Όταν πρωτοείδαμε το μήνυμα στα matrix του αεροδρομίου, ξαφνιαστήκαμε. Ποια η Μητέρα των πόλεων και γιατί; Για ποιο λόγο να της φερθούμε με την ίδια στοργή και λεπτότητα όπως τη μάνα μας; Όταν το ξαναείδαμε στην αναχώρηση, ο γρίφος λύθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη…
Στο διάστημα που την οργώσαμε, ο σεβασμός στην παράδοση, η ευγένεια, η ομορφιά, η ιστορία είναι τα στοιχεία με τα οποία η ίδια η πόλη κάνει feedback στον επισκέπτη εδώ και αιώνες χωρίς να τα εκβιάζει αλλά επιβάλλοντας τα με το γάντι…
Δεν φτύνεις στα μωσαϊκά πεζοδρόμια, δεν μοιράζεις σκουπίδια στο διάβα σου, δεν είσαι αγενής στον ευγενικό ούτε θρασύς και άξεστος Νεάντερνταλ στον υπάλληλο και το σερβιτόρο.
Έτσι, με αφορμή, πάλι, μια παράσταση, αυτοσυστηθήκαμε σ’ αυτό το ζωντανό, ανοιχτό, παγκόσμιο Μουσείο, σ’ αυτό το υπέροχο κράμα μπαρόκ και γκόθικ αισθητικής αφήνοντας ανοιχτές εκκρεμότητες για το μέλλον…
Στο εκθαμβωτικό State Opera House έκανε πρεμιέρα η όπερα του Dmitri Shostacovich, Lady Macbeth of Mtsensk, στην οποία τα κοστούμια έκανε ο Έλληνας Γιώργος Βαφιάς την δουλειά του οποίου γνωρίζουμε από παραστάσεις σε Επίδαυρο και Αθήνα. Σ’ αυτό το τρίωρο τετράπρακτο έπος που γράφηκε το 1932 σε λιμπρέτο του Αλεξάντρ Πρέις σε συνεργασία με τον συνθέτη από το ομότιτλο βιβλίο του Νικολάι Λεσκόφ, η δράση, ευφυώς, μεταφέρθηκε από τον σκηνοθέτη από την προεπαναστατική Ρωσία του 1860, στα χρόνια της Σταλινικής παντοκρατορίας, το 1934, για να μας αφηγηθεί την ανάρμοστη- όπως θα λέγαμε σήμερα - σχέση της όμορφης Κατερίνας Ιζμαήλοβα με τον νεαρό ερωτιάρη κολλήγα Σεργκέι την ώρα που ο σύζυγος επιθεωρεί τις αχανείς εκτάσεις του και ο πεθερός Μπορίς ξαποστέλλεται με συνοπτικές διαδικασίες- δηλητηριασμένα μανιτάρια,- από την φιλήδονη νύφη, για να ανοίξει διάπλατα τα πορτοπαράθυρα προς χάρη του αγαπημένου της, μέχρι να επιστρέψει ο απατηθείς και να δολοφονηθεί χωρίς οίκτο.
Όταν στο υπόγειο του πύργου αποκαλυφθούν τα πτώματα, τότε ο νόμος και οι εκπρόσωποι του που δεν κλήθηκαν στα πανηγύρια του γάμου της Κατερίνας με τον Σεργκέι, θα φανούν το ίδιο αμείλικτοι και οι φταίχτες θα πάρουν την άγουσα για τους θαλερούς σιβηρικούς λειμώνες.
Δεν είναι μόνο η ένταση και η δύναμη της μουσικής του Shostacovich – το θέμα έχει ειπωθεί εκατομμύρια φορές στην Τέχνη και τη Ζωή,- αλλά και το παρασκήνιο που καβαλάει στις πλάτες του το συγκεκριμένο έργο - απαγορευμένο από το 1936,- καθώς στο τρίτο ανέβασμα του στο θέατρο Μπολσόι είχε τη γκαντεμιά ανάμεσα στους θεατές να βρίσκεται και ο Ιωσήφ Στάλιν με όλο το Πολίτ Μπιρό που αποχώρησε στην Τρίτη Πράξη φρικαρισμένοι από το θέαμα.
Τη σκυτάλη πήρε την επομένη η Πράβντα, χαρακτηρίζοντας το : «δείγμα μικροαστικού φορμαλιστικού πειραματισμού, χυδαίο και αντίθετο με τις Σοβιετικές αξίες, ένα έργο για τα διεστραμμένα γούστα των αστών με τη θορυβώδη νευρωτική μουσική του που αδιαφορεί για τις μάζες κλπ κλπ » μέχρι το 1979, όταν το έργο επανήλθε πανηγυρικά στις σκηνές όλου του κόσμου ως η πιο δημοφιλής όπερα της Σοβιετικής Περιόδου χάρη στις προσπάθειες του Μστιλάβ Ροστροπόβιτς.
Θα μείνουμε μόνο στο δέος και την έκπληξη όταν είδαμε ένα τεράστιο τριώροφο ασανσέρ να καταβυθίζεται και να αναδύεται ανάλογα με τη δράση μπροστά μας, στον σπειροειδή φράχτη που ελίσσεται σα φίδι γύρο από τους ήρωες και τους απομονώνει, στους επικλινείς διαδρόμους που οδηγούν σε αόρατα ύψη, στη λελογισμένη χρήση του προτζέκτορα όταν υπάρχει ένταση στα πρόσωπα, στους δεκάδες δεκάδων χορωδούς και κομπάρσους, στη μετατροπή της σκηνής σε ένα τεράστιο Γκουλάγκ στη Δ΄Πράξη, στα κοστούμια του Γιώργου Βαφιά καμωμένα με αίσθημα και βαθιά ιστορική γνώση- η σκηνή του γάμου κολυμπάει στη μαγεία της έμπνευσης του, - και φυσικά στη Μουσική Διεύθυνση του Hermann Baumer και του σκηνοθέτη Martin Cicvak.
Ειδική μνεία στην ευγενική κυρία που μας πλησίασε δειλά και μας ζήτησε να παραδώσουμε τα παλτό μας στη γκαρνταρόμπα καθώς η Παρασκευή ήταν η επίσημη και η σάλα άστραφτε από τα σμόκιν και τα εξώπλατα.
Πράγα σ’ αγαπάμε.