Εκτός από τις καθημερινές πιέσεις και προκλήσεις που υφιστάμεθα εξ ανατολών, στις 29 Μαΐου αναλογιστήκαμε και πάλι τα γεγονότα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης, της πτώσης της Βασιλεύουσας, της πτώσης της καρδιάς της Ρωμανίας. Καταρχάς είμαστε περήφανοι και ευγνώμονες στο Γένος μας που παρά την εσωτερική του αστάθεια εκείνον τον καιρό, έμεινε όρθιο και δεν παρέδωσε την Πόλη. Η Πόλη έπεσε και ποτέ δεν παραδόθηκε ιδία βουλήσει. Και αυτό το γεγονός έχει την μεγάλη ιστορική του σημασία. Με αφορμή λοιπόν αυτήν την ημερομηνία-ορόσημο, αλλά καί το γεγονός ότι πλησιάζουμε τα διακόσια χρόνια από την επανάσταση του 1821 επιτρέψτε μου τις παρακάτω σκέψεις.
Μέρος Α΄: Τα θεμελιώδη λάθη κατά την σύσταση του νεοελληνικού κράτους.
Επειδή η ίδρυση του ελληνικού κράτους έγινε υπό την ποδηγέτηση και τον πλήρη έλεγχο από τις Μεγάλες Δυνάμεις προέκυψαν θεμελιώδη σφάλματα, τις συνέπειες των οποίων υφιστάμεθα ακόμα και σήμερα. Καταρχάς δημιουργήθηκε ένα έθνος-κράτος και μάλιστα «καθαρό» απεμπολώντας έτσι πλήρως την οικουμενική, υπερεθνική, ρωμαίικη παράδοση του Γένους μας. Περαιτέρω, απεμπολήθηκαν τα σύμβολα και τα ονόματά μας και ως εκ τούτου τα ιστορικά μας δικαιώματα και οι αναφορές μας. Ήταν απολύτως προφανές ότι ο πλήρης έλεγχος των κινήσεων που είχαν οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα επέτρεπε ποτέ την συγκρότηση στην περιοχή μας ενός κράτους με το όνομα και τις ιστορικές υποθήκες της Ρωμανίας. Κάτι τέτοιο καταρχάς θα υπονόμευε σε βάθος χρόνου τα σαθρά θεμέλια της δικής τους ιστορικής κρατικής συγκρότησης, και αφετέρου θα άνοιγε διάπλατα τον δρόμο για την δημιουργία μιας ευθέως ανταγωνιστικής, ισχυρότατης κρατικής οντότητας στο διεθνές στερέωμα και μάλιστα τελούσης σε φάση ενθουσιαστικής εξόδου από καταπίεση και αναστολή αιώνων.
Έτσι όμως πολλά εκατομμύρια Ρωμηών της Χερσονήσου του Αίμου, της Μικράς Ασίας, του ευρύτερου Εύξεινου Πόντου και της Μέσης Ανατολής απεκόπησαν πλήρως (ακόμα και νομοθετικά) από το νέο κράτος χάνοντας τον προσανατολισμό και την ταυτότητα τους και αφομοιούμενοι προοδευτικά στους επιμέρους εθνικισμούς των περιοχών τους. Για να δούμε το μέγεθος του σφάλματος, ας αναλογιστούμε ότι ακόμα και σήμερα μετά από παρέλευση δύο αιώνων στον Λίβανο και στην Συρία υπάρχουν (ή τουλάχιστον υπήρχαν πριν τον πόλεμο) περί τα δύο εκατομμύρια αραβόφωνων ορθόδοξων Ρωμηών. Ανθρώπων δηλαδή ίδιου πολιτισμού και παραδόσεων με μάς, ανθρώπων του δικού μας Γένους. Ας κοιτάξομε όμως και τα σημερινά κρατικά σύμβολα της Σερβίας, του Μαυροβουνίου, της Αλβανίας ή της Γεωργίας. Μήπως δεν είναι αναφορές στην κοινή μας ρωμαίικη παράδοση;
Συνεχίζοντας θα λέγαμε ότι σε επίπεδο αξιακό η συγκρότηση των θεσμών του νεοσύστατου κράτους έγινε με βάση τα πλαίσια και την ιδιοσυστασία της δύσης απεμπολώντας πλήρως την ιδιοπροσωπία μας. Έτσι για παράδειγμα απεμπολήθηκαν πλήρως τα ήθη, το άγραπτο εθιμικό δίκαιο, το γραπτό νομικό πλαίσιο, η γραφειοκρατία, η νομική και πολιτειακή οργάνωση της Ρωμανίας (αρχές, κοινά, οργανισμοί του κράτους, κατανομή εξουσιών, ρωμαιικό δίκαιο, κρατική παράδοση, εμπειρία, αντίληψη, αναφορά καί στοχεύσεις). Περαιτέρω, η Εκκλησία από κεντρικότατος άξονας του λειτουργικού πλαισίου της συναλληλίας, στο νεοσύστατου κράτος εξοβελίστηκε στο επίπεδο ενός ασήμαντου κοινωνικού συλλόγου και μάλιστα πλήρως ελεγχόμενου από το κράτος. Οδηγήθηκε δε με δραματικό τρόπο στην πλήρη αποκοπή της από την Μητέρα Εκκλησία.
Τέλος, έγινε μια πρωτοφανής στροφή του ενδιαφέροντος και του προσανατολισμού μας αποκλειστικά στην αρχαιότητα και το «κλέος της κλασσικής Ελλάδας». Μια «ιστορική αερογέφυρα» 2000 ετών. Για τον ιστορικά ανώριμο δυτικό άνθρωπο φυσικά και ήταν μεγάλο επίτευγμα μετά την αναγέννηση καί τον διαφωτισμό η κατανόηση του κάλλους του αρχαίου ελληνικού στοχασμού καί σκέψης. Γιά μάς όμως ως Γένος που είχαμε πνευματική καί ιστορική εμπειρία και εξέλιξη επιπλέον δύο χιλιετιών η πλήρης στροφή στην κλασσική αρχαιότητα ήταν ένας ολέθριος ιστορικός παλιμπαιδισμός και παλινδρόμηση. Χάθηκε η εφαρμοσμένη εμπειρία της ιστορικής πορείας του κράτους και οι λύσεις που είχαν δοθεί μετά τις κοινωνικές ζυμώσεις, χάθηκε η οικουμενική αναφορά, χάθηκε η ιστορική πορεία του Γένους ως μαρτυρία του Λαού του Θεού με εσχατολογική προοπτική, χάθηκε η αντίληψη της πρό πάντων των αιώνων μνήμης και του σωτηριολογικού τέλους, χάθηκε η ησυχαστική πρόσληψη και η μετοχή στο άκτιστο, χάθηκε η προοπτική της Θεανθρωπίας, χάθηκε το όλον προς χάριν του εντελώς μερικού. Αντί Θείας Λειτουργίας ως συγκεφαλαίωση της αναφοράς, ο απλός ανθρώπινος στοχασμός και προοπτική. Αντί της Αγίας Σοφίας, ο Παρθενώνας.
Και εκτοτε έχομε μιαν πορεία δύο αιώνων συνεχούς σμίκρυνσης καταρχήν οντολογικής. Χάσαμε τον εαυτό μας και ζούμε σε μια συνεχή εσωτερική αστάθεια. Απονευρωθήκαμε, χάσαμε την νοηματοδότησή μας και οδηγηθήκαμε στον μηδενισμό. Ζούμε χωρίς δυναμισμό, χωρίς προοπτική απλώς βιοποριζόμενοι εν αγωνία προσπαθώντας ο καθένας να αντέξει. Χωρίς συνοχή, χωρίς ενατένιση, χωρίς όραμα, χωρίς κοινή πορεία, χωρίς την χαρά της θέας του φωτός που είχαμε συνηθίσει.
Καί πάλι δεν μεμψιμοιρώ. Δέχομαι τήν πορεία αυτή του Γένους ως μια ιστορική παρένθεση σκιάς, ως το μυστήριο του σκότους, ως μιαν επιπλέον εμπειρία που λεπτύνει περισσότερο την ενιαία μας ψυχή και μάς κάνει σοφότερους και πιό πλήρεις και έτοιμους για τα δώρα της εσχατολογικής προοπτικής. Και αυτό γιατί το σκοτάδι δεν κατάφερε και ούτε θα καταφέρει να μάς πνίξει πλήρως. Πάντα θα υπάρχει ένα καντυλάκι στο εικονοστάσι αναμένο. Πάντα θα υπάρχει η μαγιά που θα ζυμώσει το φύραμα. Ως Γένος γευτήκαμε το φως και αυτό δεν μπορεί να ξεχαστεί. Ακόμα και αν το ξεχάσομε εμείς οι συγκαιρινοί, δεν θα το ξεχάσουν οι προαπελθόντες, ούτε και οι μέλλοντες ελθείν.
Μέρος Β΄: Η έννοια της Ρωμανίας και η σημασία της Κωνσταντινούπολης.
Η Ρωμανία, δεν είναι απλώς η πατρίδα μας, δεν είναι απλώς μια πατρίδα ή μια χώρα. Η Ρωμανία είναι ένας κόσμος. Είναι ένας τρόπος ζωής και γεγονός της καρδιάς. Η Ρωμανία ποτέ δεν ορίστηκε από τα σύνορά της. Ποτέ δεν θέλησε να κατακτήσει εκτάσεις και θησαυρούς. Θέλησε πάντα να κερδίζει καρδιές και ψυχές. Θέλησε να φωτίζει λαούς, όλους τους λαούς. Σεβόμενη πάντα το πρόσωπο, την ταυτότητα και την ιδιοπροσωπία τους. Η ρωμαίικη ταυτότητα υπαγορεύει μιαν υπερεθνική πρόσληψη και αντίληψη των πραγμάτων και μια βαθειά αγάπη στο πρόσωπο του Χριστού και της Εκκλησίας και διά αυτής της αγάπης, αγάπη και προς το πρόσωπο του συνανθρώπου. Ἡ Ρωμανία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως την μόνη, ενιαία, αδιαίρετη, οικουμενική, συντεταγμένη χριστιανική πολιτεία επί της γης ανεξάρτητα από τα όριά της. Η καλύτερα τα όρια της είναι πάντα ολόκληρη η οικουμένη. Άξονας, ζητούμενο, λόγος ύπαρξης και πρόταγμά της καθίσταται ἡ «σάρκωση του Λόγου», ἡ βίωση της Βασιλείας του Θεού όχι σε μιαν αφηρημένη, ασαφή, ελπιζόμενη, μεταφυσική διάσταση, αλλά εν τοις πράγμασι και στην καθημερινή βιωτή. Το κέντρο αυτού του μοναδικού κόσμου, η συγκεφαλαίωση σε όλα τα επίπεδα, η όλη αναφορά της Ρωμανίας ήταν και παραμένει η Θεία Λειτουργία.
Και παντοτινή πρωτεύουσα και κέντρο της Ρωμανίας ήταν, είναι και θα παραμείνει ἡ Κωνσταντινούπολις. Το αιώνιο κέντρο και ἡ καρδιά του ευσεβούς Γένους των Ρωμηών ήταν, είναι και θα παραμείνει ἡ Πόλις. Σπεύδω να προλάβω παρεξηγήσεις και να τονίσω ότι δεν χρειάζεται απολύτως καμιά «κατάκτηση», δεν έχει απολύτως καμιά σημασία ποιοί είναι οι τωρινοί της οικιστές ή τι «σημαίες» κυματίζουν στους επτά της λόφους. Εμείς οι Ρωμηοί τα βλέπομε αλλιώς τα πράγματα, με άλλα μάτια, άλλην αντίληψη και προοπτικές. Ας μην έχομε τίποτα, είναι όλα δικά μας. Ἡ Πόλις είναι δική μας. Και τώρα και πάντα. Κορωνίδα και καύχημα του Γένους. Αρκεί μονάχα η Πόλις να παραμένει το σύμβολό μας, αρκεί μονάχα να μην την ξεχάσουμε και να είναι η ζώσα μνήμη μας, αρκεί μονάχα να είναι ἡ συνοχή μας, αρκεί μονάχα να είναι ἡ αναφορά μας, αρκεί μονάχα να είναι το πνευματικό και φυσικό μας κέντρο, αρκεί μονάχα να είναι ἡ καρδιά μας, αρκεί μονάχα να είναι ἡ ιστορία και το μέλλον μας, αρκεί μονάχα να είναι ο προσανατολισμός και ἡ ζωή μας. Αρκεί αυτό μονάχα και τίποτα περισσότερο. Τα άλλα είναι απολύτως στα χέρια του Θεού. Εμείς όμως αρκεί μονάχα να ζούμε εν νηφαλίω μέθη το πανηγύρι τώρα.
Μέρος Γ΄: Θεσσαλονίκη, νέα πρωτεύουσα, νέα νοηματοδότηση και προοπτική.
Έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια, όμως ακόμα θυμάμαι εκεί κάτω στην Γλυφάδα ένα Σάββατο που παρακολουθούσα μια ομιλία του πατέρα Κωνσταντίνου, Στην φάση των ερωτήσεων κάποιος νεαρός σηκώθηκε και τον ρώτησε για την μοναχική ζωή, την ζωή με κέντρο το Κυριακό, την ζωή με κέντρο την Εκκλησία και πως θα την βίωνε. Ο πατέρας Κωνσταντίνος μάλλον διείδε τις δυσκολίες. Η ουσία της απάντηση του παππούλη ήταν ότι το σημαντικό δεν είναι η εξωτερική συνθήκη, δεν είναι η μετάβαση κάποτε στο χώρο, αλλά πρωταρχικά η ουσιαστική, εσωτερική αλλαγή και η βίωση τώρα της μοναστικής, ησυχαστικής, λειτουργικής, εκκλησιαστικής εμπειρίας σε όποιο πλαίσιο, σε όποια συνθήκη και σε όποιο χώρο είναι κανείς. Θυμάμαι καταλήγοντας είπε: «αν άρον άρον επιμένεις και θέλεις να έχεις μιαν «αίσθηση» της «ερήμου», ε τότε πάρε λίγη άμμο και βάλε την σε μια γωνία στο σπίτι σου να έχεις μια συνεχή μνήμη της «ερήμου».
Με άλλα λόγια, όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, σε επίπεδο ιστορίας και πορείας του Γένους μας πρέπει ουσιαστικά να αλλάξομε εμείς εσωτερικά και να ξαναβρούμε την συνέχεια του νήματος, την συνέχεια της εμπειρίας μας, να ξαναβρούμε την ιδιοπροσωπία μας, να σταθούμε όρθιοι και να προχωρήσομε αποφασιστικά το βηματισμό μας στο μέλλον. Να πετάξομε τις ταφόπλακες του ψευτο-ρωμαίικου που μας πνίγουν δυο αιώνες τώρα και από μεταπράτες και ενεργούμενα των άλλων να γίνομε αυθεντικοί άνθρωποι, νοηματοδοτούμενοι και φωτιζόμενοι από την δική μας, γνήσια ρωμαίικη ταυτότητα και αναφορά μας.
Έχει την ιστορία και το κάλλος του και ο Παρθενώνας, αλλά ας ξεφύγομε επιτέλους από αυτόν. Δεν απορρίπτομε τίποτα. Κάθε άλλο. «Το απρόσληπτον και αθεράπευτον». Όμως ας πάμε επιτέλους στα μεγάλα, στα αιώνια, ας ξαναβρούμε την ιστορική μας πορεία ως Γένος, ας φωτιστούμε από την μαρτυρία των προγόνων μας και την οικουμενική, εσχατολογική μας προοπτική, η οποία θα νοηματοδοτήσει αγλαοφανώς την καθημερινότητά μας και σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο. Ας ξεφύγομε επιτέλους από τον μηδενισμό και την παρακμή και έχοντας την ιστορική εμπειρία χιλιετιών ας προχωρήσομε οραματικά προς το μέλλον.
Αντί της Αθήνας, ας στραφούμε επιτέλους στην καρδιά του Γένους μας, στην Πόλη, στην Εκκλησία, στην Μεγάλη Εκκλησία. Και πάλι το ξαναλέω: δεν χρειάζεται «να είμαστε εκεί». Αρκεί μονάχα να είναι η ζωή, η καρδιά και ο προσανατολισμός μας εκεί. Και εάν και εμείς όπως και ο νεαρός της ερώτησης θέλομε άρον άρον να βάλομε λίγη άμμο στο σπίτι μας για να έχομε τη συνεχή μνήμη της «ερήμου», ε τότε ας κάνομε κάτι απλό: ας μεταφέρομε την πρωτεύουσα της χώρας στην Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που γίνεται η «Συμβασιλεύουσα» στα χρόνια της Ρωμανίας, η πόλη που είναι πάντα η επόμενη πόλη της Κωνσταντινούπολης, η πόλη που ενέχει την ίδια πνευματική δυναμική και σημασία, που συμβολίζει και εκφράζει τα ίδια προτάγματα με την Κωνσταντινούπολή, η πόλη που σηματοδοτεί το ενιαίο του κράτους και τη συνέχιση του αγώνα ακόμα και τις εποχές που η Βασιλεύουσα βρίσκεται υπό ξένο κλοιό όπως το 1224 υπό Λατινοκρατίας.
Ας το δούμε όμως παράλληλα και με μιάν άλλη, ενεργητική προοπτική: ας αποτελέσει η μεταφορά της πρωτεύουσας της χώρας στην Θεσσαλονίκη έναν εμβληματικό στόχο, το σύμβολο, την σημαία της αναγέννησης του Ρωμαίικου. Ας καταδείξει ηχηρά μια τέτοια κίνησή μας την ενσυνείδητη ιστορική στροφή μας από το τοπικό στο οικουμενικό, από το μερικό στο όλον, από την αερογέφυρα της αρχαιότητας στην πραγματική ιστορική συνέχεια και πορεία του Γένους μας, από την υποτέλεια στην αυθύπαρκτη πορεία μας, από την απονεύρωση και την διάλυση στην συσπείρωση και στην ανάδειξη των δυνάμεων, από τον μεταπρατισμό στην δική μας αυθεντική σκέψη και πρόταση, από τον μηδενισμό στο όραμα, από την αρχαιότητα στο μέλλον και στην αγλαοφανή, εσχατολογική μας προοπτική.
Δεν θα σταθώ στα πολλαπλά οφέλη που θα είχε η κίνηση της μεταφοράς της πρωτεύουσας στη Θεσσαλονίκη. Οφέλη στην κοινωνική, οικονομική, πνευματική, πολιτιστική και σε κάθε έκφανση της ζωής της χώρας. Ούτε θα σταθώ στα πλεονεκτήματα της αποκέντρωσης, ή στην καλύτερη προάσπιση των υπό απειλή συνόρων μας, ή στο πολιτικό και μείζων γεωστρατηγικό βάθος μιας τέτοιας κίνησης. Θα σταθώ μόνο στο γεγονός ότι μια τέτοια κίνηση θα πρέπει να την δούμε με οντολογικές διαστάσεις καθώς είναι μια game changer συνθήκη, μια συνθήκη που αλλάζει σε βάθος το όλο πλαίσιο, μια συνθήκη που αλλάζει ουσιαστικά την ύπαρξή μας, την όλη νοηματοδότηση και προοπτική της ζωής μας. Είναι μια συνθήκη, που λέει συνεχώς πλέον πρώτα από όλα στους ίδιους μας τους εαυτούς, έπειτα στους λαούς της Χερσονήσου του Αίμου και της Μεσογείου, αλλά και σε όλο τον κόσμο, ότι κοιτάξτε, δεν είμαστε μόνο Έλληνες και απόγονοι του Περικλέους και της κλασικής αρχαιότητας, αλλά είμαστε κάτι πολύ μεγαλύτερο, πολύ πιο ώριμο και ευρύτερο, είμαστε το ευσεβές Γένος των Ρωμηών που πορευόμαστε στη διαχρονία με την σωτηριολογική για την οικουμένη, εσχατολογική του προοπτική.
«Ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς εἶπε· σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος» (Ιω. 1,43). Η αλλαγή του ονόματος, η αλλαγή της νοηματοδότησης και της προοπτικής, η αλλαγή του ανθρώπου και της ιστορίας.