Η κατάρρευση της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ενώσεως εν έτει 1991, συνοδευομένη από την πτώση του αντιπάλου δέοντος του καπιταλιστικού οικονομικοπολιτικού προτύπου υπαρκτού σοσιαλισμού, δημιούργησε την λανθάνουσα εντύπωση και προσδοκία στα δυτικά κέντρα λήψεως αποφάσεων ότι οι μελλοντικοί ηγέτες του διαδόχου κράτους, Ρωσία, επρόκειτο να συνεχίσουν την πολιτική συνεργασίας με τις ΗΠΑ και τα μέλη του ΝΑΤΟ με σκοπό την εγκαθίδρυση της παγκόσμιας ειρήνης μετά από την ζοφερή περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, της οποίας κύριος εκφραστής ήτο ο εν πολλοίς Μιχαήλ Γκορμπατσόφ . Δοθείσης της εμφανούς αποδυναμώσεως του ρωσικού δρώντος στην μεγάλη σκακιέρα, οι μετέπειτα ενέργειες των αγγλοσαξονικών υπερσυστημικών δρώντων, οι οποίες έπλητταν συστηματικώς τόσο το γόητρο όσο και τα συμφέροντα του νεοσύστατου κράτους, διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο στην σταδιακή μεταστροφή της ιθυνούσης ρωσικής πολιτικής ελίτ προς μία σκληροπυρηνική οπτική του κόσμου. Η θέαση αυτή του μεταψυχροπολεμικού κόσμου εξεφράσθη στο πολιτικό κείμενο του Ρώσου προέδρου Βλάντιμιρ Πούτιν με τίτλο «Η γενική ιδέα της εθνικής ασφάλειας της Ρωσικής Ομοσπονδίας»(J. J. Mearsheimer, 2007, σελ. 729). Το προαναφερόμενο πόνημα, χρονολογούμενο το έτος 2000, δηλώνει μεταξύ άλλων στοιχείων ότι: «Η διαμόρφωση των διεθνών σχέσεων συνοδεύεται από ανταγωνισμό και από την επιδίωξη μίας σειράς κρατών να ενισχύσουν την επιρροή τους[…]»(Arms Control Association), καθιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σαφές ότι η Ρωσία θέτει ως πρωταρχικό της στόχο την υπηρέτηση των εθνικών της συμφερόντων, ούσα έτοιμη να προχωρήσει ίσως και σε έναν καταστρεπτικό για την ανθρωπότητα πόλεμο δεδομένου ότι υφίσταται ακόμη ως παίκτης στο πυρηνικό «παίγνιο». Δεδομένου, λοιπόν, των παραπάνω στοιχείων, δύναται κανείς να αντιληφθεί ότι η Ρωσία του Πούτιν αποσκοπεί όχι μόνο στην «επιστροφή» της στο γεωστρατηγικό τοπίο των «Μεγάλων», ως αναθεωρητική δύναμη του ισχύοντος status quo, αλλά κυρίως στην άσκηση μίας εξωτερικής πολιτικής η οποία αναλογεί σε ένα κράτος, όπως η Ρωσία, με την συγκεκριμένη θέση στον ιστορικό χωρόχρονο (Paul Dibb, 2006).
Λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπ’ όψιν το γεωπολιτικό υπόδειγμα του καθηγητή Γεωγραφίας sir Ηalford J. Mackinder, η Ρωσία διαχρονικώς διαδραματίζει τον ρόλο της Ηπειρωτικής Δυνάμεως στο επίκεντρο της Ευρασιατικής Παγκοσμίου Νήσου. Με μία σύντομη, λοιπόν, ανάγνωση του Μακιντεριανού χάρτη, είναι εύλογο να ενστερνιστεί κανείς την άποψη του επίτιμου καθηγητή Geoffrey Till σχετικά με τη Ρωσία καθώς «πάντοτε η γεωγραφία υπήρξε ιδιαίτερα αγενής απέναντι της»(Geoffrey Till, 2004, p. 87). Πράγματι, η αδυναμία απρόσκοπτης προσβάσεως στις θερμές θάλασσες και κατ’ επέκτασιν στο παγκόσμιο εμπόριο, εξαιτίας όχι μόνο των δυσμενών κλιματολογικών συνθηκών αλλά και των εχθρικών δυνάμεων που βρίσκονται στο γεωγραφικό περίκλειον της Ευρασιατικής Δυνάμεως πεδίο (γνωστό ως Αναχωματικός Δακτύλιος-Rimland) αποτελεί καθοριστικός παράγων χάραξης της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Τα παραπάνω στοιχεία υποδηλώνουν μετ’ ευκολίας την αδήριτη ανάγκη και «γεωστρατηγική αναγκαιότητα» της Ρωσίας να κατέλθει στην Ανατολική Μεσόγειο και από εκεί στη Μέση Ανατολή, γεγονός το οποίο έλκει την καταγωγή του ήδη από την έξαρση του Ανατολικού Ζητήματος(Ηλίας Ι. Ηλιόπουλος, 2017, σελ.163,165).
α. Η κάθοδος προς τη Μέση Ανατολή και η αναζήτηση «τροφής» στην έρημο
Η μεταψυχροπολεμική Μόσχα εξ αρχής σεβόταν τις ήδη καθιερωμένες και προδιαγεγραμμένες «σφαίρες επιρροής και άσκησης ισχύος» ενώ παράλληλα απαιτούσε τον πλήρη σεβασμό σχετικά με τα «ρωσικής επιρροής» εδάφη εκ μέρους των υπολοίπων υπερσυστημικών δρώντων (Ιωάννης Θ. Μάζης, 2017, σελ. 196). Κατά αυτή τη παραδοχή, η ρωσική εξωτερική πολιτική θεμελιώνεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός της αφερεγγυότητας των αγγλοσαξονικών υπερσυστημικών δρώντων, δεδομένου ότι η Ρωσία διατηρεί αμυντική θέση προς τις συνεχείς παραβιάσεις των περί της τηρήσεως και του αμοιβαίου σεβασμού της διαμορφώσεως του μεταψυχροπολεμικού κόσμου συμφωνιών.
Στο ευρύτερο πλαίσιο ανακατανομής ισχύος μεταξύ των υπερσυστημικών δρώντων η περιοχή της Μέσης Ανατολής καταλαμβάνει σημαίνοντα ρόλο, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπ’ όψιν τα λόγια του Zbigniew Brzezinski: «[η Μέση Ανατολή είναι]μία πολιτικά αναρχούμενη, αλλά πλούσια σε πηγές ενέργειας περιοχή, η οποία έχει δυνητικά μεγάλη σημασία[…]» (Zbigniew Brzezinski, 1998, p. 69). Κατά τη παραπάνω άποψη, συμπεραίνεται ότι η ρωσική εξωτερική πολιτική αποσκοπεί στην άσκηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερης επιρροής, άρα και ισχύος, στην περιοχή και κυρίως την παρεμπόδιση της κυριαρχίας και της κατίσχυσης ενός μόνο υπερσυστημικού δρώντος στο συγκεκριμένο γεωσύμπλοκο (Zbigniew Brzezinski, 1998, p. 69).
Η Ρωσία, παρά την αποδυνάμωσή της μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως και παρά τις όποιες εσωτερικές της ετερότητες, παραμένει ένας σημαντικός γεωπολιτικός παίκτης στη Μέση Ανατολή αλλά και γενικότερα, έχοντας φιλόδοξους γεωστρατηγικούς στόχους με βασικότερο την ανάκτηση της απολεσθείσας ισχύος, όχι μόνο μέσω της άσκησης ενεργειακής πολιτικής και την εκμετάλλευση της ρωσικής οπλικής βιομηχανίας αλλά, ακόμη, και της απόπειρας εργαλειοποίησης της θρησκείας με μόνο σκοπό την αύξηση ισχύος (pillars of soft power), για την οποία ο John Mearsheimer ορίζει ότι: «Η ισχύς είναι το νόμισμα της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, και τα κράτη ανταγωνίζονται μεταξύ τους γι’ αυτή. Ό,τι είναι τα χρήματα για τα οικονομικά, είναι η ισχύς για τις διεθνείς σχέσεις» (John J. Mearsheimer, 2007, p. 41,42).
β. Η ρωσική σταυροφορία ως μέσο διεισδύσεως στη Μέση Ανατολή
Αποτελεί κοινή παραδοχή το γεγονός ότι η αναρρίχηση του Βλάντιμιρ Πούτιν στην εξουσία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην επαναφορά της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ως δρών-συνεργάτης του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής και, συνεπώς, στην περιφρούρηση των ρωσικών συμφερόντων. Η ρωσική ηγεσία φαίνεται να αντιλαμβάνεται πλήρως τόσο την «σημασία της χριστιανικής πνευματικότητος ως προβολέως πολιτισμικής, ηθικής αξιακής και τελικώς πολιτικής ισχύος προς την υλιστική και αξιακώς παρακμάζουσα Δύση» (Ιωάννης Θ. Μάζης, 2017, σελ. 195) όσο και την ευκαιρία να προσεταιρισθεί το κενό ισχύος στον ασταθή χώρο της Μέσης Ανατολής μέσω του «τεράστιου ορθόδοξου “ποταμού εδαφών, λαών και κρατών”» (Ιωάννης Θ. Μάζης, 2017, σελ. 198,200). Η δράση του Ρωσικού Πατριαρχείου στα κράτη της Μέσης Ανατολής, η οποία επί σειρά ετών αποσκοπεί στην παρουσίαση της Ρωσίας ως τον «προστάτη» των Ορθοδόξων Χριστιανών της περιοχής, στο πλαίσιο της κληρονομιάς του ρωσικού κράτους από της αυτοκρατορικής Ρωσίας της Μεγάλης Αικατερίνης, ποικίλει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η παράδοση 1.300.000$ στο Πατριαρχείο Αντιοχείας με σκοπό την βοήθεια των πληγέντων κατοίκων της Συρίας (Interfax, 2013). Παράλληλα, εμβληματική υπήρξε η συνάντηση του Ρώσου Πατριάρχη, Κυρίλλου, με τον πρόεδρο της Συρίας, Μπασάρ αλ Ασάντ, ο οποίος εξέφρασε θερμές ευχαριστίες για την ρωσικής προελεύσεως προστασία των Χριστιανών στη Συρία (Bernard El Ghoul, 2015, p. 97)!
γ. Το μεσανατολικό μονοπάτι της ρωσική ενεργειακή πολιτική
Βάσει των ανωτέρω, δύναται να ειπωθεί ότι η ενίσχυση της ρωσικής παρουσίας στο γεωσύμπλοκο της Μέσης Ανατολής διά μέσου της ευρύτερης δράσης της Ρωσικού Πατριαρχείου έχει ως απώτερο στόχο την προστασία όχι μόνο του χριστιανικού στοιχείου αλλά, κυρίως, των ενεργειακών συμφερόντων των ρωσικών εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου (Ruba Husari, 2013). Είναι γεγονός ότι η επιστράτευση των «θεοστάλτων» δυνάμεων της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας βολιδοσκοπεί στην οικοδόμηση ενεργειακών συνεργασιών με τα κράτη του Σιιτικού και Αλαουϊτικού Ισλάμ, με κυριότερο στόχο το γνωστό για την ανταγωνιστική του δράση στη περιοχή Ιράν, ως ενεργειακός παίκτης και εξαγωγέας φυσικού αερίου στην γεωγραφική περιοχή της Ευρασίας (Charis Chang, 2015). Η αυτού του είδους «συνεργασία» μεταξύ της ορθόδοξης Ρωσίας και του σιιτικού Ιράν αποτελεί ασπίδα απέναντι στον σουνιτικό άξονα τον κρατών της Αραβικής Χερσονήσου (και απέναντι στο αγγλοσαξονικά συμφέροντα) υπό το πρίσμα της παροχής προστασίας προς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς και τους Σιίτες της περιοχής. Τοιουτοτρόπως, δύναται εν μέρει να αιτιολογηθεί η αμέριστη υποστήριξη εκ μέρους της Ρωσίας προς το Μπααθικό/Αλαουϊτικό καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασάντ καθ’ όλη τη διάρκεια της συριακής κρίσεως, εφόσον ο ίδιος συνεπικουρεί στο ρωσοϊρανικό άξονα πραστατεύοντας από τον σουνιτικό εξτρεμισμό την χριστιανική και αλεβιτική μειονότητα της Συρίας διά της αγαστής συμμαχίας με το Ιράν αλλά και το καθεστώς της Χεζμπολά στο Λίβανο. Ως συνέπεια, η δράση της λιβανικής οργανώσεως στοχεύει τόσο στη διατήρηση του σιιτικού τόξου όσο και την υποστήριξη του φιλικά προσκείμενου Σύρου προέδρου (Μιχάλης Σαρλής, 2017, σελ. 299,300), οικοδομώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έναν άξονα μεταξύ Ρωσίας-Ιράν-Συρίας-Λιβάνου (Αρχιμ. Αρίσταρχος Γκρέκας, 2017, σελ. 80,81). Μήπως, άρα γε, ο παραπάνω άξονας προσφέρει «απλόχερα» στη Ρωσία την πρόσβασή της στα θερμά νερά της Ανατολικής Μεσογείου και την «πολυπόθητη» δυνατότητα καθόδου στις θάλασσες του παγκοσμίου εμπορίου, διαρρηγνύοντας τοιουτοτρόπως τον Αναχωματικό Δακτύλιο του Spykman;
Καταλυτικό, συνάμα, ρόλο στην σφυρηλάτηση των διμερών σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Ιράν έπαιξε η έναρξη συνεργασίας μεταξύ των με σκοπό την ανάπτυξη του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, στο πλαίσιο της ιρανικής απόπειρας για απόκτηση πυρηνικού οπλοστασίου (Anna Borshchevskaya, 2016, p. 24-30). Η υποστήριξη της Ρωσίας προς τους Φρουρούς της Επανάστασης τόσο στην συγκρότηση πυρηνικού προγράμματος όσο και διά του περεταίρω εξοπλισμού τους (Lionel Beehner, 2006), δύναται μετ’ ευκολίας να αιτιολογηθεί ως απάντηση προς την αγγλοσαξονική πολιτική των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ στην Ευρασία και, ιδίως, σε περιοχές οι οποίες βρίσκονταν στη σοβιετική και τώρα στη ρωσική σφαίρα επιρροής(Κωνσταντίνος Γρίβας. 2013, σελ. 129). Εξαιρετική περίπτωση αποτελεί η πρόθεση της Ρωσίας να προβεί σε συμφωνία με το Ιράν, το 2016, με σκοπό την αγορά ρωσικού πολεμικού εξοπλισμού αξίας 10.000.000.000$ (Ronald Oliphant, 2016), γεγονός το οποίο καθιστά σαφές την αντιμετώπιση του Ιράν εκ μέρους της Ρωσίας ως ένα σημαντικό εταίρο και συνεργάτη στην ευρύτερη περιοχή!
δ. Η ρωσική ανάμειξη στη Συριακή Κρίση και ο σουνιτικός «εφιάλτης»
Η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στο Συριακό Πόλεμο κατά το έτος 2015 αποτελεί μία ακόμη τρανή απόδειξη της προσπάθειας για ενίσχυση της θέσεώς της ως υπερσυστημικός παράγων στο γεωσύμπλοκο της Μέσης Ανατολής (Ιωάννης Θ. Μάζης, 2016, σελ. 85). Εντούτοις, η σχετικά με την αγοραπωλησία οπλικού εξοπλισμού συνδιαλλαγή μεταξύ των δύο κρατών διαφαίνεται ήδη από τις απαρχές της συριακής κρίσεως, καθώς η Μόσχα προέβη κατά το 2011 στην ενίσχυση της κυβέρνησης Ασάντ με όπλα συνολικής αξίας 1.000.000.000$, ως απάντηση στον αμερικανικής προελεύσεως εξοπλισμό του αυτοαποκαλούμενου «Ελεύθερου Συριακού Στρατού» (Ιωάννης Π. Σωτηρόπουλος, 2013, σελ. 436). Όπως υποστηρίζουν, άλλωστε, πολλοί αναλυτές, το καθεστώς Assad επρόκειτο να είχε καταβαραθρωθεί εντός των πρώτων μηνών της συριακής κρίσεως, σε περίπτωση μη ύπαρξης της ρωσικής οπλικής και ανθρωπιστικής αρωγής (David M. Herszenhorn, 2012).
Συμπληρωματικώς, η έμπρακτη υποστήριξη στο καθεστώς Ασάντ έχει εκφρασθεί και σε διεθνές επίπεδο διά της ασκήσεως βέτο εις τριπλούν (από κοινού με την Κίνα!) σε αρνητικά για την συριακή κυβέρνηση ψηφίσματα του ΟΗΕ (Ιωάννης Σωτηρόπουλος, 2013, σελ. 434). Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η Ρωσία είχε σοβαρότατους λόγους ώστε να μην επιθυμεί την πτώση του Άσαντ και την ενδεχόμενη άνοδο μίας καθαρά σουνιτικής κυβέρνησης, η οποία εν ολίγοις θα λειτουργεί ως ανδρείκελο της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Ένας εξ αυτών ήταν το γεγονός ότι η Ρωσία, σε ενδεχόμενη σουνιτική επικράτηση στο τέλος της συριακής κρίσης, επρόκειτο να έρθει αντιμέτωπη με την απώλεια του λιμένος της Ταρσού (Ταρτούς), την μόνη δηλαδή στρατηγική βάση της Ρωσίας στη Μεσόγειο (Ιωάννης Θ. Μάζης, 2018, σελ. 1302). Παράλληλα, μέσω της επικράτησης των σιιτικών και αλαουϊτικών δυνάμεων, η Μόσχα προσβλέπει στην αποδυνάμωση και «τιθάσευση» του γειτνιάζοντος σουνιτικού ισλαμιστικού κινήματος, του οποίου η δράση επικεντρώνεται στην περιοχή που η ρωσική διπλωματία αποκαλεί «Εγγύς Εξωτερικό». Αποτελεί κοινό τόπο ότι οι ιθύνοντες της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής αντιμετωπίζουν τον σουνητικό ισλαμιστικό μιλιταρισμό ως μέγιστη απειλή για την εθνική ασφάλεια (Ιωάννης Θ. Μάζης, 2016, σελ. 86,87), δεδομένου μάλιστα του πολυαρίθμου μωαμεθανικού πληθυσμού εν τη επικρατεία της χώρας σουνίτες (μεταξύ των οποίων και οι Τσετσένοι).
ε. Οι ρωσοϊσραηλινές σχέσεις και τα επιμέρους ζητήματα ασφαλείας
Στην παρούσα ανάλυση θα ήτο ατόπημα η παράβλεψη της εξετάσεως των διμερών σχέσεων μεταξύ της Ρωσίας και του κράτους του Ισραήλ. Το ιθύνον επιτελείο της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής έχει δηλώσει διά στόματος Σεργκέι Λαβρόφ την απόλυτη ουδετερότητα της Μόσχας σχετικά με τη μακροχρόνια αραβοϊσραηλινή διένεξη (Olga Savka, 2004), τονίζοντας για ακόμη μία φορά την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων (που, κατά τη ρήση του Palmerston, δεν δεσμεύεται από φιλίες και έχθρες). Από την πλευρά της, η Ιερουσαλήμ έχει κάθε λόγο να διατηρεί δίαυλο επικοινωνίας με το Κρεμλίνο και να προβεί στην οικοδόμηση καλών σχέσεων, ιδιαιτέρως εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η κυβέρνηση Νετανιάχου αποσκοπεί στο να ασκήσει αθέατη πολιτική εναντίον του αντίπαλου Ιράν διά μέσου της ρωσικής επιρροής επί της Τεχεράνης (John R. Bradley, 2017). Γεγονός αποτελεί ότι, στο πλαίσιο των οικονομικών δεσμών, οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών έχουν εκτοξευθεί παρά τις όποιες διαφορές τους διαχωρίζουν ως εταίρους (Anna Borshchevskaya, 2016), όπως η πώληση όπλων προς το Ιράν και η συμβολή των Ρώσων στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Η ηγεσία του κράτους του Ισραήλ μετά δυσκολίας θα μπορούσε να ξεπεράσει τον εφοδιασμό γειτονικών αντίπαλων κρατών του με οπλικά συστήματα της, κατά τα άλλα συμμάχου, Ρωσίας. Ωστόσο, αναμένει από τη Μόσχα να σεβαστεί τα ισραηλινά συμφέροντα ασφαλείας ώστε να μην συγκρουστούν οι δυνάμεις τους σε κοινά πεδία δράσης, όπως επί παραδείγματι το συριακό (Yoel Guzansky, Zvi Magen, Oden Eran, 2015), δεδομένης της συμπαράταξης Ρωσίας-Ιράν-Συρίας-Λιβάνου/Χεζμπολά. Η ρωσική παρουσία στο συριακό πεδίο των μαχών με προηγμένα οπλικά συστήματα θα έπρεπε να ανησυχεί το Ισραήλ περισσότερο απ’ ότι το ιρανικό οπλοστάσιο (Θάνος Βερέμης, 2018).
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Ρωσία αποπειράται να εκμεταλλευτεί την ανάγκη του Ισραήλ για θεμελίωση ισχυρότερων δεσμών με την ίδια, γεγονός το οποίο προέκυψε ως απόρροια της «δυσαρμονίας» των ισραλο-αμερικανικών σχέσεων επί προεδρίας Ομπάμα την οποία προσπαθεί ποικιλοτρόπως να διασώσει ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ (Spyridon N. Litsas, 2018). Το κράτος του Ισραήλ, τέλος, επιζητά την διασφάλιση της σταθερότητας και της ασφάλειας στο γεωσύμπλοκο της Μέσης Ανατολής και, αρχής γενομένης της σταδιακής αποχώρησης των αμερικανικών δυνάμεων από τη περιοχή, η Ρωσία εμφανίζεται ως η μόνη «εγγυήτρια δύναμη», με την οποία ο Νετανιάχου θέλει να τα έχει καλά (Κρέστεν Κνιπ, Δήμητρα Κυρανούδη, 2015). Συνεκτιμώντας τα παραπάνω στοιχεία, κρίνεται απαραίτητη η αναφορά στην ανάγκη του Ισραήλ να παρακολουθεί στενά τις διμερείς σχέσεις της Ρωσίας με το αντίπαλο Ιράν, το οποίο, συν τοις άλλοις, πρόκειται να συνεργασθεί με την εχθρική Τουρκία όσον αφορά την ευρύτερη αντιμετώπιση του κουρδικού ζητήματος και την θετική στάση από πλευράς Ουάσιγκτον για δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους(Ιωάννης Θ. Μάζης, 2018, σελ. 1301), δεδομένης της εσχάτης ρωσοτουρκικής φιλίας.
Αντί επιλόγου: Οι ενεργειακοί ανταγωνισμοί στο Μουσουλμανικό Κόσμο και η Ρωσία
Κλείνοντας, είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι η διεθνής συγκυρία, η οποία χαρακτηρίζεται τόσο από την τεταμένη κατάσταση στην περιοχή της Μέσης Ανατολής όσο και από την παγκόσμια αναταραχή στην ενεργειακή αγορά, είναι εκείνη που οδήγησε στη σύσφιξη των ρωσο-ιρανικών σχέσεων δημιουργώντας μία ενεργειακή συνεργασία, ιδίως στα ζητήματα του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (Eric Wheeler, Michael Desai, 2016). Σε αυτή την περίπτωση η Συρία του Μπασάρ αλ Ασάντ διαδραματίζει συμπληρωματικό ρόλο στην υλοποίηση των ρωσο-ιρανικών ενεργειακών σχεδίων ενάντια στις σουνιτικές γεωστρατηγικές βλέψεις. Αναπόσπαστο παράδειγμα αποτελεί η απόρριψη εκ μέρους της συριακής ηγεσίας της κατασκευής αγωγού φυσικού αερίου σουνιτικών-και αγγλοσαξονικών-συμφερόντων (Qatar-Turkey Pipeline), ο οποίος θα διαπερνούσε τα συριακά εδάφη, προστατεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα ρωσο-ιρανικά ενεργειακά συμφέροντα (τα οποία αντικατοπτρίζονται στην υλοποίηση του ενεργειακού αγωγού Islamic Pipeline) στην περιοχή (Mnar Muhawesh, 2015, Nafeez Ahmed, 2013). Άλλωστε, ευκόλως αντιληπτό καθίσταται το γεγονός ότι «για τη Συρία το κέρδος από το σιιτικό αγωγό θα ήταν μεγαλύτερο έναντι του σουνιτικού αγωγού, δεδομένης της Ρωσικής επιρροής, προστασίας και της παραδοσιακής Ιρανικής επιρροής στο φιλοϊρανικό καθεστώς του Άσαντ»(Αρχιμ. Αρίσταρχος Γκρέκας, 2017, σελ. 86).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.John J. Mearsheimer, «Η τραγωδία της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων», Ποιότητα, Αθήνα 2007.
2.Arms Control Association. Russia’s National Security Concept, Arms Control Association, εδώ (17/01/2020).
3.Paul Dibb (2006). The Bear is Back, The American Interest, εδώ (17/01/2020).
4.Geoffrey Till, “Sea Power. A Guide for the Twenty-First Century”, Frank Cass Publishers, London/Portland 2004.
5.Ηλίας Ι. Ηλιόπουλος, «Διεθνείς Σχέσεις Τουρκίας 1935-1945: Η Ημισέληνος μεταξύ Βρεττανικού Λέοντος, Γερμανικής Σβάστικας και Ρωσσικής Άρκτου», Λειμών, Αθήνα 2017.
6.Ιωάννης Θ. Μάζης, «Γεωπολιτικά Ζητήματα στην Ευρυτέρα Μέση Ανατολή και την Μεσόγειο- Τόμος Ι», Λειμών, Αθήνα 2017.
7.Zbigniew Brzezinski, «Η μεγάλη σκακιέρα», Λιβάνη, Αθήνα 1998.
8.Interfax (2013). Russian church sends $1.3 million to Patriarchate of Antioch to help people affected by armed conflict in Syria, Orthodox Christianity, εδώ (17/01/2020).
9.Bernard El Ghoul, «Protecting Eastern Christianity in the Middle East: Russia’s new Diplomatic
Tool? », Turkish Policy Quarterly, Volume 14, No 1, Istanbul Spring 2015.
10.Ruba Husari (2013). Syria and the Changing Middle East Energy Map, Carnegie Endowment for International Peace, εδώ (17/01/2020).
11.Charis Chang (2015). Is the fight over a gas pipeline fueling the world’s bloodiest conflict ?, news.com.au, εδώ (17/01/2020).
12.Μιχάλης Σαρλής (2017), «Ο Συριακός Πόλεμος και η εξέλιξη της στρατηγικής συμμαχίας Δαμασκού-Τεχεράνης» στο Ioannis Th. Mazis (επιμ.) (2017) «Contemporary Geopolitical Readings of the Wider Middle East: Security, Economy, Politics, Culture», Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου (Αθήνα, 25-26 Μαΐου 2017), Λειμών, Αθήνα 2018.
13.Αρχιμ. Αρίσταρχος Γκρέκας (2017), «Η κατανόηση της θρησκείας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή: Η συμβολή της θρησκείας ως παράγοντα επιρροής και ασφάλειας» στο Ioannis Th. Mazis (επιμ.) (2017) «Contemporary Geopolitical Readings of the Wider Middle East: Security, Economy, Politics, Culture», Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου (Αθήνα, 25-26 Μαΐου 2017), Λειμών, Αθήνα 2018.
14.Anna Borshchevskaya, «Russia in the Middle East – Motives, Consequences, Prospects», The Washington Institute for Near East Policy, Washington 2016.
15.Lionel Beehner (2006). Russia-Iran Arms Trade, Council on Foreign Relation, εδώ (17/01/2020).
16.Κωνσταντίνος Γρίβας, «Η Στρατιωτική Άνοδος της Κίνας και η Γεωπολιτική του Πολέμου στη Μέση Ανατολή», Λιβάνη, Αθήνα 2013.
17.Ronald Oliphant (2016). Russia may sell Iran $10 billion worth of tanks and jets in new arms deal, The Telegraph, εδώ (17/01/2020).
18.Ιωάννης Θ. Μάζης, «Γεωπολιτική και Γεωστρατηγικές της Συριακής Κρίσεως», Λειμών, Αθήνα 2016.
19.Ιωάννης Π. Σωτηρόπουλος (2013), «Οι Αραβο-Μουσουλμανικές Εξεγέρσεις ως Φαινόμενο Ανάσχεσης της Ρωσίας» στο Ιωάννης Θ. Μάζης, Κυριακός Θ. Νικολάου-Πατραγάς (επιμ.) (2013) «Αι Αραβικαί Εξεγέρσεις και η Αναδιαμόρφωση του Αραβοϊσλαμικού Κόσμου», Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου (Αθήνα, 10-11-12 Δεκεμβρίου 2013), Λειμών, Αθήνα 2013.
20.David M. Herszenhorn (2012). For Syria, Reliant on Russia for Weapons and Food, Old Bonds Run Deep, The New York Times, εδώ (17/01/2020).
21.Ιωάννης Θ. Μάζης, « Γεωπολιτικά Ζητήματα στην Ευρυτέρα Μέση Ανατολή και την Μεσόγειο Θάλασσα-Τόμος ΙΙ», Λειμών, Αθήνα 2018.
22.Olga Savka (2004). Russia and Israel to join forces in ant-terrorist cooperation, Pravda.ru, εδώ (17/01/2020).
23.John R. Bradley (2017). How Putin came to rule the Middle East, The Spectator, εδώ (17/01/2020).
24.Anna Borshchevskaya (2016). The maturing of Israeli-Russian relations, The Washington Institute for Near East Policy, εδώ (17/01/2020).
25.Yoel Guzansky, Zvi Magen, Oden Eran (2015). Russian Nuclear Diplomacy in the Middle East, Institute for National Security Studies/Tel Aviv University, εδώ (17/01/2020).
26.Βερέμης Θάνος (2018). Οι Ρώσοι ξανάρχονται, Τα Νέα, εδώ (17/01/2020).
27.Spyridon N. Litsas (2018). Russian Foreign Policy in the Middle East under Putin: Can bears walk in the desert ?, E-International Relations, εδώ (17/01/2020).
28.Κρέστεν Κνιπ, Δήμητρα Κυρανούδη (2015). Ισραήλ, Ρωσία και νέα Μέση Ανατολή, Deutsche Welle, εδώ (17/01/2020).
29.Eric Wheeler, Michael Desai (2016). Iran and Russia: A partnership in the making, Middle East Institute, εδώ (17/01/2020).
30.Mnar Muhawesh (2015). Refugee Crisis & Syria War fueled by competing gas pipelines, MintPress News, εδώ (17/01/2020).
31.Nafeez Ahmed (2013). Syria intervention plan flued by oil interests, not chemical weapon concern, The Guardian, εδώ (17/01/2020).
Πρώτη δημοσίευση στο https://thesafiablog.com/