Το 2016 είχα την τύχη να παρακολουθήσω το πρώτο debate μεταξύ Χίλαρι Κλίντον και Ντόναλντ Τραμπ στο CNN. Ο σχολιασμός μετά το debate φάνηκε ξεκάθαρα υπέρ της Κλίντον, με την υποστήριξη προς το πρόσωπό της να είναι τόσο υπερβολική, κάτι που πιθανώς περισσότερο την έβλαψε παρά την ωφέλησε. Συζητώντας με Αμερικανούς φίλους, διαπίστωσα πως η εικόνα στο FOX News ήταν η αντίστροφη, με την κριτική να είναι υπέρ του Τραμπ. Τα δεδομένα που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν αυτήν την αίσθηση: σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, η πλειοψηφία των τηλεθεατών του CNN ήταν υποστηρικτές της Κλίντον, ενώ αντίστοιχα στο FOX News, η πλειοψηφία υποστήριζε τον Τραμπ.
Αυτή η δυναμική πιθανότατα αντανακλά μια ευρύτερη τάση στην πολιτική, τα μέσα ενημέρωσης, αλλά και στην κοινωνία γενικότερα. Αν επιστρέψουμε στη δεκαετία του 1980, η τηλεοπτική κάλυψη των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ ήταν πιο ισορροπημένη. Για παράδειγμα, σε έρευνες της εποχής, οι τηλεθεατές δικτύων όπως το CBS ή το ABC έτειναν να κατανέμονται ομοιόμορφα ανάμεσα στους υποψήφιους, γεγονός που αντανακλούσε μια λιγότερο πολωμένη πολιτική σκηνή.
Η συμπεριφορική ψυχολογία μας βοηθά να κατανοήσουμε το φαινόμενο. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει την τάση να αναζητά πληροφορίες που επιβεβαιώνουν τις υπάρχουσες πεποιθήσεις του, αποφεύγοντας τις αντικρουόμενες. Αυτή η γνωστική λειτουργία, γνωστή ως ”προκατάληψη επιβεβαίωσης”, εξηγεί γιατί οι φανατικοί δυσκολεύονται να απαντήσουν στην απλή ερώτηση: «Υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να είναι λάθος αυτό που πιστεύετε;». Στην πραγματικότητα, ένας φανατικός σπάνια αναγνωρίζει την πιθανότητα σφάλματος και επίσης δεν έχει τη διαθεσιμότητα στην πληροφορία που θα του επέτρεπε να αντικρούσει την άποψή του, αφού έχει φροντίσει να αποκλείσει τέτοιες πηγές στις πεποιθήσεις του, επιλέγοντας αντίθετα να παραμένει εγκλωβισμένος στη δική του «αλήθεια».
Αν το σκεφτούμε λίγο καλύτερα, οι αλγόριθμοι εξατομίκευσης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μάλλον επιτείνουν αυτή την κατάσταση. Δίνοντας τη δυνατότητα στους χρήστες να επιλέγουν περιεχόμενο βάσει των προτιμήσεών τους, διαμορφώνονται «φίλτρα-φούσκες», όπου εκτίθενται σχεδόν αποκλειστικά σε απόψεις που επιβεβαιώνουν τις δικές τους. Αυτό δεν είναι απλώς μια τεχνολογική τάση, αλλά μια συστηματική ενίσχυση της μισαλλοδοξίας, καθώς αποκλείει τη δυνατότητα για διάλογο και κατανόηση της αντίθετης άποψης, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ενισχύει το φανατισμό. Στην Ελλάδα, παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται σε διάφορα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, όπου οι πολίτες, όπως και στις ΗΠΑ, τείνουν να αναζητούν μέσα που επιβεβαιώνουν τις απόψεις τους, παρά τις θέτουν υπό αμφισβήτηση, ενισχύοντας έτσι την κοινωνική και πολιτική πόλωση.
Η πόλωση όμως, που παρατηρείται ατομικά μέσα από την επιβεβαίωση των προσωπικών μας απόψεων οδηγεί τελικά σε κοινωνίες βαθιά διχασμένες και συχνά μπερδεμένες, όπου η μισαλλοδοξία, ο φανατισμός και οι διχόνοιες ενισχύονται. Είναι θλιβερό να βλέπει κανείς πώς η αδυναμία να αναγνωρίσουμε την αξία της αντίθετης άποψης, σε συνδυασμό με την απομόνωση στις δικές μας πεποιθήσεις, μπορεί να διαβρώσει την κοινωνική συνοχή και να οδηγήσει σε εντάσεις, ακόμα και σε συγκρούσεις ολόκληρων χωρών.
Με αυτό τον προβληματισμό, και καθώς πλησιάζουμε στο 2025, ας ελπίσουμε ότι θα καταφέρουμε να ξεπεράσουμε αυτά τα εμπόδια. Ας ευχηθούμε για λιγότερη μισαλλοδοξία και περισσότερη διάθεση για κατανόηση και αποδοχή του διαφορετικού. Εύχομαι το νέο έτος να μας εμπνεύσει να κοιτάξουμε πέρα από τη δική μας οπτική και να ανακαλύψουμε την ελπίδα και την αλήθεια που πολλές φορές κρύβεται στην αντίθετη άποψη.