Η Μοιρασμένη Πρωτεύουσα

Κυπριακός καφές στα κατεχόμενα μετά από 462 μέρες
Η Πράσινη Γραμμή στα γαλανόλευκα
.
Η Πράσινη Γραμμή στα γαλανόλευκα

Ύστερα από 462 μέρες κατάφερα να περάσω το οδόφραγμα στην Οδό Λήδρας στη Λευκωσία. Ένα από τα οδοφράγματα της ντροπής για την Κύπρο, την πολιτισμένη Ευρώπη και τη διεθνή κοινότητα. Μα πάνω απ’ όλα για μας, τους Κύπριους.

Για μας, οι οποίοι με την ανθρωποειδή συμπεριφορά και νοοτροπία μας, δώσαμε τόσες ευκαιρίες στους ακραίους ανθρωπίδες (μεγάλους πίθηκους) των δυο κοινοτήτων να μας βουτήξουν στο αίμα και στη συνέχεια στις «Μητέρες Πατρίδες» και στη «Θεία Βρετανία» να προβούν στα δικά τους εγκλήματα.

Στα ατιμώρητα εγκλήματα. Στο πραξικόπημα, που μας ήρθε από την κοιτίδα του πολιτισμού, στην εισβολή, την οποία μας έφερε η Αϊσέ, «που ήρθε για διακοπές», και στο «διαίρει και βασίλευε» της πάλαι ποτέ κραταιάς βρετανικής αυτοκρατορίας.

Λήδρας
.
Λήδρας

Σαράντα επτά χρόνια μετά, θρηνώ ακόμα για το γελαστό παιδί από το φυλάκιο της οδού Ιούς, που έφυγε τρυπημένο από τα σπασμένα γυαλιά του παρατηρητηρίου στον Πύργο του Σιακόλα. Όταν τον έστειλαν εκεί απ’ το φυλάκιο μας, μας έκανε πλάκα πως θα «μας βλέπει από ψηλά». Όταν το Τούρκικο πυροβολικό κτύπησε το γυάλινο παρατηρητήριο, ο Σαββάκης άρχισε να μας βλέπει από πολύ πιο ψηλά. Οι γελασμένοι λένε πως μας βλέπει απ’ τον παράδεισο.

Έπρεπε να περάσουν 40 χρόνια για να «τολμήσω» να ξανανέβω στον Πύργο. Και αυτό, γιατί συνόδευα φίλους απ’ την Ισπανία. Τώρα ανεβαίνω πιο συχνά, γιατί εκεί ένοιωσα πως η μοιρασμένη πρωτεύουσα μοιάζει σαν μια κανονική πόλη.

Σε παρασέρνουν τα κλασικά σπίτια του παλιού κέντρου, κτισμένα από ασβεστολιθικό ψαμμίτη, το παραδοσιακό δομικό υλικό του νησιού, έτσι που αγνοείς τα φυλάκια και τα οδοφράγματα.

Η παλιά μου Λευκωσία που διέσχιζα καθημερινά με το ποδήλατο μου. Όταν δεν υπήρχε πράσινη γραμμή. Η «πράσινη» σήμερα γραμμή, αλλά με εθνικά χρώματα από κάθε πλευρά: γαλανόλευκα «που ποδά» (από εδώ), ερυθρό με λευκή ημισέληνο «που ποτζεί» (από εκεί).

Πήγα μια βόλτα στα κατεχόμενα να δω «τι γίνεται» και να πιώ ένα καφέ. Κυπριακό με καϊμάκι, φρασμένο αργά-αργά σε τζισβέ. Αν ήταν Σάββατο, θα πήγαινα κατ’ ευθεία στο Μπουγιούκ Χαν (Μεγάλο Χάνι), όπου δεκάδες Ε/Κ και Τ/Κ, κάθονται μαζί να πιούν το καφέ τους, όπως παλιά. Αυτό λένε - όπως παλιά - και το πιστεύουν. Θα ‘ταν απάνθρωπο να το αμφισβητήσεις. Δυστυχώς, όμως, ποτέ πια δεν θα είναι «όπως παλιά». Τότε που πηγαίνανε στην εκκλησιά ή στο τζαμί μαζί. Τότε που ο Κωστής με το μουστάκι από την Αχερίτου γινόταν τατάς (νονός) του Μουσταφά, που μετά από 25 χρόνια με κλειστά τα οδοφράγματα, ήρθε και τον βρήκε. Να του φιλήσει το χέρι και να του φέρει λουκάνικα απ’ το χωριό τους!

Το τελευταίο Σάββατο, πριν τον κορωνοϊό, μια Ελληνο-κυπριακή οικογένεια έκανε το μνημόσυνο του πατέρα τους στο Μπουγιούκ Χαν (με κουλούρι, ελιές, χαλούμι, αγγουράκια, ντομάτες και καφέ). Οι Τουρκο-κύπριοι φίλοι του μακαρίτη ήταν περισσότεροι απ’ «τους δικούς μας». Καμιά σαρανταριά όλοι μαζί. Ο Ολύμπιος απ’ τον Τακτακαλά είναι εκεί κάθε Σάββατο. Έχει τόσα να πει με τους δικούς του κολλητούς από τότε που παίζανε σαν παιδιά μέσα στην τάφρο του Ορφέα. Και με το φίλο του πατέρα του, που τους διηγείται παλιές ιστορίες, όταν ήταν όλοι μόνο Κυπραίοι.

Πέρασα το οδόφραγμα και στα 50 μέτρα άκουσα στα ελληνικά δυο πρεσβύτερους να ψάχνουν για φαρμακείο και δυο νεαρές κυρίες να συζητούν για το ύφασμα που θα αγοράσουν. Ένας Ελληνο-κύπριος αστυνομικός έπινε τον καφέ του με ένα «εχθρό μας». Χαμογελαστοί, μιλούσαν για τις οικογένειες τους, για το παλιό χωριό τους, για το ατύχημα του γιού του αστυνομικού, που παραλίγο να τον αφήσει παράλυτο.

Κάθισα στο διπλανό τραπέζι για τον σκέτο μου καφέ, αλλά αμέσως με «άρπαξαν» και με έσυραν στο δικό τους. Δεν τους γνώριζα. Αυτό δεν μας εμπόδισε να μιλάμε για μια τουλάχιστο ώρα σαν παλιόφιλοι!

Καφές μπροστά στο Μεγάλο Χάνι
.
Καφές μπροστά στο Μεγάλο Χάνι

Φεύγοντας ακουμπήσαμε τις γροθιές μας – λόγω κορωνοϊού – και υποσχεθήκαμε να τα ξαναπούμε το Σάββατο στο Μεγάλο Χάνι - Πρώτα ο Θεός, Ινσαλλάχ.

Στην επιστροφή σιγοτραγουδούσα θλιμμένα:

Λένε πως ο άνθρωπος πρέπει την πατρίδα ν’ αγαπά
έτσι λέει κι ο πατέρας μου συχνά
Η δική μου η πατρίδα έχει μοιραστεί στα δυο
ποιο από τα δυο κομμάτια πρέπει ν’ αγαπώ;