Στη συνείδηση μάλλον των περισσοτέρων η μουσική της Ελένης Καραϊνδρου έχει συνδυαστεί, αν όχι ταυτιστεί, με τον κινηματογράφο και, κακά τα ψέματα, με τις ταινίες του αείμνηστου Θόδωρου Αγγελόπουλου. Οσο όμως και αν γνωρίζω πολύ καλά ότι η ενασχόληση της διεθνώς καταξιωμένης δημιουργού με την κινηματογραφική μουσική είναι πολύ πιο μακρόχρονη (μετά το ντεμπούτο της «Η Μεγάλη Αγρυπνία», έναν κύκλο τραγουδιών σε ποίηση Κ. Χ. Μύρη και ερμηνεία Μαρίας Φαραντούρη, ο δεύτερος ήδη δίσκος της το 1982 περιείχε την μουσική της για δύο ταινίες του Χριστόφορου Χριστοφή, τα «Ρόζα» και «Περιπλάνηση») και χωρίς φυσικά να μειώνω ούτε στο ελάχιστο τα θαυμάσια soundtracks της προσωπικά πιστεύω, αιρετικά ίσως, ότι η θεατρική μουσική όχι μόνον της ταιριάζει περισσότερο και αναδεικνύει ακόμα πιο πολύ το μεγάλο ταλέντο της αλλά και εντέλει οι σελίδες από τις παρτιτούρες της που έχει προσφέρει σε αυτήν υπερβαίνουν σε αξία αυτές που έχει δώσει στον κινηματογράφο. Και όχι μόνον επειδή αριθμητικά, άρα και από πλευράς όγκου, είναι πολύ περισσότερες από τις κινηματογραφικές....
Δεν γνωρίζω φυσικά αν η ίδια συμφωνεί με αυτή την - απολύτως προσωπική, το επαναλαμβάνω - άποψη μου. Γνωρίζω όμως πολύ καλά από τις αρκετές συνεντεύξεις μα και συζητήσεις που έχω κάνει μαζί της ότι η, εκ παραλλήλου με τις μουσικές σπουδές της, απόφοιτους του ιστορικού - αρχαιολογικού τμήματος της φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών ανέκαθεν αγαπούσε πάρα πολύ καταρχήν τα κείμενα των αρχαίων τραγωδιών τα οποία μάλιστα, χάρη στις ακαδημαϊκές σπουδές της, μπορεί να απολαύσει και στην αυθεντική γλώσσα που γράφτηκαν, τα αρχαία ελληνικά. Είναι περιττό βέβαια να πω ότι τα κείμενα αυτά, πέραν της λογοτεχνικής αξίας τους, αποτέλεσαν την γέννηση της σημαντικότατης μορφής πρώτα έκφρασης και μετά δημιουργίας της ανθρωπότητας η οποία αποκλήθηκε θέατρο. Θα μείνω μόνο σε αυτό χωρίς να προεκταθώ στο ότι το κύριο αντικείμενο των πανεπιστημιακών σπουδών της, η Ιστορία, μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος ρεαλιστικής διαχρονικής αφήγησης και, υπό αυτή την έννοια, ένα «πρόπλασμα» θεάτρου γιατί αυτό αγγίζει την φιλοσοφία (της επιστήμης πιθανότατα) και ξεφεύγει από τα όρια ενός κριτικού/θεωρητικού άρθρου περί μουσικής.
Οπως και αν έχει πάντως και πέραν από θεωρητικές τοποθετήσεις η έμπρακτη ενασχόληση της Ελένης Καραΐνδρου με την μουσική για το θέατρο μπορεί να άργησε πολύ να καταγραφεί σε δίσκο (η πρώτη φορά που συνέβη κανονικά αυτό, πλην κάποιων συγκεντρωτικών αφιερωματικών κυκλοφοριών, ήταν το 2002, όταν πλέον είχε ξεκινήσει να κυκλοφορεί τους δίσκους της στην φημισμένη γερμανική jazz εταιρεία ECM, με το «Trojan Women») είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα από αυτήν με την κινηματογραφική, για την Ιστορία το 1975, με μια παράσταση του «Το Ημέρωμα Της Στρίγκλας» του Ουίλιαμ Σεξπιρ που είχε σκηνοθετήσει ο Σταύρος Ντουφεξής. Παράλληλα με τα soundtracks της και την πρωτότυπη συνθετική δραστηριότητα της συνεχίστηκε με όχι αμείωτη αλλά όλο και μεγαλύτερη συχνότητα δημιουργώντας ένα corpus έργων ικανού μεγέθους το οποίο απλώς από μια στιγμή και μετά άρχισε ευτυχώς να καταγράφεται και να κυκλοφορεί σε CD.
Η πιο πρόσφατη τέτοια κυκλοφορία πραγματοποιήθηκε λίγο πριν τα Χριστούγεννα από την εταιρεία Μικρή Άρκτος του Παρασκευά Καρασούλου που αντιπροσωπεύει και διανέμει στην Ελλάδα την ECM από την οποία, όπως προανέφερα, κυκλοφορεί εδώ και πολλά χρόνια η πλειοψηφία των δίσκων της Ε. Κ. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά καλαίσθητο, όπως μας έχει συνηθίσει η εν λόγω εταιρεία, βιβλίο με ένα ωραιότατο εξώφυλλο που έχει φιλοτεχνήσει ο ζωγράφος και στέλεχος της Μικρής Άρκτου Ανδρέας Γεωργιάδης και το οποίο περιέχει δύο CD με την μουσική της συνθέτιδας για ισάριθμες θεατρικές παραστάσεις της σεζόν ’16 – ’17. Παρότι οι παραστάσεις αυτές ήταν εντελώς διαφορετικές και αντίστοιχα διαφέρουν πολύ και οι μουσικές επενδύσεις τους αμφότερες οι τελευταίες διαθέτουν όλα τα γνωρίσματα – και τα χαρίσματα – της προσέγγισης της συνθέτιδας στην θεατρική μουσική και έτσι προσφέρονται για μια συνολική μελέτη της όπως εξελίχθηκε μέσα στον χρόνο.
Στο πρώτο CD βρίσκουμε την μουσική του «Πόθοι Κάτω Από Τις Λεύκες» του Ευγενίου Ο’ Νιλ που ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του συζύγου της δημιουργού Αντώνη Αντύπα την μουσική των παραστάσεων του οποίου υπογράφει μόνιμα εδώ και πάρα πολλά χρόνια, σε όλη την διάρκεια της ύπαρξης του Απλού Θεάτρου του. Το συγκεκριμένο έργο εκ φύσεως έχει πάρα πολλά στοιχεία αρχαίας ελληνικής τραγωδίας καθώς προφανέστατα σε αυτό ο Αμερικανός συγγραφέας εν πολλοίς μεταφέρει την «Φαίδρα» του Ευρυπίδη στο Νότο της χώρας του την δεκαετία του ’20. Τόσο λοιπόν ο σκηνοθέτης όσο και η συνθέτιδα βρίσκονταν σε αυτό σε πολύ γνώριμο τους έδαφος καθώς από κοινού έχουν ασχοληθεί πολλές φορές και εις βάθος με αυτό το θεατρικό ιδίωμα. Από την άλλη το «Πόθοι Κάτω Από Τις Λεύκες» δεν παύει να είναι ένα έργο της σύγχρονης εποχής που γράφτηκε από μη Ελληνα συγγραφέα και διαδραματίζεται σε μια πολύ μακρινή χώρα οπότε μπορεί μεν να εργάστηκαν με βάση τους ίδιους κώδικες αλλά η αντίστοιχη προσέγγιση τους ήταν πολύ διαφορετική.
Για την Ε. Κ. αυτό σημαίνει πως αντί, για παράδειγμα, των πολυφωνικών γυναικείων χορικών και τις επίμονων πολυρυθμιών παραδοσιακών στην πλειοψηφία τους κρουστών, αμφοτέρων δηλαδή καθαρά ελληνικών στοιχείων, που χαρακτήριζαν την εμβληματική θα μπορούσα να πω μουσική της για την παράσταση του Απλού Θεάτρου της τραγωδίας του Ευρυπίδη «Τρωάδες» το ’01 (που όπως προανέφερα την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε σε CD με τον αγγλικό τίτλο «Trojan Women») σε αυτή την περίπτωση τον πρώτο λόγο έχουν τα πνευστά. Πέντε τέτοια συγκεκριμένα, τενόρο σαξόφωνο, όμποε, φαγκότο, κλαρινέτο και κόρνο από ισάριθμους εξαίρετους σολίστ. Το πρώτο από αυτά, παιγμένο από τον David Lynch, παίζει το σύντομο βασικό θέμα παραδίδοντας το στα υπόλοιπα για τις παραλλαγές του επάνω σε ένα υπόστρωμα από έγχορδα (βιολί, βιολοντσέλο μα και δωδεκάχορδη κιθάρα) ενώ το synthesizer που παίζει η ίδια η συνθέτιδα προσθέτει μιαν ιδιαίτερη ατμοσφαιρικότητα ως επιστέγασμα ενός πολύ όμορφου αποτελέσματος.
Ακόμα ωραιότερη όμως είναι η μουσική της για το «Το Γλυκό Πουλί Της Νιότης» του Τενεσί Ουίλιαμς που ανέβηκε στο θέατρο «Κάτια Δανδουλάκη» σε διασκευή και σκηνοθεσία Νικαίτης Κουντούρη. Αν και πολύ λιγότερα από το προηγούμενο το έργο αυτό έχει επίσης στοιχεία από την αρχαία τραγωδία, πάνω από όλα όμως είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά ενός από τους μέγιστους ανατόμους – διά του νυστεριού της πένας του – της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και των παθών της. Η εφήμερη λάμψη της show business χρησιμοποιείται ως αλληγορικό πλαίσιο για μιαν ιστορία της οποίας κεντρικό θέμα είναι η σωματική και όχι μόνο φθορά που επιφέρει ο χρόνος στον άνθρωπο και η αναπόφευκτη κατάληξη της αλλά η τοποθέτηση της δράσης σε μια συγκεκριμένη χωροχρονική συνθήκη – όπως και στο έργο του Ο’ Νιλ μια μικρή πόλη του αμερικανικού Νότου αλλά στα τέλη πλέον της δεκαετίας του ’50 – το κάνει να θίγει και πολλά ακόμα ζητήματα, τον ρατσισμό, την μισαλλοδοξία αλλά και την μικρόνοια και τον ασφυκτικό, από περιορισμούς και άλλους παράγοντες, τρόπο ζωής στα «κλειστά» επαρχιακά περιβάλλοντα.
Δεν είναι διόλου συμπτωματικό λοιπόν ότι είναι η πρώτη φορά που στην μουσική της Ε. Κ. ενυπάρχουν τόσα στοιχεία από την αμερικανική. Το γεγονός αυτό εκφράζεται αλλά και τονίζεται από το ότι κατά κύριο λόγο παίζεται από τους Human Touch, ένα τρίο που αποτελείται από τρεις κορυφαίους μουσικούς, τον πιανίστα Σταύρο Λαντσια, τον Αμερικανό (αλλά πολιτογραφημένο πλέον Ελληνα) σαξοφωνίστα David Lynch, και τον μπασίστα Γιώτη Κιουρτσόγλου και, παρά την περιστασιακή δραστηριοποίηση του, παραμένει εδώ και πολλά χρόνια ένα από τα καλύτερα μα και σημαντικότερα σχήματα της ελληνικής jazz σκηνής. Σε αυτή την περίπτωση μάλιστα η συνθέτιδα τολμά να κάνει και μία υπέρβαση, ενώ δηλαδή θα μπορούσε να έχει στη διάθεση της οποιονδήποτε σημαίνοντα Ελληνα ερμηνευτή εμπιστεύεται τα δύο τραγούδια της παράστασης (που σε αυτήν τα ερμήνευε ο ηθοποιός ο οποίος υποδυόταν τον πλανόδιο μουσικό) στον David Lynch. Αν μάλιστα στην διασκευή του κλασικού gospel «Amazing Grace» που είναι στην μητρική γλώσσα του η επιλογή αυτή φαντάζει προφανής είναι στο «Μια Άσπρη Κάντιλακ» που το «πείραμα» αποδεικνύεται απολύτως επιτυχημένο καθώς τα «σπασμένα» ελληνικά αλλά και η «τσακισμένη φωνή» του συνάδουν και υπογραμμίζουν την παρακμιακή ατμόσφαιρα η οποία διαπνέει τους γραμμένους από την σκηνοθέτιδα της παράστασης στίχους.
Ταυτόχρονα τα blues περάματα της κιθάρας του Μπάμπη Τυρόπουλου όχι μόνο παραπέμπουν αλλά και σε μεταφέρουν στο Νότο των ΗΠΑ, το αγαπημένο της δημιουργού όμποε, πάντα από τον μόνιμο συνεργάτη της, τον σολίστ Βαγγέλη Χριστόπουλο αλλά και το κλαρινέτο χρωματίζουν με σαγηνευτικές «πινελιές», όπως και το δεύτερο πιάνο αλλά και το synthesizer πάλι τα οποία παίζει η ίδια. Θεωρώ όμως ότι μετά τα τρία βασικά όργανα των Human Touch τον καθοριστικότερο ρόλο παίζει το ακορντεόν του βιρτουόζου Ντίνου Χατζηιορδάνου που αποδίδει και, με το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα του, αναδεικνύει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την έντονη αίσθηση νοσταλγίας η οποία διακατέχει συνολικά το έργο. Η νοσταλγία είναι και το συναίσθημα που σύμφωνα με την ίδια την δημιουργό, πολύ περισσότερο από την μελαγχολία, κυριαρχεί στην μουσική της.
Αυτό βέβαια το υπέροχο, σχεδόν αριστουργηματικό θα μπορούσα να πω στο δεύτερο έργο, αποτέλεσμα δεν αποτελεί έκπληξη για εμένα καθώς παρακολουθώ και παρατηρώ επί δεκαετίες πόσο υπομονετικά και προσεχτικά διαμορφώνει η Ε. Κ. την συνθετική τεχνική και μεθοδολογία της ώστε σήμερα να έχει φτάσει πια σε επίπεδο οριακής τελειότητας σε οτιδήποτε γράφει και αυτό φυσικά ισχύει και για την μουσική της για το θέατρο. Εκτός όμως από αυτό είχα την τιμή και την ευκαιρία να την δω μερικές φορές σε στιγμές της καθημερινότητας και στον πιο οικείο χώρο της, στο σπίτι της. Γνωρίζω λοιπόν πολύ καλά ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο απλό, γήινο, απόλυτα ισορροπημένο, ειλικρινή και αληθινό ο οποίος δένεται με τους ανθρώπους αλλά ακόμα και με ορισμένα αντικείμενα που παραπέμπουν ή του θυμίζουν συγκεκριμένους ανθρώπους. Έναν άνθρωπο όμως που ταυτόχρονα είναι εξαιρετικά ευπροσήγορος, διαθέτει πραγματική ευγένεια, της ψυχής δηλαδή και όχι μόνο των τρόπων, είναι μάλλον ιδιαίτερα ευσυγκίνητος και, πάνω από όλα, έναν πολύ πλούσιο ψυχικό κόσμο δίπλα στον τόσο καλλιεργημένο πνευματικό του.
Η σύνθετη προσωπικότητα που προκύπτει από τον συνδυασμό όλων αυτών των στοιχείων, ο άνθρωπος Ελένη, δεν θα μπορούσε να μην διαμορφώσει και την δημιουργική φυσιογνωμία της. Η δημιουργός Καραϊνδρου λοιπόν δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι μια συνθέτιδα «μεγάλων οριζόντων» και εντυπωσιακά μεγαλοπρεπών χειρονομιών αλλά αντίθετα των μικρών αποστάσεων και των ακόμα μικρότερων χώρων, των λεπτών και διακριτικών κινήσεων μα και των πολύ μεγάλων συναισθημάτων. Όλα αυτά αποτυπώνονται ανάγλυφα στην γραφή της, στον ιδιότυπο «μινιμαλισμό» της – εις αναζήτηση καλύτερου όρου....- ο οποίος αρθρώνεται με απλούς ως και απλούστατους (και για αυτό εξαιρετικά δύσκολους γιατί, όσο οξύμωρο και αν φαίνεται, η πραγματική απλότητα και μάλιστα στο έπακρο της δεν είναι καθόλου εύκολο να κατακτηθεί) και μικρούς, τόσο σε διάρκεια όσο και σε αριθμό νοτών, μελωδικούς πυρήνες. Πανέμορφα θέματα, συνήθως όχι περισσότερα από δύο κάθε φορά και οι αρκετές, όχι κραυγαλέα μεν αλλά αισθητά, διαφορετικές παραλλαγές τους, κάθε μία από τις οποίες κατά κανόνα την αναθέτει σε διαφορετικό βασικό όργανο από αυτό των άλλων και βέβαια και από εκείνο του πρωταρχικού θέματος καθώς ένα άλλο στοιχείο το οποίο την διακρίνει είναι ένα συνεχές άκρως γοητευτικό «παιχνίδι» με τα (ηχο)χρώματα όλου του εύρους της ενορχηστρωτικής παλέτας.
Οπως όμως όλοι οι σπουδαίοι δημιουργοί της περιόδου που, διόλου συμπτωματικά, ακολούθησε τον πληθωρισμό του ρομαντισμού του δεκάτου ένατου αιώνα η Ε. Κ. γνωρίζει πολύ καλά το μεγάλο και καθόλου κρυφό «μυστικό» της μουσικής της εποχής μας, ότι πολύ περισσότερη σημασία από αυτά που παίζεις έχουν αυτά που επιλέγεις να μην παίξεις. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της μουσικής της είναι η αίσθηση του άφθονου «χώρου» ή, αν το προτιμάτε έτσι, των εσωτερικών «σιωπών» της. Δεν πρόκειται καν για τα υπονοηθέντα, τα παραλειπόμενα ή τα υπολειπόμενα αλλά για τα συνειδητά υπόρρητα, όσα δεν μπορούν, δεν πρέπει, δεν χρειάζεται ή και απλά δεν έχει εντέλει νόημα να ειπωθούν/γραφούν/παιχτούν. Αυτά είναι που προσδίδουν στην μουσική της την κυρίαρχη διάθεση και αίσθηση της που – θα μου επιτρέψει να διαφωνήσω μαζί της! – δεν είναι η νοσταλγική αλλά η ελεγειακή. «Η ελεγεία του ξεριζωμού», όπως ακριβώς ήταν ο τίτλος τον οποίο έδωσε σε ένα έργο – διόλου συμπτωματικά σύνοψη κατά κάποιο τρόπο όλου του μέχρι τότε - της που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής το ’04 και κυκλοφόρησε σε CD το ’06. Οχι όμως μόνον του έξωθεν ξεριζωμού, αυτού με την τοπική ή και εθνική έννοια στον οποίο στέκεται η ίδια αλλά, θα προσέθετα, και του έσωθεν, αυτού από τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας και την θέληση του πραγματικού εαυτού μας.
«Ἐστὶν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι’ ἀπαγγελίας, δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν» είναι ο ορισμός που έδωσε για την τραγωδία ο Αριστοτέλης την εποχή κατά την οποία αυτή άκμαζε, ορίζοντας έτσι λίγο – πολύ και συνολικά αυτό το οποίο λέμε θέατρο. Σε αυτήν λοιπόν την όντως πολύ σημαντική και τέλεια, όταν εκκινεί από κείμενα με περιεχόμενο, ουσία και αξία, μορφή δημιουργίας έρχεται να προστεθεί σε περιπτώσεις όπως οι εν λόγω δύο η εξίσου τέλεια (δηλαδή αυτοτελής, αυθύπαρκτη, αυτό σήμαινε η λέξη στα αρχαία ελληνικά) μουσική της Ε. Κ. Οχι όμως για να υποκαταστήσει τον λόγο, αυτό το έκανε στην κινηματογραφική μουσική της και πάνω από όλα φυσικά στα soundtracks της για τις ταινίες του Θ. Άγγελόπουλου.
Στο θέατρο ο λόγος υπάρχει πάντα, είναι το κεντρικό στοιχείο του, μάλιστα πολύ πιο συχνά είναι ουσιαστικά το μοναδικό ν(κυριολεκτικά και μεταφορικά οι μονόλογοι) παρά απουσιάζει παντελώς όπως στο λεγόμενο σωματικό θέατρο. Ετσι η μουσική της Ε. Κ. έρχεται για να επενδύσει τις πράξεις, τις κινήσεις, εντέλει την σωματικότητα της θεατρικής πράξης. Τότε αυτή η εμφορούμενη από την σιωπή μουσική παράδοξα καθίσταται ο ήχος αυτών των σιωπηλών πράξεων και κινήσεων, επί της ουσίας προσδίδει λόγο στις ταλανηθείσες όπως και οι περισσότερες άλλες και για αυτό βωβές ζωές οι οποίες αναπαρίστανται στη σκηνή. Το κάνει μάλιστα με τόσο όμορφο μα και ζωντανό, πραγματικά πάσχοντα τρόπο ώστε συχνά να αναρωτιόμαστε αθέλητα μήπως οι ζωές οι οποίες παρακολουθούμε είναι τελικά πολύ πιο αληθινές από εκείνες της συντριπτικής πλειοψηφίας των θεατών/ακροατών της εποχής μας.
Αυτό συμβαίνει γιατί, στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου και στην Ελλάδα, εδώ και αρκετά πλέον χρόνια, ακόμα περισσότερο ίσως από αλλού οι ζωές μας δείχνουν να είναι έργα μέτρια, αδιάφορα ή και σχεδόν ανύπαρκτα, με ανέμπνευστη και δίχως όραμα σκηνοθεσία και ηθοποιούς με ελάχιστο ή καθόλου ταλέντο οι οποίοι επιπλέον περιπλανώνται δίχως καμία καθοδήγηση στην σκηνή της κοινωνίας. Έστω και έτσι όμως και παρά την θλίψη που προκαλεί η συγκεκριμένη σκέψη η μουσική της Ελένης Κραϊνδρου και σε αυτή - όπως και σε οποιαδήποτε άλλη – την περίσταση υπερβαίνει ακόμα και τα όρια της ουσιαστικής και αξιολογότατης ψυχαγωγίας για να κάνει κάτι που εκείνη της συντριπτικής πλειοψηφίας των ομότεχνων της στην Ελλάδα ούτε καν αποτολμά, πόσο μάλλον δεν κατορθώνει να πραγματώσει. Να προσφέρει γενναιόδωρα και δίχως να ζητά το παραμικρό αντάλλαγμα για αυτό παραμυθία...