Από τις 24 Φεβρουαρίου, όταν η Ρωσία εισέβαλλε στην Ουκρανία, κάθε σοβαρή ανάλυση της εξελισσόμενης διεθνούς κρίσης από την ελληνική σκοπιά, με τα συγκεκριμένα δεδομένα της υπαρκτής και άμεσης τουρκικής απειλής, όφειλε να επισημαίνει τρεις βασικές παραμέτρους.
Πρώτον, εάν ο πόλεμος αποδεικνυόταν δύσκολο να κερδηθεί εύκολα και γρήγορα όπως λανθασμένα υπολόγιζε το Κρεμλίνο, η εξέλιξη θα συνεπαγόταν σύγκρουση διαρκείας και μεγάλη φθορά για όλους τους εμπλεκόμενους. Η αυξανόμενη υποστήριξη της Δύσης προς την Ουκρανία σήμαινε ότι το Κίεβο σταδιακά θα αύξαινε αντίστοιχα τις προσδοκίες του ενώ, από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη ενός ισχυρού ρωσικού πυρηνικού οπλοστασίου με στρατηγικά αλλά και τακτικά πυρηνικά όπλα έδινε τη δυνατότητα στον Πούτιν να σχεδιάζει πέραν των σχετικά περιορισμένων δυνατοτήτων των συμβατικών του δυνάμεων.
Δεύτερον, οι κυρώσεις θα έπρεπε να έχουν αποτελέσματα πλήττοντας την Ρωσία, όχι την Ευρώπη. Αλλά η ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας και, σταδιακά, της Δυτικής Ευρώπης από την Ρωσία πάει πολύ πίσω, με τις αρχές της να βρίσκονται μέσα στον Ψυχρό Πόλεμο, τη δεκαετία του 1970, ενώ η έλλειψη προετοιμασίας για μια πιθανή ρήξη – ακόμη και μετά τις κρίσεις στη Γεωργία το 2008 και την Κριμαία το 2014 – σήμαινε ότι η ΕΕ δεν μπορούσε ανώδυνα να ακολουθήσει την ατλαντική υπερδύναμη στο δρόμο των συνολικών κυρώσεων. Και όμως ακολούθησε, αλλά επώδυνα. Ενώ γενικότερα, η επιστημονική βιβλιογραφία για τις κυρώσεις σε αυταρχικά καθεστώτα (όπως η Ρωσία του Πούτιν) δείχνει ότι οι επιπτώσεις συχνά οδηγούν σε (α) εντατικοποίηση της καταπίεσης στο εσωτερικό και (β) περιχαράκωση μιας ομάδας που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο απολαμβάνει ειδική προστασία απέναντι στις επιπτώσεις των κυρώσεων.
“παιδαριώδης η αντίληψη ότι η καταδίκη της ρωσικής εισβολής συνεπάγεται την απόκρουση και των άλλων αναθεωρητικών εγχειρημάτων.”
Τρίτον, η Τουρκία δεν μπορούσε παρά να δει ένα παράθυρο ευκαιρίας στον πόλεμο. Όσο διαρκεί ο πόλεμος, τόσο η Τουρκία θεωρεί ότι είναι αναβαθμισμένη γεωπολιτικά και, κατά συνέπεια, επιχειρεί να αποκομίσει οφέλη. Δυστυχώς, όπως έχω εξηγήσει αναλυτικά σε άρθρα και συνεντεύξεις τους περασμένους μήνες, δυο αφελείς εμμονές δημιούργησαν σύγχυση μετά την 24η Φεβρουαρίου.
Η πρώτη είναι η παιδαριώδης αντίληψη ότι η καταδίκη της ρωσικής εισβολής συνεπάγεται την απόκρουση και των άλλων αναθεωρητικών εγχειρημάτων. Ανάξιο σοβαρού αντιλόγου διότι, πρώτον, προϋποθέτει συναίνεση μεταξύ των κρίσιμων δρώντων ως προς το τι πράγματι συνιστά, κάθε φορά, αναθεωρητισμό και, δεύτερον, στον πλανήτη τα κλισέ περισσεύουν όπως και τα προσχήματα: οι αναθεωρητικοί δρώντες είναι πολλοί, οι διεθνείς αντιδράσεις λίγες και συγκεκριμένες.
“Με τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο να συντηρείται και να εισέρχεται σε ολοένα δυσκολότερες φάσεις όπου καμία από τις δύο πλευρές δεν έχει κίνητρο για άμεση διαπραγμάτευση, η ερντογανική ανάγνωση του τουρκικού συμφέροντος ενδέχεται να οδηγήσει την Άγκυρα σε περαιτέρω όξυνση στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ.”
Η δεύτερη αφελής εμμονή επίσης οδηγεί σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Διότι στην πραγματικότητα, η Τουρκία είναι επικίνδυνη όταν είναι ισχυρή ή/και όταν διαπιστώνει την ύπαρξη ευκαιριών, όχι όταν «στριμώχνεται». Τα φληναφήματα περί «στριμώγματος», «εκνευρισμού» και τα σχετικά έχουν πλημμυρίσει τον δημόσιο λόγο αλλά δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Ο τουρκικός αναθεωρητισμός εξέφρασε καταρχήν τη νέα αυτοπεποίθηση του τουρκικού κατεστημένου στα χρόνια της τουρκικής οικονομικής ανόδου και γεωπολιτικού επαναπροσδιορισμού, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ανεξαρτήτως εσωτερικών εκλογικών και άλλων προσδιορισμών.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι δηλώσεις του Πούτιν με την κήρυξη μερικής επιστράτευσης στην Ρωσική Ομοσπονδία και την υπενθύμιση της ρωσικής πυρηνικής ισχύος, σημαίνουν πως, όπως έγραψα προ ημερών, ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος θα διαρκέσει πολύ. Με τα σημερινά δεδομένα, καμία από τις δυο πλευρές δεν έχει σημαντικά κίνητρα για άμεση προσφυγή στη διαπραγματευτική οδό.
Με τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο να συντηρείται και να εισέρχεται σε ολοένα δυσκολότερες φάσεις όπου καμία από τις δύο πλευρές δεν έχει κίνητρο για άμεση διαπραγμάτευση, η ερντογανική ανάγνωση του τουρκικού συμφέροντος ενδέχεται να οδηγήσει την Άγκυρα σε περαιτέρω όξυνση στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ.
“Όσο δυσκολεύεται ο Πούτιν στην Ουκρανία, τόσο αυξάνει η σημασία του Ερντογάν...Ως συνήθως, η Ρωσία επενδύει στις ρωγμές της ευρωατλαντικής συνεργασίας. Ειδικά όμως στη δύσκολη σημερινή συγκυρία, ένας πόλεμος στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ θα ήταν μέγιστο δώρο του Ερντογάν στον Πούτιν.”
Παρότι ένας πόλεμος φθοράς στην Ουκρανία μπορεί να εξακολουθήσει για μήνες και χρόνια, η ουκρανική αντεπίθεση –με κρίσιμη δυτική υποστήριξη– οδηγεί σταδιακά το Κρεμλίνο σε δύσκολες εναλλακτικές επιλογές:
(α) κλιμάκωση με όλα τα μέσα
(β) διατήρηση ενός μακροχρόνιου πολέμου φθοράς ή
(γ) αναζήτηση διπλωματικής διεξόδου με ατζέντα υποχώρησης.
Η τρίτη επιλογή οδηγεί σε πιθανή κατάρρευση του καθεστώτος του Κρεμλίνου. Ο Πούτιν θα δυσκολευτεί να επιβιώσει πολιτικά εάν χαθεί το Ντομπάς, πόσο μάλλον αν αμφισβητηθεί η παλαιότερη (2014) προσάρτηση της Κριμαίας. Κατά συνέπεια, οι δυο πρώτες επιλογές είναι αυτές που θα παραμείνουν στο τραπέζι.
Για την Άγκυρα οι εξελίξεις οδηγούν σε πειρασμούς. Με δυο λόγια, όσο δυσκολεύεται ο Πούτιν στην Ουκρανία, τόσο αυξάνει η σημασία του Ερντογάν στο πλαίσιο της «ανταγωνιστικής συμπληρωματικότητας» την οποία επισημαίνω συνεχώς επί μια δεκαετία. Ως συνήθως, η Ρωσία επενδύει στις ρωγμές της ευρωατλαντικής συνεργασίας. Ειδικά όμως στη δύσκολη σημερινή συγκυρία, ένας πόλεμος στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ θα ήταν μέγιστο δώρο του Ερντογάν στον Πούτιν.
“Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος ταυτόχρονα δίνει ευκαιρίες αναβάθμισης στην Τουρκία αλλά και μειώνει τις πιθανότητες για άμεση ανάφλεξη στα ελληνο-τουρκικά. Όμως η ανάφλεξη αυτή θα καταστεί πολύ ευκολότερη αν – μέσω αφόρητων τουρκικών προκλήσεων και κάθε είδους προβοκατόρικης ενέργειας – θεωρηθεί ότι η ελληνική πλευρά χτύπησε πρώτη. ...”
Θα πρόκειται, βέβαια, για μια δύσκολη όσο και κρίσιμη απόφαση για την Άγκυρα. Άλλωστε η κοινή λογική λέει ότι ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος ταυτόχρονα δίνει ευκαιρίες αναβάθμισης στην Τουρκία αλλά και μειώνει τις πιθανότητες για άμεση ανάφλεξη στα ελληνο-τουρκικά. Όμως η ανάφλεξη αυτή θα καταστεί πολύ ευκολότερη αν – μέσω αφόρητων τουρκικών προκλήσεων και κάθε είδους προβοκατόρικης ενέργειας – θεωρηθεί ότι η ελληνική πλευρά χτύπησε πρώτη. Με δυο λόγια, σε αυτό το παράθυρο ευκαιρίας η Άγκυρα επιδιώξει οπωσδήποτε να πετύχει τετελεσμένα. Είτε χωρίς σύγκρουση (με ελληνική υποχώρηση) είτε με σύγκρουση την οποία όμως θα προσπαθήσει να φανεί ότι ξεκινά η Ελλάδα.
Δυστυχώς η σχεδόν αποκλειστική επικέντρωση του ΝΑΤΟ στη βορειοανατολική Ευρώπη μετατρέπει σε απλό θόρυβο τα τεκταινόμενα στην Ανατολική Μεσόγειο αντί να αναγνωρίζεται σε αυτά η σημασία ενός προειδοποιητικού συναγερμού.
“Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι υπάρχουν όρια στη στωϊκότητα της Ελλάδας. Τυχόν κατάρρευση της νοτιοανατολικής πτέρυγας της συμμαχίας, πρέπει να επαναλαμβάνει η Αθήνα σε κάθε ευκαιρία, θα οφείλεται στην συστηματική τουρκική στρατηγική...”
Σήμερα καθίσταται επιτακτική ανάγκη η εντατικοποίηση της προσπάθειας για την ευαισθητοποίηση του ΝΑΤΟ στις συνέπειες της επερχόμενης ενδο-συμμαχικής σύγκρουσης στη νοτιοανατολική πτέρυγα εξαιτίας του τουρκικού αναθεωρητισμού.
Όπως έχω επισημάνει κατ’ επανάληψη, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι υπάρχουν όρια στη στωϊκότητα της Ελλάδας. Τυχόν κατάρρευση της νοτιοανατολικής πτέρυγας της συμμαχίας, πρέπει να επαναλαμβάνει η Αθήνα σε κάθε ευκαιρία, θα οφείλεται στην συστηματική τουρκική στρατηγική. Είναι πολύ αργά για «ατυχήματα».