Η πρώτη μάχη που δόθηκε στην Ευρώπη ενάντια στον κορονοϊό έλαβε χώρα στα νοσοκομεία από τους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας που με κάθε μέσο προσπάθησαν να περιθάλψουν τους εκατοντάδες ασθενείς και να κρατήσουν στη ζωή όσους χάθηκαν. Το δεύτερο στάδιο της μάχης, που διανύουμε τώρα, μετατοπίζεται στους δρόμους. Εκεί όπου οι πολίτες του κόσμου καθημερινά κυκλοφορούν, εργάζονται, διασκεδάζουν, συμμετέχοντας στην προσπάθεια για την καταπολέμηση του Covid-19.
Την τελευταία εβδομάδα, δεν είναι λίγες οι ευρωπαϊκές χώρες που είδαν και πάλι αριθμούς κρουσμάτων που θεωρούνται ρεκόρ. Από την άνοιξη, κράτη όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία ήταν προετοιμασμένες. Χώρες όμως όπως η Ελλάδα και η Κροατία, που σε μεγάλο βαθμό γλίτωσαν από το πρώτο κύμα, τον Αύγουστο είδαν τα κρούσματα να αυξάνονται σημαντικά, καθώς οι τουρίστες, εκμεταλλευόμενοι το άνοιγμα των συνόρων, τις επισκέφτηκαν για τις καλοκαιρινές τους διακοπές.
Με τις Αρχές να δηλώνουν αποφασισμένες για την αποφυγή ενός δεύτερου μαζικού lockdown, υιοθετήθηκαν έκτακτοι κανονισμοί για να σταματήσει η εξάπλωση του ιού. Τα νυχτερινά κέντρα έκλεισαν στην Ιταλία και την Ελλάδα, απαγορεύσεις της κυκλοφορίας εισήχθησαν και οι μάσκες προστασίας έγιναν υποχρεωτικές σε έναν ολοένα και αυξανόμενο αριθμό δημόσιων χώρων στις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Ο αγώνας ενάντια στον Covid-19 τις τελευταίες δύο εβδομάδες στην Ευρώπη έχει γίνει ζήτημα νόμου και τάξης.
Μέχρι πρόσφατα, πολλοί από τους κανονισμούς εφαρμόζονταν σε πολύ τοπικό επίπεδο, δηλαδή σε επιχειρήσεις που είχαν επιβληθεί από τους ιδιοκτήτες, στις δημόσιες συγκοινωνίες και σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις. Σε ολόκληρη την Ευρώπη υπήρχαν αναφορές για δυσκολίες στην επιβολή των κανόνων για τις μάσκες, από επιβάτες που αρνήθηκαν να τις φορέσουν.
Τα επεισόδια που καταγράφηκαν με αφορμή αυτό δεν είναι λίγα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της δολοφονίας ενός οδηγού λεωφορείου στη Μασσαλία, ο οποίος έπεσε θύμα επίθεσης από επιβάτες επειδή τους ζήτησε να φορέσουν μάσκες. Τώρα που η επέκταση των κανονισμών είναι πια γεγονός και με τους συχνούς ελέγχους που πραγματοποιούνται από την αστυνομία, υπάρχει γενικά μια αίσθηση ανακούφισης από εκείνους που ζητούσαν στην αρχή τα αυτονόητα. «Ήμασταν στην πρώτη γραμμή», λέει ο Ντάμιεν Κοζπάνζα, οδηγός λεωφορείου επίσης στη Μασσαλία, όπου η χρήση της μάσκας είναι υποχρεωτική.
«Δυστυχώς οι άνθρωποι πρέπει να φοβούνται. Πρέπει να τους επιβληθεί πρόστιμο για να καταλάβουν ότι κάτι είναι υποχρεωτικό, ειδικά σε μια πόλη όπως η δικιά μας. Οι άνθρωποι δεν θα υπακούσουν έναν απλό οδηγό, αλλά θα ακούσουν την αστυνομία», συμπληρώνει.
Εάν το βάρος μετατοπιστεί από τους οδηγούς και τους καταστηματάρχες στην αστυνομία, τίθεται ωστόσο ένα ζήτημα για το μέλλον, δεδομένου ότι οι κανονισμοί γίνονται όλο και πιο αυστηροί και τα περιστατικά όλο και αυξάνονται.
Η σύγχυση που αφορά τους νέους κανόνες είναι μέρος του προβλήματος. Για παράδειγμα, στην έβδομη συνοικία της Μασσαλίας, οι μάσκες είναι υποχρεωτικές από τις 10 Αυγούστου.
Στην παραλία της, οι αστυνομικοί πραγματοποιούν ελέγχους συστηματικά, αλλά αμέσως σε έναν δρόμο κάτω από αυτήν, κοντά στην πολυσύχναστη πλαγιά, Les Catalans, λίγοι φορούν προστατευτικές μάσκες. Οι αξιωματικοί εξηγούν πως παρόλο που η υποχρέωση ο κόσμος να χρησιμοποιεί μάσκες ισχύει και για την εν λόγω περιοχή, αυτή θα ήταν πολύ δύσκολο να επιβληθεί, εξαιτίας του τεράστιου αριθμού των ανθρώπων που κάνουν μπάνιο εκεί.
Σε γενικές γραμμές πρέπει να ειπωθούν τα εξής. Κατά την διάρκεια του πρώτου κύματος της επιδημίας στην Ευρώπη, με τα σαφή μηνύματα από τις Αρχές και τα συστήματα υγείας στα πρόθυρα της κατάρρευσης, τα μέτρα που ελήφθησαν για να σταματήσει η εξάπλωση ήταν μια πρώτη μικρή γεύση.
Τώρα, με τα συστήματα υγείας να απειλούνται λιγότερο και τα ποσοστά θανάτου να μειώνονται, το ζήτημα του πόσο μακριά μπορεί να πάνε οι ρυθμίσεις που αφορούν την καθημερινή ζωή, γίνεται θέμα διαχείρισης του κινδύνου. Και για τις ίδιες τις Αρχές που θα μπορούσαν να βρεθούν στο στόχαστρο με εκατοντάδες πολίτες παγκοσμίως να δηλώνουν απρόθυμοι να συμμορφωθούν.
Είναι ακόμα νωρίς για να διαπιστώσουμε αν οι νέοι κανόνες θα έχουν αποτέλεσμα και θα ανατρέψουν τα νούμερα του κορονοϊού που συνεχώς επιδεινώνονται. Μέχρι όμως να το μάθουμε, ο καθένας από εμάς, αλλά και οι Αρχές στην κάθε κοινωνία θα πρέπει να συνεχίσουν να αναζητούν τις σωστές ισορροπίες μεταξύ της προστασίας της δημόσιας υγείας και της παραβίασης των ελευθεριών των ανθρώπων.