Δεν επιτρέπεται στην Εκτελεστική Εξουσία να παρεμβαίνει στη Δικαιοσύνη, επ’ ουδενί. Στο όνομα της συνταγματικά κατοχυρωμένης διάκρισης των εξουσιών. Το ακούμε, το ξανακούμε, το ξανακούμε. Και είναι σωστό. Αρκεί να μην προχωρά αυτή η ορθή αντίληψη ως την υπερβολή της. Ώστε να χαρακτηρίζεται συχνά-πυκνά ως παρέμβαση ακόμη και η απλή κριτική των δικαστικών αποφάσεων. Καθώς αναπαλλοτρίωτο αξίωμα των ελεύθερων κοινωνιών αποτελεί η θέση ότι «και οι κρίνοντες κρίνονται».
Να μην παρεμβαίνει λοιπόν η πολιτική εξουσία στη Δικαιοσύνη. Τι γίνεται όμως όταν συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο; Όταν η Δικαιοσύνη παρεμβαίνει, και μάλιστα βιαίως, στο έργο των δυο άλλων διακριτών εξουσιών, της Εκτελεστικής και της Νομοθετικής; Δηλαδή της Κυβέρνησης και της Βουλής; Περί αυτού σήμερα πρόκειται. Περί αυτού ακριβώς. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Περί αυτού πρόκειται. Δεδομένου ότι το περιεχόμενο των μαθημάτων (όλων των μαθημάτων δίχως καμιά εξαίρεση) των διδασκομένων στα σχολεία, ανάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη της Πολιτείας.
Ε λοιπόν η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, παραβίασε αυτήν ακριβώς την αρχή. Παρενέβη, και μάλιστα χοντροκομμένα στα της Πολιτείας. Με απίθανους συνταγματολογικούς ακροβατισμούς, με ένα σκεπτικό πραγματικό μνημείο σκοταδισμού, και μετά από προσφυγή του Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ, «ακύρωσε» την μεταρρύθμιση του Νίκου Φίλη στο μάθημα των Θρησκευτικών για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Κρίνοντάς την ως αντισυνταγματική. Την μετατροπή του χαρακτήρα του μαθήματος από «ομολογιακό» σε «θρησκειολογικό» είχε επιχειρήσει ο Νίκος Φίλης. Με στόχο την θρησκευτική διαπαιδαγώγηση των μαθητών, αντί της κατήχησης, αντί της προσπάθειας προσηλυτισμού σε συγκεκριμένο δόγμα. Κατά τις θεμελιώδεις αρχές του Πολιτεύματός μας καθώς και του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού. Αλλά και κατά το πνεύμα του και σήμερα ισχύοντος Συντάγματός του 1974, που κατοχυρώνει την ανεξιθρησκία για τους έλληνες πολίτες. Σ’ αντίθεση με το Σύνταγμα του 1952 (του μετεμφυλιακού κράτους), το οποίο αναφερόταν στον «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό». Λογική στην οποία φαίνεται πως παραμένει προσκολλημένη η πλειοψηφία των δικαστών του ΣτΕ.
Όλοι θυμόμαστε ότι μετά τις θυελλώδεις τότε αντιδράσεις της Εκκλησίας, ο Πρωθυπουργός προτίμησε να «θυσιάσει» τον Υπουργό, προκειμένου να διασώσει την μεταρρύθμισή του. Και έτσι πράγματι συνέβη. Παρ’ ό, τι απομακρύνθηκε ο Φίλης, τα «νέα Θρησκευτικά» του παρέμειναν. Και εξακολουθούν να διδάσκονται κατά τον θρησκειολογικό χαρακτήρα τους. Αν και πολλοί τότε πίστεψαν ότι ο Τσίπρας υποχώρησε κατά κράτος στις βουλές του Ιερώνυμου. Όμως εκεί είχαμε να κάνουμε με καθαρά πολιτικές επιλογές, που άλλοι τις επικρότησαν και άλλοι όχι. Σήμερα το Στε έρχεται να αμφισβητήσει την ίδια τη νομιμότητά τους. Να παρέμβει δηλαδή επί της ουσίας. Επί της μορφής και του περιεχομένου της διδασκομένης στους ελληνόπαιδες σχολικής ύλης. Και δεν είναι η πρώτη φορά που το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο μπαίνει σε ξένα χωράφια. Όπως δεν είναι και η πρώτη φορά που προκαλεί το δημόσιο αίσθημα. Αρκεί να θυμηθούμε πως με την αμέσως προηγούμενη γνωμοδότησή του, έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές στις συντάξεις των δικαστικών. Μόνο των δικαστικών, λες και δεν υπήρξαν περικοπές ίδιες ή και μεγαλύτερες, στις συντάξεις όλων, χωρίς εξαίρεση, των ελλήνων πολιτών. Αλλά, βλέπεις, οι δικαστές, κάτι με τα «μισθοδικεία» τους, κάτι διά του ΣτΕ, συνηθίζουν να προκαλούν, θεωρώντας εαυτούς «πιο ίσους» απ’ όλους τους άλλους. Δεν είναι λοιπόν η πρώτη φορά, κάθε άλλο. Απλώς τώρα το ΣτΕ το τερμάτισε…
Από το Πλημμελειοδικείο του Αιγίου, εκείνο που απάλλαξε τον Μητροπολίτη Αμβρόσιο, για την κατάφωρη, την «φωτογραφική» παραβίαση του αντιρατσιστικού νόμου, ως το ΣτΕ και την απόφασή του για το μάθημα των Θρησκευτικών, διαπιστώνεται η προνομιακή πρόσβαση της Εκκλησίας και των απόψεών της στη Δικαιοσύνη.
Να γιατί με την εν όψει Συνταγματική Αναθεώρηση θα πρέπει ο πολιτικός κόσμος της Χώρας να προχωρήσει ανυπερθέτως στον πλήρη χωρισμό Πολιτείας και Εκκλησίας. Προκειμένου να μην παρέχεται το παραμικρό περιθώριο για συνταγματικές ερμηνευτικές αλχημείες, σε όσους θα το επιθυμούσαν και σε όσους τις επιχειρούν. Δεν αρκούν εν προκειμένω τα «μισόλογα» περί της απλής «διάκρισης των ρόλων». Κατεύθυνση προς την οποία φαίνεται ότι προσανατολίζονται σήμερα οι περισσότεροι. Ακόμη, ίσως, και η κυβερνητική πλειοψηφία. Πλήρης χωρισμός τώρα. Επί τέλους, τι άλλο περιμένουν να δουν οι πολιτικοί μας, για να πάρουν τη μεγάλη απόφαση;