Το λεγόμενο Μακεδονικό Ζήτημα, που αναβίωσε αίφνης και θυελλωδώς μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, της πρώην Γιουγκοσλαβίας και του λεγόμενου ανατολικού μπλοκ, απετέλεσε την αφετηρία, θα λέγαμε την θρυαλλίδα μιας παγκόσμιας, πρωτοφανούς κινητοποίησης των απανταχού Ελλήνων με σύνθημα το αυτονόητο «η Μακεδονία είναι ελληνική».
Ήταν μια πραγματικά μοναδική και ίσως ανεπανάληπτη στιγμή στην νεότερη ελληνική ιστορία, κατά την οποία εκδηλώθηκε ο ελληνισμός με απαράμιλλη ενότητα και αξεπέραστη δυναμική, αγωνιστική διεκδίκηση σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου. Η αγωνιστική ενεργοποίηση του ελληνισμού και η αντοχή στον χρόνο και τις πολλές και ισχυρές πιέσεις έφεραν σήμερα ένα θετικό, όπως όλα δείχνουν, αποτέλεσμα, αφού η ηγεσία των Σκοπίων διεμήνυσε προς την ελληνική πλευρά πως είναι πρόθυμη να συζητήσει το ενδεχόμενο αναζήτησης από κοινού μιας σύνθετης ονομασίας.
Προσδοκούμε σε μια θετική ανταπόκριση της Αθήνας, που πρέπει να προσέλθει στις συνομιλίες έχοντας κατά νου μια σύνθετη ονομασία σε μια λέξη. Διαφορετικά, το «Νέα» ή το «Βόρεια» στην πραγματική κρίση των διεθνών σχέσεων θα απαλειφθούν και θα παραμείνει το Μακεδονία.
Επομένως, ευκαιρίας δοθείσης, μια έξυπνη εξωτερική πολιτική αξιοποιεί το μομέντουμ, που δημιουργείται με τα Σκόπια και προχωρεί σε διαπραγμάτευση για επίτευξη συμφωνίας. Αυτό θα αποτελέσει την αφετηρία μιας ειρηνικής και δυναμικής κοινωνικοοικονομικής «εισβολής» των Αθηνών στα Σκόπια, όπου και θα επιχειρηθεί ο κοινωνικός εξελληνισμός του χώρου των Σκοπίων. Το επίτευγμα ελέγχου του χώρου θα αποτελούσε και μια πραγματική νίκη για την Ελλάδα. Τούτο γιατί ο αληθινός και ρεαλιστικός στόχος κάθε εξωτερικής πολιτικής συνίσταται στην μεγιστοποίηση της επιρροής της χώρας, του κάθε κράτους στην σχέση του με άλλες χώρες.
Υπογραμμίζεται πως πέραν του ονόματος και της ονοματολογίας, οφείλει να προσεχθεί ιδιαιτέρως η εμφιλοχωρούσα ικανότητα της κρατικής δομής των Σκοπίων για παραγωγή και αναπαραγωγή του όρου μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα της ιδεολογίας του αλυτρωτισμού, που υφίσταται στους διάφορους μηχανισμούς κοινωνικοποίησης των Σκοπίων. Τούτο γιατί η απάλειψη του όρου «Μακεδονία» ως ταμπέλας στον ΟΗΕ και στα διεθνή φόρα, δεν θα επαρκούσε απλά από μόνη της, εάν δεν συμπεριλάμβανε το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας σε όλες του τις βαθμίδες και τους μηχανισμούς κοινωνικοποίησης εν γένει.
Κατόπιν τούτου, διαπιστώνει κανείς πως το ελληνικό κράτος κατάφερε ίσως για πρώτη φορά στην νεότερη ιστορία του να δώσει με επιτυχία μάχη με θετική έκβαση για μια μεγάλη υπόθεση εθνικών διαστάσεων, πράγμα που σημαίνει πως εφόσον υπάρχει σχέδιο, επιμονή και υπομονή, μεθόδευση στρατηγικής και κυρίως αντοχή στον χρόνο, που να υπερβαίνει τις κυβερνήσεις και τις όποιες διαδοχικές αλλαγές πολιτικών, η στρατηγική σε βασικά θέματα εθνικής σπουδαιότητος παραμένει σταθερή και αναλλοίωτη.
Το μάθημα των Σκοπίων πρέπει να αξιοποιηθεί και στο Κυπριακό Πρόβλημα, όπου επιτέλους πρέπει να συμφωνηθεί ένα κοινό πλαίσιο εθνικής στρατηγικής για το τι επιδιώκουμε εμείς ως Αθήνα σε σχέση με την πορεία της Κύπρου και την επίλυση του Κυπριακού, διότι μπορεί η Κύπρος να είναι ανεξάρτητο κράτος, που είναι τέτοιο, πλην όμως η στήριξη των Αθηνών στην υπόθεση της αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας δεν είναι μόνο θεμιτή και αναγκαία, είναι και από κάθε πλευρά, από την σκοπιά του πολιτισμού και της πολιτικής, ακόμα και του συνταγματικού και διεθνούς δικαίου, μια υποχρέωση του ελληνικού κράτους, που συνιστά conditio sine qua non εθνικής επιβίωσης.