Καθόταν στο καφενείο του εμπορικού κέντρου στο Μοντρεάλ ολομόναχος, η παλιοπαρέα που συνήθως μαζευόταν εκεί για καφεδάκι επί οχτάωρο να μιλήσουν και να παίξουνε χαρτάκι, δεν ήρθε σήμερα. Ήταν Πάσχα, Πάσχα των Ελλήνων κι εκείνος έμεινε μόνος. Μόνος, με αυτή τη βαθειά μοναξιά που μόνο ο χρόνος φορτώνει στην πλάτη του ανθρώπου.
Ωραίος άντρας και στιβαρός στα εξήντα του είχε βγει στη σύνταξη από τα 55 του ένεκα αναπηρίας. Είχε πάθει το δεξί του χέρι καθώς κατά λάθος το έβαλε στο βιομηχανικό πλυντήριο πιάτων και του έκοψε τα νεύρα. Παρέλυσε το χέρι του αλλά δεν τον ένοιαζε γιατί αυτός ήταν αριστερόχειρας αλλά ξέφυγε με τούτα και με εκείνα και πήρε την πρόωρη αναπηρική σύνταξη.
Ηταν εκείνη η κυρά-Νίτσα που ήξερε γράμματα γαλλικά ΄(είχε ζήσει λέει στο Καμερούν) και μπαινόβγαινε στα γραφεία του Ρεζί Κεμπέκ (κάπως έτσι το λέγανε), λάδωνε τους υπαλλήλους και έβγαζε συντάξεις. Σιγά μωρέ μη γινόνταν αυτά μόνο στην Ελλάδα. Έτσι ο Λουκάς απόκτησε την ελευθερία του. Πούλησε και το εστιατόριό του, έβαλε δέκα δεκάρες στην άκρη και απολάμβανε τις μέρες του παίζοντας πρέφα με τα παιδιά στο εμπορικό κέντρο. Α ναι, ο Λουκάς ήταν ελεύθερο πνεύμα.
Από μικρός στο χωριό έλεγε πως ήθελε να γνωρίσει ξένους τόπους κι όταν έγινε παλικαράκι αμούστακο σχεδόν στα 16 του, βρήκε τον συγγενή του τον Μαντουβάλα που ήταν μπασμένος στα καράβια, και τον έφερε βόλτα να του βγάλει ναυτικό φυλλάδιο κρυφά από τη μάνα του καθώς ήταν μοναχογιός ανάμεσα σε τέσσερα θηλυκά. Έτσι μπάρκαρε για τα ξένα. Ετοίμασε τη βαλίτσα του κρυφά στο σπίτι ενός φίλου του για να μην αρχίσει η μάνα του τα κλάματα και τον αποθαρρύνει. Και μια μέρα- Απρίλης ήτανε θαρρούσε- αποχαιρέτησε τη μάνα του και τις αδερφές του. Τους έταξε πως θα πήγαινε στα καράβια να τους φέρει σεντόνια και ολομέταξες νυχτικές για τα προικιά τους και να τους στέλνει χρήματα να καλοπαντρευτούνε.
Η μάνα του έκλαιγε απαρηγόρητα, μαγκελευότανε. Ο μοναχογιός της, το παιδί της, το καμάρι της να πάει στα καράβια! Νοικοκυραίοι ήτανε, χτήματα με ελιές είχανε, εργάτες που τις μαζεύανε απασχολούσαν και πολλές λίρες στην τράπεζα στοιβάζοντας προίκα για τα θηλυκά της. Γιατί να ξενητευτεί ο Λουκάς της;
Αλλά αυτός δεν άλλαξε γνώμη, πήγε με το λεωφορείο στην Αθήνα. Θαμπώθηκε από την πρωτεύουσα με τις πολυκατοικίες, κατέβηκε μέχρι τον Περαία και μέσα σε τρείς μέρες βρήκε μπάρκο σε ένα εμπορικό που πήγαινε Μασσαλία και κατέληγε στο Μόντρεαλ του Καναδά. Δούλευε σαν σκυλί μέσα στο καράβι, έκανε όλες τις αγγαρείες και δεν παραπονιόταν. Κι όταν φτάσανε Μασαλία, εκεί ο καπετάνιος τούδωσε άδεια να πάει να γλεντήσει. Βγήκε με ένα μεγαλύτερο λοστρόμο και έμεινε έκθαμβος από την ομορφιά της πόλης και του λιμανιού.
Γνώρισε την ομορφιά του έρωτα στο κρεβάτι μιας Μασσαλιώτισσας του αγοραίου σαρκικού πόθου. Και μετά πήγανε στο καζίνο να παίξουν λεφτά. Κέρδισε λεφτά και καμαρωνόταν ο άπειρος. Και έπαιζε όλη τη νύχτα ως τις 7 το πρωί που έπρεπε να επιστρέψουν με το λοστρόμο στο καράβι. Όταν επέστρεψε πανί με πανί αφού τα έχασε όλα εκείνο το βράδυ ήξερε δύο πράγματα: πως ο έρωτας είναι μια μαγεία και πως το καζίνο ήταν σαν τον έρωτα. Φτάνοντας στο λιμάνι του Μόντρεαλ παρασύρθηκε από άλλους ναύτες εκεί μέσα και αποφασίσανε να μείνουν «σκαστοί» στην όμορφη πόλη και να μη γυρίσουν πίσω στο καράβι. Ε ναι, αυτός ήταν τόπος για το Λουκά. Θα δούλευε σκληρά και θα κέρδιζε λεφτά να στέλνει πίσω στο σπίτι αν και η οικογένεια ήταν εύπορη και οι αδερφές ανάγκη δεν τον είχαν.
Λαθραίος ο Λουκάς μαζί με τους άλλους λαθραίους ναυτικούς «μαύρες» δουλειές του ποδαριού έβρισκε και ήταν στην τσίτα έτοιμος να το σκάσει από την πίσω πόρτα του εστιατορίου ανά πάσα στιγμή να μην το πιάσει η αστυνομία της Μετανάστευσης. Αν τον συλλαμβάνανε θα τον στέλνανε πίσω στην Ελλάδα και δεν θα μπορούσε να ξαναπατήσει το πόδι του στο Μόντρεαλ. Ωστόσο, είχε μάθει τα κατατόπια και είχε γίνει αίλουρος, δια μιας χανόταν ακόμη και όταν η πόλη ήταν σκεπασμένη με χιόνια.
Βέβαια, με τις παλιοπαρέες έμαθε τα άλογα. Πήγαιναν στον ιππόδρομο μετά το τέλος της δουλειάς και ποντάρανε στα «αλόγατα», όπως τα λέγανε μεταξύ τους. Αλλοτε κέρδιζε και άλλοτε έχανε, (δηλαδή έχανε στην πραγματικότητα), μα η αδρεναλίνη του ανέβαινε στα ύψη. Είχε γίνει «αλογάκιας», τρείς φορές την εβδομάδα πήγαινε στο Μπλού Μπόνετ και τα΄παιζε όλα για όλα. Πίνανε και καμιά μπυρίτσα με τα παιδιά και η ζωή κυλούσε ωραία παρά το διαρκή φόβο μήν τον συλλάβει η αστυνομία σαν λαθραίο.
Στην αρχή έστελνε λεφτά στη μάνα του και κανένα γράμμα, αλλά σύντομα ξέμεινε από δολάρια καθώς τάπαιζε και τάχανε. Ετσι έκοψε να στέλνει, δηλαδή σταμάτησε κάθε επαφή.Τι να της γράφει αφού δολάρια δεν είχε να στείλει; Γνώρισε και μια νόστιμη Γαλλιδούλα και περνούσε φίνα στην αγκαλιά της. Αλλά μόνο έρωτα όχι δηλαδή να μπεί σε σχέση, ήθελε την ελευθερία του. Της τόχε ξεκαθαρίσει αυτό. Για γάμο ούτε κάν μιλούσε ή μάλλον μετά από συμβουλή φίλου αποφάσισε να την παντρευτεί για να πάρει τα νόμιμα χαρτιά του και να μην κινδυνεύει σα λαθραίος. Μείνανε μαζί δυό χρόνια αλλά η Γαλλιδούλα μέλλον δεν έβλεπε μαζί του κι έτσι τον χώρισε. Μια χαρά έμεινε ο Λουκάς μοναχός με την Καναδική υπηκοότητα και την ελευθερία του.
Και μια καλή μέρα στα αλόγατα κέρδισε παρακαλώ 20.000 δολάρια, μεγάλο ποσόν για την εποχή. Έπιασε κι έστειλε 1000 δολάρια στη μάνα για τις προίκες των κοριτσιών και τα υπόλοιπα 19.000 τάβαλε να αγοράσει ένα εστιατόριο deli από τον Εβραίο στον οποίο έπλενε πιάτα.
Τώρα ήταν και ιδιοκτήτης εστιατορίου που του έφερνε πολύ χρήμα. Μα εκείνος τόπαιζε στον ιππόδρομο, δεν ξεκολούσε από κεί. Περνούσαν τα χρόνια, ο ωραίος και ακμαίος Λουκάς είχε γνωρίσει πολλές γυναίκες αλλά του άρεσε ο πλερωμένος έρωτας, να μην έχει υποχρεώσεις.
Αυτό ήταν το σλόγκαν της ζωής του, να μην έχει εξαρτήσεις διότι μιά εξάρτηση αναγνώριζε σαν ηδονή του βίου του: τα άλογα και τα τυχερά παιγνίδια.
Η μάνα του πέθανε χωρίς ποτέ να επιστρέψει να την ξαναδεί, οι αδερφές του παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά. Τους ξέχασε και τον ξεχάσανε. Και δεν ένιωθε την παραμικρή τύψη, γιατί στην πραγματικότητα αυτό που ήθελε ήταν η ελευθερία του και αυτή την είχε κατακτήσει.
Α! Ο Λουκάς ήταν και καθαρόαιμος κομμουνιστής, είχε μάθει τα πάντα για τη Ρωσική επανάσταση από εκείνο το λοστρόμο. Και ήρωάς του ήταν ο Τσέ Γκεβάρα. Στο σπίτι του είχε μεγάλες αφίσες του Τσέ και τριγυρνούσε με μπλούζες που έφεραν τη μορφή του Λατιοναμερικάνου γιατρού και επαναστάτη. Είχε και μπερεδάκι με τον Τσέ για τις κρύες μέρες του χειμώνα. Ήταν ο ήρωάς του και ο Λουκάς ταξίδευε συχνά στην Κούβα να ακούσει τις ιστορίες του ηρωισμού του, να δει τη μορφή του χαραγμένη σε κτήρια της Αβάνας, να πιεί αγοραίο έρωτα με τις μελαχρινές Κουβανέζες και απολαύσει καμιά τεκίλα, να ξεφυσήσει τον ερωτικό καπνό ενός πούρου... Στο Μόντρεαλ οι φίλοι του τον φώναζαν με το παρατσούκλι του «Τσε». Κι αυτός το χαιρόταν και το απολάμβανε.
Αλλά σήμερα Πάσχα των Ελλήνων δεν ήταν κανένας τους στο εμπορικό κέντρο. Όλοι είχαν κάπου να πάνε μα ο Τσέ δεν είχε να πάει πουθενά. Και δεν υπήρχε πιά ιππόδρομος! Πάσχα των Ελλήνων. Σηκώθηκε από την καρέκλα του, πήρε το αυτοκίνητο και πήγε μέχρι την ελληνική γειτονιά όπου είχε αγορασμένο διαμέρισμα. Σταμάτησε μπροστά από την εκκλησία του Ευαγγελισμού... δίστασε για λίγο αλλά μπήκε μέσα. Εβγαλε το μπερέ με τον Τσε, έκανε το σταυρό του και άναψε ένα κερί. Εκεί στην άδεια εκκλησιά μέσα στη μυρωδιά του λιβανιού ένιωσε πως μπορεί και να μην ήταν μόνος!