση των μέτρων κατά του COVID-19 στην Κίνα.
Οι σχετικά χαμηλότερες, από τις προβλεπόμενες, τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη αυξάνουν τις προσδοκίες των επενδυτών, ότι η ενεργειακή κρίση μπορεί να μετριαστεί, ο πληθωρισμός να μειωθεί, ή τουλάχιστον να μην αυξηθεί και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να διακόψει τις διαδοχικές αυξήσεις στα επιτόκια. Σύμφωνα όμως με οικονομικές προβλέψεις, τα φαινόμενα αυτά μάλλον θα έχουν προσωρινή διάρκεια και οι τιμές του φυσικού αερίου θα αυξηθούν από την ερχόμενη άνοιξη, όταν θα αρχίσει το ξαναγέμισμα των αποθηκών για τον επόμενο χειμώνα.
Δεν θα υπάρχουν πλέον, στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι ποσότητες του φυσικού αερίου από τους ρωσικούς αγωγούς σε χαμηλές τιμές. Υπολογίζεται, λοιπόν, ότι η ενεργειακή κρίση θα συνεχιστεί, τουλάχιστον για τα δύο επόμενα χρόνια. Η κρίση αυτή θα έχει ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις στην ηλεκτρική ενέργεια, τις μεταφορές, τις τιμές των ειδών ευρείας κατανάλωσης κ.ά. Οι εξελίξεις στην κινεζική οικονομία, επίσης, δεν είναι ιδιαίτερα σαφείς.
Θεωρείται ότι η έξοδος της από την πολιτική «μηδενικού COVID-19» θα αυξήσει τη ζήτηση ευρωπαϊκών εμπορευμάτων. Οι προσδοκίες, όμως, αυτές μπορεί να μην ευοδωθούν. Στην οικονομία της υπάρχει σχετική στασιμότητα και ο ρυθμός ανάπτυξής της, σε ετήσια βάση, δεν θα είναι πάνω από 4%.
Από την άλλη πλευρά οι ΗΠΑ προχωρούν στην ενίσχυση του νομίσματός τους. Η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (FED) συνεχίζει να αυξάνει τα επιτόκια και η αμερικανική κυβέρνηση προσανατολίζεται στη μεταφορά κεφαλαίων και επιχειρήσεων στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα από τις ευρωπαϊκές χώρες, προσφέροντας φορολογικά και άλλα κίνητρα. Η FED αύξησε την τελευταία φορά το βασικό επιτόκιο κατά 0,25%, φθάνοντας στο 4,5 – 4,75%. Είναι η όγδοη αύξηση από τις αρχές του πολέμου στην Ουκρανία. Το σημερινό επιτόκιο είναι το υψηλότερο από τον Δεκέμβριο 2007. Αν συνεχιστούν οι αυξήσεις, τα επιτόκια μπορεί να ξεπεράσουν το 5%. Οι εξελίξεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα το ευρώ στις 11 Ιανουαρίου να αυξηθεί κατά 0,5% ως προς το δολάριο και η ισοτιμία διαμορφώθηκε: 1 ευρώ=1,0815 δολάρια. Η μείωση της τιμής του δολαρίου επιδρά και στη μείωση των τιμών του πετρελαίου.
Οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες επίσης υποσκάπτουν την παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου. Τα ψηφιακά νομίσματα των κεντρικών τραπεζών, τα κινεζικά συστήματα πληρωμών όπως το Alipay και WeChat Pay ουσιαστικά περιορίζουν το ρόλο του SWIFT.
Τι θα γίνει με τα πετροδολάρια;
Ο υπουργός οικονομικών της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ αλ – Τζαντάαν δήλωσε, ότι η χώρα του είναι διατεθειμένη να εξάγει πετρέλαιο σε οποιοδήποτε νόμισμα. Πρακτικά, μέχρι τώρα, οι συμφωνίες για το πετρέλαιο κλείνονταν σε δολάρια, εξου και η ονομασία πετροδολάρια.
Η κίνηση αυτή μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την πρωτοκαθεδρία του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος. Με τα πετροδολάρια, μετά το 1973, οι χώρες του Περσικού απέκτησαν μεγάλο πλούτο και συγκέντρωσαν τεράστιους οικονομικούς πόρους, που δεν θα μπορούσαν διαφορετικά να επανεπενδυθούν στις μικρές εθνικές οικονομίες τους. Οι ΗΠΑ, με τη σειρά τους, χάρη σ’ αυτό το σχήμα μπόρεσαν να χρηματοδοτήσουν τα χρόνια εμπορικά τους ελλείμματα, αφού τα πετροδολάρια τοποθετούνταν σε αμερικανικά ομόλογα. Ταυτόχρονα το ισχυρό δολάριο σε συνθήκες ελλειμμάτων οδήγησε στη μεταφορά πολλών παραγωγικών μονάδων από τις ΗΠΑ στην Ανατολική Ασία ( πριν απ’ όλα στην Κίνα) και σε μικρότερο βαθμό στη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη.
Οι συναλλαγές σε δολάρια οδήγησαν στη σταθεροποίηση των τιμών του πετρελαίου, των μεταφορών και των ασφαλίστρων για δεκαετίες.
Τα τελευταία χρόνια προέκυψαν νέα προβλήματα σε διάφορες κατευθύνσεις:
α) Η κρίση του 2008 κατέδειξε ότι τα οικονομικά συστήματα των ΗΠΑ και της Ευρώπης δεν ήταν πλέον και τόσο ισχυρά. Η αυξομείωση των επιτοκίων δεν μπόρεσε να επιλύσει τις διάφορες ανισορροπίες, που πριν ρυθμίζονταν από την κρατική παρέμβαση.
β) Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα οι ΗΠΑ διαπίστωσαν ότι «μπορούν» και χωρίς τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής. Η «σχιστολιθική επανάσταση» τις οδήγησε σε αύξηση της εξόρυξης υδρογονανθράκων, όχι μόνο για εσωτερική κατανάλωση, αλλά και για εξαγωγές.
γ) Οι ΗΠΑ μετέτρεψαν το δολάριο από άνετο μέσο συναλλαγών, σε όπλο εναντίον διαφόρων χωρών, με την επιβολή κυρώσεων (Ρωσία, Ιράν…). Οι χώρες που θίγονταν από τις κυρώσεις άρχισαν να αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους πληρωμής, με άλλα νομίσματα.
Το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών πετρελαίου διεθνώς πραγματοποιείται σε δολάρια. Όμως χώρες όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Βενεζουέλα εξάγουν σε άλλες χώρες, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Τουρκία ή σε ευρωπαϊκές χώρες σε γουάν και σε ρούβλια.
Αυτά τα σχήματα παρουσιάζουν αρκετά προβλήματα, αλλά δείχνουν ότι οι διεθνείς συναλλαγές μπορεί να γίνονται και διαφορετικά. Η αγορά του πετρελαίου και άλλων πρώτων υλών, σύμφωνα με Αμερικανούς οικονομολόγους, καθιστούν το δολάριο ασφαλές αποθεματικό νόμισμα και το οικοδόμημα μπορεί να καταρρεύσει, αν αφαιρεθεί αυτό το «τούβλο».
Η συνεργασία μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Κίνας σε εθνικά νομίσματα δεν θα εκτοπίσει άμεσα το δολάριο και το ευρώ από τις διεθνείς συναλλαγές. Η εμπιστοσύνη σε ένα νόμισμα, για να εδραιωθεί, απαιτεί χρόνο. Ενδεχόμενη μείωση της τιμής του δολαρίου δεν συμφέρει τη Σαουδική Αραβία, που μεγάλο μέρος του αποθεματικού της είναι σε αμερικανικό νόμισμα (500 δισ. δολάρια). Σύμφωνα με τα μηνιαία στοιχεία του SWIFT, τον Νοέμβριο 2022 η συμμετοχή του δολαρίου ήταν 41,4% και του ευρώ 36%, ενώ του κινεζικού γουάν ήταν μόλις 2,37%.
Ευρώ ή δολάριο;
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) μπορεί να ξεπεράσει την Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (FED) των ΗΠΑ στην αύξηση των επιτοκίων, σύμφωνα με αναλυτές του Economist Intelligence Unit (EIU). Με βάση τα προγνωστικά για το 2023 η ΕΚΤ μπορεί να αυξήσει τα επιτόκια κατά 150 μονάδες βάσης. Αυτό θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του κόστους δανεισμού, ιδιαίτερα για τις νότιες χώρες της ευρωζώνης (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα).
Στις αρχές του 2023 η FED αύξησε τα επιτόκια κατά 425 μονάδες, ενώ η ΕΚΤ κατά 250 μονάδες βάσης. Σύμφωνα με στοιχεία του EIU, τα επιτόκια θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα στη διάρκεια του χρόνου, ακόμη και αν παρουσιαστεί επιβράδυνση του πληθωρισμού. Ο ευρωπαϊκός πληθωρισμός ξεπέρασε τον αμερικανικό στα μέσα του 2022. Μια επανάληψη στις αυξήσεις των επιτοκίων από τις δύο Κεντρικές Τράπεζες θα οδηγήσει σε φαινόμενα παγκόσμιας ύφεσης.
Τον προηγούμενο χρόνο η πολιτική της FED οδήγησε την ενίσχυση του δολαρίου σε επίπεδα ρεκόρ, φαινόμενο το οποίο άρχισε να μειώνεται σε σχέση με το ευρώ, όταν τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια. Οι αυξήσεις αυτές, εκτός των άλλων, οδήγησαν σε αύξηση του κόστους δανεισμού στην Ευρώπη. Αυξάνονται, έτσι, τα spreads των κρατικών ομολόγων, ενώ πριν η ΕΚΤ, στo πλαίσιo της ποσοτικής χαλάρωσης, αγόραζε μεγάλο τμήμα τους.
Οι ευρωπαϊκές εταιρείες είναι πλέον αντιμέτωπες με τις μεγάλες αυξήσεις στην ενέργεια και καταφεύγουν σε δάνεια για την κάλυψή τους, που χορηγούνται με υψηλότερα επιτόκια. Τα νοικοκυριά, ιδιαίτερα των νότιων ευρωπαϊκών χωρών, που έλαβαν δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, επιβαρύνονται με τις νέες αυξήσεις των επιτοκίων.
Η τιμή του χρυσού και η ύφεση
Με φόντο τα στοιχεία για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ, στις 12 Ιανουαρίου η τιμή του χρυσού στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων της Νέας Υόρκης ξεπέρασε τα 1.900 δολάρια/ουγγιά. Αυτό είχε να συμβεί από τον Μάιο 2022. Ο χρυσός συνήθως αποτελεί ύστατο καταφύγιο σε περιόδους μεγάλης αστάθειας. Η τιμή του χρυσού ανέβηκε λόγω της διαφαινόμενης αδυναμίας του δολαρίου, λίγο πριν ανακοινωθούν τα στοιχεία για τον πληθωρισμό του Δεκεμβρίου στις ΗΠΑ. Οι νέες τάσεις έκαναν πιο ελκυστικό τον χρυσό. Το 2022 οι κεντρικές τράπεζες σε όλον τον κόσμο, προχώρησαν σε αγορές χρυσού που αποτελούν ρεκόρ από το 1967.
Οι αγορές και οι πωλήσεις του πολύτιμου μετάλλου δεν αποτελούν απλές συναλλαγές, αλλά εκτός των άλλων προσδιορίζουν την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας και των γεωπολιτικών ισορροπιών. Τα κράτη συνήθως αγοράζουν χρυσό ενόψει διαφαινόμενης οικονομικής κρίσης, για να μετριάσουν τις αρνητικές επιπτώσεις της. Οι πωλήσεις αντίθετα εμφανίζονται σε περιόδους οικονομικής σταθερότητας. Εν μέσω οικονομικής κρίσης τα κράτη αγοράζουν χρυσό και αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής του, λόγω υπερβάλλουσας ζήτησης. Παράλληλα «ξεφορτώνονται» από τα αποθεματικά τους συνάλλαγμα και ομόλογα που μπορούν να χάσουν την αξία τους σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το 2022 αγόραζαν χρυσό, όχι μόνο οι κεντρικές τράπεζες, αλλά και οι εμπορικές τράπεζες και τα επενδυτικά ταμεία, ακόμη και τα φυσικά πρόσωπα.
Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι ρυθμοί αύξησης της παγκόσμιας οικονομίας το 2023 θα είναι οι χαμηλότεροι των τελευταίων 30 ετών, αν εξαιρεθούν οι επιδόσεις που παρατηρήθηκαν το 2009 και το 2020, δηλαδή την επόμενη χρονιά της χρηματοπιστωτικής κρίσης στις ΗΠΑ και το έτος που ξέσπασε η πανδημία. Η αύξηση του πληθωρισμού, η αύξηση των επιτοκίων, η μείωση των επενδύσεων και οι αναταράξεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες ασκούν αρνητική επίδραση στην οικονομία. Στην έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας με θέμα: «Οι προοπτικές της διεθνούς οικονομίας» υποστηρίζεται, ότι το 2023 θα υπάρξει αύξηση 1,7% και το 2024 2,7%. Η προηγούμενη πρόβλεψη ήταν, ότι το 2023 θα υπήρχε ανάπτυξη 3% .
Στις ανεπτυγμένες και τις αναπτυσσόμενες χώρες οι ρυθμοί ανάπτυξης των επενδύσεων θα είναι οι χαμηλότεροι από τους μέσους όρους των δύο τελευταίων δεκαετιών. Τα διάφορα απανωτά σοκ θα επηρεάσουν ιδιαίτερα τα μικρά κράτη που έχουν ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο, υψηλό χρέος, εξαρτώνται από την εξωτερική χρηματοδότηση και επηρεάζονται από φυσικές καταστροφές.
Στην εισήγηση υποστηρίζεται ότι για τη σταθεροποίηση της οικονομικής ανάπτυξης και την αύξηση των επενδύσεων χρειάζονται άμεσα μέτρα στο επίπεδο της κρατικής πολιτικής, συμπεριλαμβάνοντας την αναδιανομή των πόρων του προϋπολογισμού. Επίσης αναφέρεται στην έκθεση, ότι για πρώτη φορά τα τελευταία 80 χρόνια εμφανίζονται δύο υφέσεις στη διάρκεια μιας δεκαετίας.