Κατά την διάρκεια της ελληνικής κρίσης ακούμε συχνά τους πολιτικούς είτε να κινδυνολογούν είτε να αποδίδουν στην κινδυνολογία αρνητικό περιεχόμενο. Έτσι λοιπόν, είναι η κινδυνολογία κάτι κακό από μόνη της ως πρακτική ή πρέπει να αξιολογείται βάσει του σκοπού που υπηρετεί και για να το εκτιμήσουμε αυτό είναι ίσως ανάγκη να αξιολογήσουμε την ικανότητα των μαζών να χειριστούν την αλήθεια;
Σε αυτό το σημείο θεωρώ χρήσιμο να ορίσουμε την κινδυνολογία και να την διαχωρίσουμε από άλλες πρακτικές, ώστε να αποφύγουμε τυχόν εννοιολογικές συγχύσεις. Σύμφωνα με τον Καθηγητή John Mearsheimer κινδυνολογία (fearmongering) «λαμβάνει χώρα όταν οι ηγέτες ενός κράτους βλέπουν να αναδύεται μια απειλή, αλλά πιστεύουν ότι δεν μπορούν να κάνουν τον λαό να καταλάβει τον κίνδυνο που βρίσκεται έξω από την πόρτα του δίχως να καταφύγουν σε μια εκστρατεία παραπλάνησης»i Βάσει του παραπάνω ορισμού, ο οποίος κάνει σαφή αναφορά στον σκοπό αυτής της τεχνικής μπορούμε να διαχωρίσουμε την κινδυνολογία από τον κοινωνικό ιμπεριαλισμό και τις αχρείες συγκαλύψεις, μιας και αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων μιας ελίτ. Η έμφαση στον σκοπό, που δίνεται στον παραπάνω ορισμό, συμβαίνει επειδή η παραπλάνηση (γενική κατηγορία που περιλαμβάνει και το ψέμα) γίνεται αντιληπτή υπό ωφελισμιστικό πρίσμα, βάσει του οποίου έχει νόημα να παραπλανήσουμε κάποιον ή κάποιους όταν εξυπηρετούμε έναν χρήσιμο κοινωνικό σκοπό. Αυτή η αντίληψη συναντάται στο έργο του Ιταλού πολιτικού στοχαστή Nicollo Machiavelli : «να υπερασπίζεσαι την πατρίδα, είτε με ατιμία, είτε με δόξα. Όλα τα μέσα είναι καλά αρκεί να υπερασπίζεται»ii και αλλού «Ένας ηγεμόνας λοιπόν που επιθυμεί να διατηρηθεί στην αρχή, πρέπει να μάθει να μην είναι πάντα καλός, αλλά πότε καλός και πότε κακός, ανάλογα με το τι απαιτεί η περίσταση… Κανένας λόγος να νοιάζεται για τα αδικήματα, που αν έλειπαν θα γίνονταν προβληματική η διατήρηση του κράτους του. Γιατί, όταν εξετασθούν καλά όλα, θα ανακαλυφθεί ότι μερικά πράγματα που μοιάζουν με αρετή οδηγούν στην καταστροφή αν τα ακολουθήσεις, ενώ άλλα που είναι φαινομενικά κακά θα σε οδηγήσουν αν τα ακολουθήσεις στην ευημερία και την ασφάλεια»iii Αυτή η αντίληψη έρχεται σε άμεση ρήξη με την ηθική απολυτοκρατία των Καντ και Αυγουστίνου για τους οποίους η παραπλάνηση είναι κάτι το αξιόμεμπτο σε κάθε περίπτωση.
Σε αυτό το σημείο θεωρώ χρήσιμο να παραθέσουμε ένα κλασσικό παράδειγμα κινδυνολογίας. Η συμπεριφορά του Προέδρου των Η.Π.Α. Λύντον Τζόνσον, κατά την διάρκεια ενός επεισοδίου στον κόλπο του Τονκίν το 1964 αποτελεί ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Καθώς, τα πράγματα πήγαιναν άσχημα για την Δύση στο Ν. Βιετνάμ, ο πρόεδρος ήλπιζε να σώσει την κατάσταση κλιμακώνοντας τον πόλεμο ενάντια στο Β. Βιετνάμ. Αφορμή στάθηκε η επίθεση βορειοβιετναμέζων στο αντιτορπιλικό USS Maddox και παρόλο που πολλές πληροφορίες αμφισβητούσαν ακόμη και το ίδιο το γεγονός της επίθεσης ο Πρόεδρος και οι συνεργάτες του τους αδιαφόρησαν για αυτές και μάλιστα ισχυρίσθηκαν ότι η επίθεση ήταν απρόκλητη και ότι το αντιτορπιλικό απλώς περιπολούσε στην περιοχή. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να περάσει ψήφισμα από το Κογκρέσο, που του έδινε εν λευκώ την άδεια, να κηρύξει πόλεμο στο Βόρειο Βιετνάμ.
Παρόλα αυτά, θα μπορούσε να κανείς να ισχυρισθεί ότι αυτή η τεχνική χειραγώγησης βλάπτει τον πυρήνα της δημοκρατίας και ως εκ τούτου οι ηγέτες κακώς γίνεται χρήση της από τους ηγέτες. Κάτι τέτοιο, όμως αν και είναι εν μέρει σωστό δεν είναι απολύτως ορθό.
Η αλήθεια είναι ότι η κινδυνολογία συναντάται περισσότερο σε δημοκρατίες και ιδιαίτερα σε αυτές που έχουν φιλόδοξη εξωτερική πολιτική και αυτό συμβαίνει πολύ απλά εξαιτίας του μεγαλύτερου ρόλου των μαζών στην διαμόρφωση της πολιτικής. Η χρήση της κινδυνολογίας από τις ελίτ μπορεί να εκπορεύεται από την πεποίθηση πως ο λαός είναι ανίκανος να συλλάβει την αλήθεια, μια αντίληψη που συμπυκνώνεται τόσο στα λόγια του Ίρβινγκ Κρίστολ: «Υπάρχουν διαφορετικά είδη αλήθειας για διαφορετικά είδη ανθρώπων. Υπάρχουν αλήθειες κατάλληλες για παιδιά, για φοιτητές, για μορφωμένους ενήλικες, για ενήλικες με πολύ υψηλή μόρφωση και η ιδέα ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα αληθειών κοινό για όλους αποτελεί μια σύγχρονη δημοκρατική πλάνη. Δεν λειτουργεί.»iv όσο και του Κεμάλ Ατατούρκ «για τον λαό, σε πείσμα του λαού». Αυτή αντίληψη σαφώς υποκρύπτει ένα κριτικό πνεύμα έναντι της δημοκρατίας. Από την άλλη, όμως, οι ηγέτες μπορεί να καταφύγουν σε αυτήν γιατί θεωρούν ότι απλά ο λαός δεν θέλει να συνειδητοποιήσει την απειλή λόγω δειλίας ή νωθρότητας. Κάτι τέτοιο βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τις παρατηρήσεις του Machiavelli και του Montesquieu ότι ένα αβασίλευτο πολίτευμα για να επιβιώσει έχει ανάγκη οι πολίτες του να χαρακτηρίζονται από πνεύμα πολιτικής αρετής.
Κλείνοντας, θεωρώ ότι κατάφερα να αναλύσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κινδυνολογία υπό ωφελιμιστικό πρίσμα. Προσωπικά, θεωρώ την τεχνική αυτή χειραγώγησης ως ένα αναγκαίο μέσο για την επιβίωση των κρατών σε ένα άναρχο διεθνές σύστημα, όπου η κατάσταση bellum omnium contra omnes που σκιαγράφησε περιγράφοντας την φυσική κατάσταση του ανθρώπου ο Thomas Hobbes βρίσκει πραγματική εφαρμογή.
i John Mearsheimer, Γιατί οι πολιτικοί λένε ψέματα, εκδ. Πατάκη, σελ. 83, β έκδοση, μτφ. Νίνα Μπούρη, Αθήνα, 2012
ii N. Machianelli, Ο Ηγέτης. Με σχόλια Ναπολέοντος και Βολταίρου, εκδ. Δρόμων, σελ. 15.
iii G.H. Sabine, Ιστορία των Πολιτικών Θεωριών, εκδ. Ατλαντις, σελ. 379, μτφ. Μάνθου Κρίσπη.
iv John Mearsheimer, Γιατί οι πολιτικοί λένε ψέματα, εκδ. Πατάκη, σελ.105 ,β έκδοση, μτφ. Νίνα Μπούρη, Αθήνα, 2012