Στα τέλη Μαρτίου, η Λόρα Γκρος, 72 ετών, ανάρρωνε από χειρουργική επέμβαση στη χοληδόχο κύστη στο Νιου Τζέρσεϋ, στο σπίτι της όταν άρχισε να αρρωσταίνει ξανά.
Ο λαιμός, το κεφάλι και τα μάτια της πονούσαν, οι μύες και οι αρθρώσεις της επίσης και ένιωσε σαν βρίσκεται σε σύγχυση. Η διάγνωσή της ήταν COVID-19. Τέσσερις μήνες αργότερα, αυτά τα συμπτώματα παραμένουν.
Η Γκρος βλέπει έναν γιατρό πρωτοβάθμιας περίθαλψης και ειδικούς, συμπεριλαμβανομένων καρδιολόγου, πνευμονολόγου, ενδοκρινολόγου, νευρολόγου και γαστρεντερολόγου.
«Εχω πονοκέφαλο από τον Απρίλιο. Ποτέ δεν σταμάτησα να κρυώνω», είπε.
Μελέτες ασθενών με COVID-19 αποκαλύπτουν νέες επιπλοκές που σχετίζονται με την ασθένεια.
Με ολοένα και περισσότερα στοιχεία ότι μερικοί επιζώντες του κορονοϊού θα αντιμετωπίζουν για μήνες, ή πιθανώς και για χρόνια, εξουθενωτικές επιπλοκές, οι ειδικοί της υγειονομικής περίθαλψης αρχίζουν να μελετούν πιθανές τις μακροπρόθεσμες δαπάνες.
Ο Μπρους Λι από το του Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου City της Νέας Υόρκης (CUNY) υπολόγισε ότι εάν το 20% του πληθυσμού των ΗΠΑ προσβληθεί από τον ιό, το κόστος ενός έτους μετά τη νοσηλεία θα ήταν τουλάχιστον 50 δισεκατομμύρια δολάρια, δίχως να υπολογίζεται η μακροπρόθεσμα φροντίδα για παρατεταμένα προβλήματα υγείας.
Χωρίς εμβόλιο, εάν το 80% του πληθυσμού μολυνθεί, αυτό το κόστος θα διογκωθεί σε 204 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ορισμένες χώρες που πλήττονται σκληρά από τον νέο κορονοϊό - συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, της Βρετανίας και της Ιταλίας - εξετάζουν εάν αυτά τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα μπορούν να θεωρηθούν «σύνδρομο μετά-COVID», σύμφωνα με συνεντεύξεις του Reuters με περίπου δώδεκα γιατρούς και οικονομολόγους υγείας.
Ορισμένα νοσοκομεία των ΗΠΑ και της Ιταλίας έχουν δημιουργήσει κέντρα αφιερωμένα στη φροντίδα αυτών των ασθενών και καθορίζουν πρόσθετα μέτρα.
Το Υπουργείο Υγείας της Βρετανίας και τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ μελετούν ήδη τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του κορονοϊού σε εθνικό επίπεδο. Μια διεθνής ομάδα γιατρών θα προτείνει πρότυπα για τη μέση και μακροχρόνια περίθαλψη των ασθενών που έχουν αναρρώσει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) τον Αύγουστο.
Χρόνια πριν το κόστος είναι γνωστό
Περισσότεροι από 17 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν μολυνθεί από τον νέο κορονοϊό παγκοσμίως - περίπου το ένα τέταρτο αυτών στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι ειδικοί της υγειονομικής περίθαλψης λένε ότι θα χρειαστούν χρόνια προτού το κόστος για όσους έχουν αναρρώσει μπορεί να υπολογιστεί πλήρως, όπως είχε γίνει με την αργή αναγνώριση του HIV ή τις επιπτώσεις στην υγεία των πρώτων που ανταποκρίθηκαν στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου στη Νέα Υόρκη.
Τα δυσθεώρητα κόστη προέρχονται από τις βλάβες που προκαλεί ο COVID-19 σε πολλά όργανα, συμπεριλαμβανομένης της καρδιακής, των πνευμόνων και των νεφρών, που πιθανότατα θα απαιτήσουν δαπανηρή φροντίδα, όπως τακτικές ακτινογραφίες και υπερήχους, καθώς και νευρολογικές διαταραχές που δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητές.
Μια μελέτη από την JAMA Cardiology διαπίστωσε ότι σε μια ομάδα ασθενών με COVID-19 στη Γερμανία, ηλικίας 45 έως 53 ετών, περισσότερο από το 75% υπέφερε από καρδιακή φλεγμονή, αυξάνοντας την πιθανότητα μελλοντικής καρδιακής ανεπάρκειας.
Σύμφωνα με μια άλλη μελέτη της Kidney International, πάνω από το ένα τρίτο των ασθενών με COVID-19 στη Νέα Υόρκη εμφάνισαν οξεία νεφρική βλάβη και σχεδόν το 15% χρειάστηκε αιμοκάθαρση.
Ο Δρ Μάρκο Ρίτσι στο Μπέργκαμο της Ιταλίας - πρώιμο επίκεντρο της πανδημίας - δήλωσε ότι το Νοσοκομείο Giovanni XXIII έχει δεχθεί περίπου 600 ασθενείς με COVID-19 για περαιτέρω παρακολούθηση μετά την ανάρρωση. Περίπου 30% έχουν πνευμονικά προβλήματα, 10% έχουν νευρολογικά προβλήματα, 10% έχουν καρδιακά προβλήματα και περίπου 9% έχουν παρατεταμένα προβλήματα κινητικών δεξιοτήτων.
«Σε παγκόσμιο επίπεδο, κανείς δεν ξέρει πόσους ακόμη ελέγχους και επανεξετάσεις ή θεραπεία θα χρειαστούν σε τρεις μήνες, έξι μήνες, ένα χρόνο», δήλωσε ο ίδιος, προσθέτοντας ότι ακόμη και εκείνοι που νόσησαν ήπια «μπορεί να έχουν συνέπειες στο μέλλον».
Το Νοσοκομείο San Raffaele του Μιλάνου έχει περισσότερους από 1.000 ασθενείς με COVID-19 για παρακολούθηση. Ενώ τα κύρια καρδιολογικά προβλήματα ήταν λίγα, περίπου το 30% έως το 40% των ασθενών έχουν νευρολογικά προβλήματα και τουλάχιστον οι μισοί υποφέρουν από αναπνευστικές παθήσεις, σύμφωνα με τον Δρ Μορένο Τρεσόλντι.
Μερικές από αυτές τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις έχουν εμφανιστεί πρόσφατα, κι έτσι είναι πολύ νωρίς για τους οικονομολόγους της υγείας να μελετήσουν τους ιατρικούς ισχυρισμούς και να κάνουν ακριβείς εκτιμήσεις του κόστους.
Στη Βρετανία και την Ιταλία, αυτά τα έξοδα θα βαρύνουν τις αντίστοιχες κυβερνήσεις, οι οποίες έχουν δεσμευτεί να χρηματοδοτήσουν τις θεραπείες, αλλά έχουν προσφέρει πολύ λίγες λεπτομέρειες σχετικά με το πόσο που μπορεί να χρειαστεί να δαπανήσουν.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού καλύπτεται από ιδιωτικούς ασφαλιστικούς οργανισμούς - μια βιομηχανία που μόλις αρχίζει να εκτιμά το κόστος του κορονοϊού.
Ο Λι του CUNY υπολόγισε το μέσο κόστος ενός έτους για έναν ασθενή με COVID-19 στις ΗΠΑ μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο ανέρχεται περίπου στα 4.000 δολάρια, κυρίως λόγω των παρατεταμένων προβλημάτων από το σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS), το οποίο επηρεάζει περίπου το 40% των ασθενών, και τη σήψη.
Η εκτίμηση καλύπτει ασθενείς που είχαν εκδηλώσει ήπια την ασθένεια έως τις πιο σοβαρές περιπτώσεις, αλλά δεν περιλαμβάνει άλλες πιθανές επιπλοκές, όπως καρδιακή και νεφρική βλάβη.
Ακόμα και εκείνοι που δεν χρειάζονται νοσηλεία έχουν μέσο ετήσιο κόστος μετά την αρχική τους ασθένεια περίπου 1.000 δολάρια, εκτιμά ο Λι.
«Δύσκολο ακόμη και να σηκωθείς»
Το επιπλέον κόστος από τις παρατεταμένες επιπτώσεις της νόσου θα μπορούσε να σημαίνει υψηλότερα ασφάλιστρα υγείας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ορισμένα προγράμματα υγείας έχουν ήδη αυξήσει τα ασφάλιστρα του 2021 για συνολική κάλυψη έως και 8% λόγω COVID-19, σύμφωνα με το Kaiser Family Foundation.
Η Ανν ΜακΚι, 61 ετών, συνταξιούχος ψυχολόγος που ζει στο Νόξβιλ, το Τενεσί και την Ατλάντα, είχε σκλήρυνση κατά πλάκας και άσθμα όταν μολύνθηκε πριν από σχεδόν πέντε μήνες. Ακόμα παλεύει να βρει την ανάσα της.
«Τις καλές μέρες, μπορώ να πλύνω μερικά ρούχα, αλλά τις περισσότερες μέρες εσχάτως, ήταν δύσκολο ακόμη και να σηκωθώ για να πάρω ένα ρόφημα από την κουζίνα», περιέγραψε.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έχει ξοδέψει περισσότερα από 5.000 δολάρια για ραντεβού, εξετάσεις και συνταγογραφούμενα φάρμακα. Η ασφάλειά της έχει πληρώσει περισσότερα από 15.000 δολάρια, συμπεριλαμβανομένων 240 δολαρίων για ραντεβού τηλεθεραπείας και 455 δολάρια για ακτινογραφίες πνευμόνων.
Για να κατανοήσουν το κόστος, οι αναλογιστές (σ.σ. επαγγελματίες που ασχολούνται με την οικονομική επίπτωση του κινδύνου και της αβεβαιότητας) στις ΗΠΑ συγκρίνουν τα ασφαλιστικά αρχεία ασθενών με κορονοϊό με άτομα με παρόμοιο προφίλ υγείας αλλά χωρίς COVID-19 και τα παρακολουθούν για χρόνια.
Το Ηνωμένο Βασίλειο στοχεύει στην παρακολούθηση της υγείας 10.000 ασθενών που έλαβαν νοσοκομειακή θεραπεία κατά τους πρώτους 12 μήνες μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο και ενδεχομένως για 25 χρόνια. Οι επιστήμονες που διεξάγουν τη μελέτη βλέπουν τη δυνατότητα καθορισμού ενός μακροχρόνιου συνδρόμου COVID-19, όπως συνέβη με τους επιζώντες του Εμπολα στην Αφρική.
«Πολλοί άνθρωποι, πιστεύουμε ότι θα έχουν ουλές στους πνεύμονες και κόπωση ... και ίσως αγγειακή βλάβη στον εγκέφαλο, ίσως και ψυχολογική διαταραχή επίσης», δήλωσε ο καθηγητής Καλούν Σεμπλ από το Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ.
Η Μαργκαρετ Ο′ Χάρα, 50 ετών, που εργάζεται σε νοσοκομείο του Μπέρμιγχαμ είναι μια από τους πολλούς ασθενείς με COVID-19 που δεν θα συμπεριληφθούν στη μελέτη επειδή είχε ήπια συμπτώματα και δεν νοσηλεύτηκε. Ωστόσο, τα επαναλαμβανόμενα προβλήματα υγείας, συμπεριλαμβανομένης της υπερβολικής δύσπνοιας, την έχουν κρατήσει εκτός εργασίας.
Η Ο′ Χάρα ανησυχεί ότι ασθενείς όπως αυτή δεν πρόκειται να συμπεριληφθούν στον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό κόστους της χώρας.
«Θα χρειαζόμαστε ... ακριβή ιατρική παρακολούθηση για πολύ καιρό», εκτιμάει η ίδια.