Το αποτέλεσμα των εκλογών της 7ης Ιουλίου επιδέχεται πολλών ερμηνειών. Πέρα από τα πραγματολογικά στοιχεία σχετικά με την κατανομή των εδρών, την ποσοστιαία άνοδο ή πτώση των επιμέρους κομμάτων, είναι σημαντικό να επικεντρωθούμε και στο νέο πολιτικό πλαίσιο. Προκύπτουν ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικά με τις δυνατότητες της νέας κυβέρνησης.
Πρώτον, στην επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο το μεγαλύτερο μέρος των κομμάτων τα οποία θα καταλάβουν τα έδρανα έχουν ασκήσει εξουσία. Αυτό σημαίνει ότι γνωρίζουν την έκταση των προβλημάτων, καθώς και τους περιορισμούς οι οποίοι προκύπτουν κατά την εφαρμογή των πολιτικών. Πρόκειται για μία εξέλιξη χωρίς προηγούμενο στα κοινοβουλευτικά χρονικά, η οποία προκαλεί δύο εξελίξεις. Υπό μία έννοια όλοι είναι εκτεθειμένοι στο ερώτημα «τι κάνατε όταν ασκήσατε εξουσία». Υπό μία άλλη έννοια πολλοί από τους βουλευτές της αντιπολίτευσης έχουν κυβερνητική εμπειρία, οπότε έχουν την ικανότητα να ασκήσουν αποτελεσματικότερο κοινοβουλευτικό έλεγχο με εξειδικευμένη κριτική και πρόσβαση σε στοιχεία και τμήματα της δημόσιας διοίκησης.
Δεύτερον, το εκλογικό σώμα έδωσε μία σαφή εντολή σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης. Πρόκειται για απροσδόκητη εξέλιξη εάν αναλογιστούμε τους πολιτικούς συσχετισμούς έως πριν από δύο έτη, αλλά και τον εκλογικό μαρασμό άλλοτε κραταιών (κεντροδεξιών ή σοσιαλδημοκρατικών) κομμάτων στα περισσότερα πολιτικά συστήματα της Ευρώπης. Ωστόσο, στο νέο κοινοβούλιο η ΝΔ θα βρεθεί μόνη απέναντι σε ένα ισχυρό μέτωπο κοινοβουλευτικών ομάδων με αριστερή και σοσιαλδημοκρατική φυσιογνωμία.
Τα άμεσα αντανακλαστικά της κεντροδεξιάς παράταξης στο παρελθόν ήταν είτε μία ολομέτωπη σύγκρουση με τη λογική της θεραπείας-σοκ (1990-1993), είτε μία κατευναστική προσέγγιση (2004-2009), η οποία οδήγησε στην αναβολή εμβληματικών μεταρρυθμίσεων. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι και στις δύο περιπτώσεις η ΝΔ στο τέλος της θητείας της γνώρισε σοβαρές ήττες. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να χαραχθεί μία μέση γραμμή μεταξύ της άγνοιας και της υπερτίμησης του πολιτικού κόστους.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα πρέπει να διαχειριστεί έξυπνα την αντιπολίτευση. Διαθέτει κοινοβουλευτική υπεροχή για να αναλάβει κυβερνητικές πρωτοβουλίες, αλλά θα πρέπει να διατηρεί υψηλή την πολιτική επιρροή και στην κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι η κυβερνητική δράση θα πρέπει να δημιουργεί προϋποθέσεις συνεννόησης (όχι ταύτισης) και ευρύτερης αποδοχής, χωρίς βεβαίως αυτό να οδηγεί στο χαμηλότερο δυνατό παρονομαστή. Μεσοπρόθεσμα οι πολιτικές της νέας κυβέρνησης θα κριθούν από την παραγωγή συγκεκριμένων αποτελεσμάτων. Αν η παράταξη αυτή επιδεικνύει τη μεγαλύτερη εκλογική αντοχή διαχρονικά, αυτό οφείλεται σε σημαντικές θεσμικές επιτυχίες τις οποίες πέτυχε. Το κεφάλαιο αυτό πρέπει να διαφυλαχθεί.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα των κυβερνήσεων στην Ελλάδα είναι ότι αδυνατούν να χαράξουν ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα κυβερνητικής δράσης. Λειτουργούν καλύτερα όταν υφίστανται εξωγενείς στόχοι οι οποίοι καθοδηγούν τη δράση τους (πχ ΟΝΕ, Μνημόνια). Όταν εκπληρωθούν οι στόχοι αυτοί χάνουν την πυξίδα της τακτικής δράσης τους, όπως συνέβη με την κυβέρνηση Σημίτη μετά το 2000, αλλά και την κυβέρνηση Τσίπρα μετά τον Αύγουστο 2018.
Συνοψίζοντας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα πρέπει να έχει μία μεσο-πρόθεσμη τακτική κυβερνητικής δράσης, να δημιουργήσει ισχυρές συμμαχίες υποστήριξης των μεταρρυθμίσεων στην κοινωνία (και να μην αρκεστεί στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία) και να ανταποκριθεί στον έλεγχο της αντιπολίτευσης με τη λογική της διασφάλισης της ευρύτερης αποδοχής της κυβερνητικής δράσης. Στο εκλογικό σώμα δεν βρίσκεις εύκολα πλέον φανατικούς υποστηρικτές των κυβερνήσεων, αλλά οι τελευταίες γρήγορα βρίσκονται αντιμέτωπες με haters. Όπως υποστήριζε ο Machiavelli, δεν είναι απαραίτητο να σε αγαπούν, αλλά δεν πρέπει να σε μισήσουν.