Η κοιλάδα της Σούριζας είναι μία εντυπωσιακή αρχαιολογική περιοχή με αρχαία μεταλλευτικά επιφανειακά και υπόγεια εξορυκτικά έργα και κυρίως με συγκροτήματα εγκαταστάσεων πλυντηρίων υδρομηχανικού εμπλουτισμού μεταλλεύματος, που βρίσκεται μέσα στο πανέμορφο και καταπράσινο πευκόφυτο Εθνικό Δρυμό του Σουνίου μόλις 9 χλμ. από τη πόλη του Σουνίου πολύ εύκολα προσβάσιμη με συμβατικό αυτοκίνητο.
Περιλαμβάνονται δύο σημαντικοί επιμέρους αρχαιολογικοί μεταλλευτικοί χώροι που έχουν ανασκαφεί. Στα υψηλά επίπεδα της κοιλάδας αναπτύσσεται ο χώρος που ονομάζεται “Δρυμός” ή πιο συχνά “ανασκαφή Ε. Κακαβογιάννη” (επισκέψιμος) ενώ προς τα ΝΑ το “Ασκληπιακόν” ή αλλιώς “ανασκαφή Κ. Κονοφάγου”. Βέβαια υπάρχουν και άλλες περιοχές με διάσπαρτα πλυντήρια εμπλουτισμού στο αρχαίο Λαύριο όπως η γειτονική κοιλάδα Μπότσαρη, το Μπερτσέκο, τα Μεγάλα Πεύκα, η Αγριλέζα, το Δημολιάκι, η Συντερίνα κ.α., εντούτοις η κοιλάδα της Σούριζας λόγω της μεγάλης πυκνότητας των αρχαίων εγκαταστάσεων των πλυντηρίων αποτελούσε κατά την αρχαία εποχή και κυρίως κατά τους κλασικούς χρόνους ένα από τα σημαντικότερα βιομηχανικά κέντρα του αρχαίου Λαυρίου (Εικόνα 1).
Οι αρχαίοι μεταλλευτές εξόρυσσαν μέσα από ένα δαιδαλώδες δίκτυο υπόγειων εργασιών το αργυρομολυβδούχο μετάλλευμα, που αποτελούνταν από κερουσίτη (PbCO3) και γαληνίτη (PbS) σε αναλογία 9:1.(Εικόνα 2).
Στη συνέχεια το εξορυγμένο μετάλλευμα περνούσε από το στάδιο της θραύσης και λειοτρίβησης (Εικόνα 3), προκειμένου να φθάσει σε διαστάσεις κόκκων < 1mm, οπότε και γίνονταν σαν σιμιγδάλι. Ο Κ. Κονοφάγος εκτιμά ότι οι αρχαίοι μεταλλευτές στο διάστημα 7ο αι. π.Χ. – 1ος αι. π.Χ. εξόρυξαν 13 εκατ. τόνους αργυρο-μολυβδούχου μεταλλεύματος. Από τη ποσότητα αυτή 1 εκατ. τόνοι μεταλλεύματος ήταν πλούσιο και οδηγείτο κατευθείαν για τήξη στις καμίνους. Το υπόλοιπο μετάλλευμα των 12 εκατ. τόνων λόγω χαμηλής σχετικά περιεκτικότητας σε μεταλλικά στοιχεία, δεν ήταν δυνατόν τεχνικά να κατεργασθεί περαιτέρω σε μεταλλουργικές καμίνους εάν δεν προηγείτο η διαδικασία του εμπλουτισμού προκειμένου να αυξηθεί η περιεκτικότητά του σε Pb και Ag.
Στην εικόνα 4, διακρίνουμε τα βασικά δομικά στοιχεία της μεθόδου του υδρομηχανικού εμπλουτισμού, που εφάρμοσαν με μεγάλη επιτυχία οι αρχαίοι μεταλλευτές. Βασικό δομικό στοιχείο για τη διαδικασία αυτή ήταν το επίπεδο πλυντήριο εμπλουτισμού ορθογώνιου σχήματος που απεικονίζεται με το σύμβολο (Π) στις εικόνες. Κοντά στο πλυντήριο εμπλουτισμού υπήρε μία κυκλική στέρνα-δεξαμενή (Σ) ομβρίων (Εικόνες 4 και 5), που ήταν στεγασμένη με ένα ελαφρύ ξύλινο στέγαστρο για την μείωση της εξάτμισης. Το νερό της στέρνας (Σ) τροφοδοτούσε την δεξαμενή (Δ) του πλυντηρίου εμπλουτισμού (Εικ.6). Σε μικρή απόσταση από τις στέρνες (Σ) υπήρχαν μικρότερες στέρνες τα “πρόστερνα” (Πσ), ώστε να κατακάθονται τα γεώδη προτού το βρόχινο νερό φθάσει με υπερχείλιση στη στέρνα (Σ).
Η τεχνική της διαχείρισης του νερού ήταν πολύ καλά μελετημένη. Για το λόγο αυτό οι εγκαταστάσεις των πλυντηρίων εμπλουτισμού αναπτύσσονταν στις βάσεις των κοιλάδων ώστε να αξιοποιείται το βρόχινο νερό της απορροής των πλαγιών. Δεδομένης μάλιστα της έλλειψης νερού στην περιοχή, κύριο μέλημα των αρχαίων μεταλλευτών ήταν να μην χάνεται νερό που ήταν απαραίτητο, για τη διαδικασία του εμπλουτισμού στα πλυντήρια. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι εσωτερικές επιφάνειες των δεξαμενών-στερνών (Σ) ομβρίων (Εικόνα 5) ήταν επενδεδυμένες με δύο στρώματα υδραυλικού κονιάματος (Κν).
Πως όμως λειτουργούσαν τα πλυντήρια υδρομηχανικού εμπλουτισμού;
Στην εικόνα 6 παρατηρούμε ένα καλοδιατηρημένο επίπεδο πλυντήριο υδρομηχανικού εμπλουτισμού των μεταλλευμάτων στην κοιλάδα της Σούριζας που αποτελεί καλό παράδειγμα προκειμένου να μελετήσουμε και κατανοήσουμε τον τρόπο λειτουργίας των πλυντηρίων. Επίσης στην εικόνα 7 παρατίθεται αναπαράσταση της λειτουργίας των πλυντηρίων εμπλουτισμού από τον καθηγητή Κ. Κονοφάγο. Τo πλυντήρια εμπλουτισμού οι αρχαίοι μεταλλευτές τα ονόμαζαν “Κεγχρεών” ή “Καθαριστήριον”. Κοντά σε αυτά βρίσκονταν και τα τριβεία θραύσης και λειοτρίβησης. Τα συγκροτήματα αυτά (θραύσης- λειοτρίβησης και πλυντηρίων εμπλουτισμού) στο σύνολό τους τα ονόμαζαν “Εργαστήρια”.
Στις εικόνες 6 και 7, με το σύμβολο (Δ) βλέπουμε τη θέση της δεξαμενής νερού του πλυντηρίου και τμήματα του θωράκιου, δηλαδή του τοιχώματος της δεξαμενής (Δ) προς το εσωτερικό της εγκατάστασης, που φέρει κωνικά ακροφύσια (οπές εκροής) υδροδυναμικού χαρακτήρα για την εκροή του νερού με μεγάλη ορμή . Το σύμβολο (Ε) μας δείχνει το επίπεδο εμπλουτισμού. Το λειοτριβημένο μετάλλευμα το έριχναν σιγά-σιγά σε ξύλινα ρείθρα (Sluices) με κοιλότητες (όπως η πινακωτή), που τα τοποθετούσαν με κλίση ώστε το ένα τους άκρο να βρίσκεται κάτω από τα ακροφύσια της δεξαμενής (Δ), και το άλλο επί του επιπέδου (Ε), όπως δείχνει η εικόνα 8. Με τη βοήθεια της ροής του νερού τα αργυρομολυβδούχα ορυκτά παγιδεύονταν στις πρώτες κοιλότητες των ρείθρων λόγω μεγαλύτερου ειδικού βάρους. Αντίθετα, τα φτωχά μεταλλεύματα και τα στείρα υλικά όπως ο χαλαζίας, ο ασβεστίτης κ.α. που είναι ελαφρύτερα, παρασύρονταν από το νερό. Με τον τρόπο αυτό οι αρχαίοι μεταλλευτές πετύχαιναν τον διαχωρισμό του χρήσιμου Pb-Ag μεταλλεύματος από τα φτωχά ή στείρα σε μεταλλικά στοιχεία υλικά.
Το χρήσιμο προϊόν της διαδικασίας του εμπλουτισμού αποτελούσε το εμπλούτισμα-συμπύκνωμα (“concentrate”) και περιείχε αργυρομολυβδούχο μετάλλευμα υψηλής περιεκτικότητας σε Pb-Ag το οποίο και αποτίθετο στο επίπεδο εμπλουτισμού (Ε). Οι αρχαίοι μεταλλευτές το ονόμαζαν “Κέγχρος” επειδή έμοιαζε με το κεχρί, κι αυτό διότι περιείχε κυρίως κερουσίτη που το χρώμα του ήταν κιτρινωπό.
Τα φτωχά και στείρα υλικά παρασύρονταν με το νερό, το οποίο μετά το επίπεδο εμπλουτισμού (Ε) κυκλοφορούσε κατά την αντίθετη φορά των δεικτών του ρολογιού, όπως τα μπλε τόξα της εικόνας 6, στα κανάλια (Κ) και στις λεκάνες καθίζησης (Λκ) όπου καθίζαναν τα στείρα υλικά σαν ίζημα. Ωστόσο αυτά το απορρίμματα που δεν ήταν εκμεταλλεύσιμα από τους αρχαίους μεταλλευτές, λόγω χαμηλής περιεκτικότητας σε μεταλλικά στοιχεία, απετέλεσαν αντικείμενο επιτυχούς αξιοποίησης από τους νεότερους μεταλλευτές του 19ου αι. και 20ου αι.., οι οποίοι μάλιστα ονόμαζαν το κλάσμα αυτό ως «πλυνίτες».
Μπορούμε να παρομοιάσουμε την κοιλάδα της Σούριζας ή και άλλες παρόμοιες περιοχές του αρχαίου Λαυρίου με τις Βιομηχανικές Περιοχές της σύγχρονης εποχής;
Στη σύγχρονη εποχή μία Βιομηχανική Περιοχή είναι ένας θεσμοθετημένος από τη νομοθεσία χώρος που οριοθετείται, πολεοδομείται και οργανώνεται ως χώρος βιομηχανικής δραστηριότητας διαφόρων μονάδων στις οποίες για να λειτουργήσουν παρέχεται μία σειρά υποδομών όπως οδικά δίκτυα, δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης ομβρίων, ηλεκτροφωτισμός , τηλεφωνία κλπ.
Στην κοιλάδα της Σούριζας υπήρχαν πολλές μονάδες εργαστηρίων (εγκαταστάσεις θραύσης - λειοτρίβησης και πλυντήρια εμπλουτισμού) που ανήκαν σε διαφόρους ιδιοκτήτες καθώς και μεταλλεία που ήταν μισθωμένα από το κράτος σε παραχωρησιούχους. Τα εργαστήρια αυτά λειτουργούσαν στον ίδιο χώρο και ανταποκρίνονταν στον ίδιο λειτουργικό σκοπό, χρησιμοποιώντας βασικές υποδομές αλλά και χωροταξικούς κανόνες. Η υπόθεση αυτή επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη κοινού δικτύου υδραυλικών έργων -καναλιών, που τροφοδοτούσαν με νερό τις στέρνες των διαφόρων εργαστηρίων. Εξάλλου, η λειτουργία μεγάλου αριθμού εργαστηρίων εντός της κοιλάδας και η απασχόληση εκατοντάδων εργαζομένων όπως εξειδικευμένοι τεχνίτες, εργάτες πλυντηρίων, μεταλλωρύχοι υπογείτες, εργάτες –δούλοι, μεταφορείς κ.α. σε ένα σχετικά περιορισμένο χώρο όπως ήταν η κοιλάδα, απαιτούσε συντονισμένη οργάνωση συμβίωσης σε οικισμούς αλλά και αυστηρούς κανόνες λειτουργίας των εγκαταστάσεων (Εικόνα 9).
Συνεπώς, θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την λειτουργία και οργάνωση της κοιλάδας των εργαστηρίων σαν μια βιομηχανική περιοχή των αρχαίων χρόνων. Υπενθυμίζεται ότι και άλλες περιοχές του Λαυρίου, όπως η περιοχή του Θορικού, απετέλεσαν ζώνες βιομηχανικής και ειδικότερα μεταλλευτικής-μεταλλουργικής ανάπτυξης (βλ. https://www.huffingtonpost.gr/entry/thorikos-e-prote-viomechanike-pole-tes-eeropes_gr_5ab27141e4b004fe2469981a
Συμπερασματικά, η κοιλάδα της Σούριζας, ανασκάφηκε, αποκρυπτογραφήθηκε και συντηρήθηκε από τις επιτυχημένες προσπάθειες των αρχαιολογικών αποστολών με τη συνεργασία επιστημόνων διαφόρων ειδικοτήτων. Οι αρχαίοι μεταλλευτές χρησιμοποιώντας τις μακρόχρονες εμπειρίες και την αποκτηθείσα τεχνογνωσία από την Ελλάδα και άλλες χώρες, διαμόρφωσαν και οργάνωσαν ένα αξιοθαύμαστο σύστημα εγκαταστάσεων εμπλουτισμού των μεταλλευμάτων που κάθε Έλληνας αλλά και ξένος επισκέπτης πρέπει να επιδιώξει να γνωρίσει επισκεπτόμενος τον εντυπωσιακό αρχαιολογικό χώρο της κοιλάδας της Σούριζας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Κονοφάγος, Κ.Η.,1980: Το Αρχαίο Λαύριο και η Ελληνική Τεχνική Παραγωγής του Αργύρου. Εκδοτική Ελλάδος Α.Ε., Αθήνα, 458 σελ.
Μαρίνος, Γ.Π. & Petrascheck, W.E.,1956: Λαύριο. Γεωλογικαί και Γεωφυσικαί Μελέται, Τόμος IV, Νο. 1. Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους, Αθήνα, 247 σελ.
Papadimitriou, G., and Kordatos, J., 1995: The brown waterproofing plaster of the ancient cisterns in Laurion and its weathering and degradation. Asmosia III Athens: Transactions of the 3rd International Symposium of the Association for the Study of Marble and Other Stones used in Antiquity. Edited by Yannis Maniatis, Norman Herz and Yannis Basiakos. 270-284p.
Papadimitriou, G.,2017: Ore washeries and water cisterns in the mines of Laurion-Attica. In: Wellbrock, K. (ed.): Schriften der Deutschen Wasserhistorischen Gesell-schaft, Band 27-2, Siegburg, 2017, 395-416.
Τζεφέρης Π.. 2016 : Τα «πλυντήρια» του αρχαίου Λαυρίου. https://www.huffingtonpost.gr/petros-tzeferis/-_7603_b_12243972.html
Τσάιμου, Κ.Γ.,2007: Ορολογία τη αρχαίας μεταλλείας. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π.