Του Γιώργου Καραμπελιά
Οι εκλογές της 9ης Ιουνίου μάλλον ήλθαν να διορθώσουν (sic) την «εκκρεμότητα» ενός απόλυτα μονοπολικού συστήματος. Πλέον, το σύστημα μοιάζει όλο και περισσότερο πολυπολικό, με έναν μεσαίο πόλο, τη ΝΔ, τέσσερις μικρομεσαίους, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, Ελληνική Λύση, ΚΚΕ, και ένα πλήθος μικρότερων. Η Νέα Δημοκρατία έπαψε να είναι ο μοναδικός και αδιαμφισβήτητος πόλος της πολιτικής εξουσίας και έχει υποστεί μια βαρύτατη ήττα, κινδυνεύοντας να ακολουθήσει, για πρώτη φορά μετά το 2919, τη μοίρα των υπολοίπων δύο κεφαλών του τρικέφαλου Άργου της μεταπολίτευσης (δύο κυρίαρχα πολιτικά κόμματα και ένα κυρίαρχο ιδεολογικά, η Αριστερά).
Πράγματι, όπως έχουμε δείξει σε αναρίθμητες περιπτώσεις, η μεταπολίτευση, καθώς εξαντλείται μετά το 2009, οδηγεί στη σταδιακή συρρίκνωση των δύο μεγάλων κομμάτων του δικομματισμού, τουλάχιστον σε επίπεδο ψήφων, και παράλληλα στη σταδιακή απομάκρυνση των πολιτών από το πολιτικό σύστημα· και αυτό παρά την πρόσκαιρη ανάδειξη του ιδεολογικού πόλουτης Αριστεράς σε πολιτικό, με τον ΣΥΡΙΖΑ, εξαιτίας της μνημονιακής κρίσης. Το πρώτο κόμμα που υπέστη αυτή τη συρρίκνωση υπήρξε το ΠΑΣΟΚ, το οποίο δικαίως οι πολίτες θεώρησαν κατ’ εξοχήν υπεύθυνο για την πορεία της Μεταπολίτευσης και την καταστροφή του 2009· ακολούθησε, μετά το 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ ενώ ισχυρότερες ρίζες φαινόταν να διατηρεί η ΝΔ, καθώς η Μεταπολίτευση είχε μάλλον αριστερόστροφο πρόσημο.
Και πράγματι, μετά τις καταστροφές που προκάλεσε ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Αλέξης Τσίπρας κατά τη μνημονιακή δεκαετία, ο Μητσοτάκης έμοιαζε μετά το 2019 ως η μόνη πιθανή λύση, και όντως προσπάθησε να μαζέψει τα ασυμμάζευτα. Εντούτοις, κακώς, πίστεψε πως το εισιτήριο που του πρόσφεραν οι Έλληνες μετά το 2019 ήταν εισιτήριο διαρκείας· δεν είχε κατανοήσει πως, μετά τη μνημονιακή περίοδο, είχε διαρραγεί τελεσίδικα ο βαθύς δεσμός των πολιτών με το σύστημα της Μεταπολίτευσης. Πλέον, οι διαρκώς μειούμενοι ψηφοφόροι ψήφιζαν με αποκλειστικό κριτήριο τον καλύτερο «υδραυλικό». Έγραφε ο Διονύσης Σαββόπουλος το 1989, με αφορμή την πρώτη μεγάλη κρίση της Μεταπολίτευσης, σε ένα τραγούδι του, που τότε λοιδορήθηκε ευρέως: «Το νόμισμα είναι πάντως τόσο ξεπεσμένο,/ διαλέγω ό,τι μπορώ που να `ναι και φθηνό…/ Αντί, αντί πολιτική, /αντιπολιτική τ’ όνομά μου/ κι ο δρόμος μου γραμμή/ όλος ζικ – ζακ, το μητσοτάκ, / το μητσοτάκ, το μητσοτάκ, το μητσοτάκ». Αυτό ακριβώς συνέβη το 2019, τριάντα χρόνια μετά, με έναν δεύτερο Μητσοτάκη.
Επειδή όμως η πολιτική εξουσία, και η δη η μονοπολική εξουσία, τυφλώνει, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πίστεψε πως η στήριξη των Ελλήνων στην κυβέρνησή του δεν ήταν απλώς μία τακτική επιλογή των Ελλήνων για να ξεφορτωθούν τη φθαρμένη Μεταπολίτευση, στην ακραία συριζαϊκή εκδοχή της, αλλά αντίθετα μια ιδεολογική και πολιτική ταύτιση μαζί του. Μια ταύτιση με το μάλλον φθαρμένο προσωπικό του σημιτισμού και της ΝΔ που συγκέντρωσε γύρω του. Πίστεψε πως οι Έλληνες ενστερνίζονται την εθνομηδενιστική ιδεολογία του Μαξίμου, του ΥΠΕΞ και του Καλύβα, την WOKE ιδεολογία του Σκέρτσου και του Ιδρύματος Ωνάση, τον νεοφιλελευθερισμό ενός δρακόντειου τραπεζιτικού συστήματος. Πίστεψε πως θα καταπιούν αμάσητο ό,τι τους σερβίρει, τον γάμο των ομοφυλοφίλων, την ενδοτικότητα που επιστρέφει απέναντι στην Τουρκία, την επαμφοτερίζουσα πολιτική στο μεταναστευτικό, τα χλιαρά και ανεπαρκή μέτρα στο δημογραφικό, την ασυδοσία των τραπεζών και των πολυεθνικών και, προπαντός, την έλλειψη ενός εθνικού οράματος για μια χώρα που κινδυνεύει με καταποντισμό.
Και αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του για τις ευρωεκλογές. Το κόμμα του και ο ίδιος εμφανίστηκαν χωρίς πνοή και όραμα και ασχολούνταν με την τιμή της φέτας, όπου ο Κυριάκος έκανε και κουτοπόνηρες λαθροχειρίες, ή με το πόθεν έσχες ενός πολιτικού κλόουν. Και όμως, αυτές οι Ευρωεκλογές είχαν αποφασιστική σημασία για την Ευρώπη και πρωτίστως για την Ελλάδα. Γιατί μόνο μια οχυρωμένη Ευρώπη απέναντι στα ανεξέλεγκτα μεταναστευτικά κύματα, στο πεδίο της άμυνας, καθώς και σε κείνο του παραγωγικού μοντέλου, ξεπερνώντας την αποβιομηχάνιση, θα μπορούσε να προσφέρει μια ασπίδα ασφαλείας για μια Ελλάδα που συρρικνώνεται θανάσιμα και απειλείται από τον τουρκικό νεο-οθωμανισμό. Αντ’ αυτών, η ΝΔ του Μητσοτάκη, ανεπαισθήτως και ασύγγνωστα, με το είδος της καμπάνιας της ήλθε να καθίσει δίπλα στους πτωχευμένους ανταγωνιστές της, έστω ως primus inter pares.
Και, για να μη θεωρηθεί ότι όλα όσα προαναφέρθηκαν αποτελούν ιδεοληψίες του συγγραφέα – που προσπαθεί να συνταιριάξει την πραγματικότητα με τα ιδεολογικά του πιστεύω–, σας παραθέτω το πλέον αδιάψευστο επιχείρημα, την ετυμηγορία των αριθμών, έστω και αν είναι κάποτε κουραστικοί: Η Μεταπολίτευση εγκαινιάστηκε το 1974 με τη Νέα Δημοκρατία στους 2.669.133 ψήφους και την αποχή στο 20%. Το 1981, τη στιγμή του θριάμβου του ΠΑΣΟΚ (2.726.309 ψήφοι), η ΝΔ πήρε ακόμα 2.034.496 και η αποχή ήταν κάτω από το 20%. Το 1990, τη στιγμή της πρώτης μεγάλης κρίσης της Μεταπολίτευσης, η ΝΔ πήρε 3.088.137(!) ψήφους και το ΠΑΣΟΚ 2.543.042, και πάλι με εξαιρετικά χαμηλή αποχή. Τέλος, στις έσχατες μεταπολιτευτικές εκλογές πριν την κρίση, το 2009, το ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ πήρε 3.012.542(!) ψήφους και η ΝΔ 2.295.719, με την αποχή να βρίσκεται στο 29%. Δηλαδή, σε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο, οι δυο πολιτικοί πόλοι του συστήματος κινούνταν σε επίπεδα άνω των 2 εκατομμυρίων ψηφοφόρων και η αποχή δεν ξεπέρασε ποτέ το 29% του 2009. Επρόκειτο δηλαδή για ένα μάλλον νομιμοποιημένο, και σταθερό –λιγότερο ή περισσότερο– πολιτικό σύστημα, όπως καταδεικνύει η χαμηλή αποχή και τα υψηλά ποσοστά των δύο μονομάχων (γύρω στο 40% τουλάχιστον).
Κατά τη δεκαετή κρίση που ακολούθησε, θα αρχίσει το ξήλωμα του πολιτικού και κομματικού πουλόβερ της Μεταπολίτευσης: τον Ιανουάριο του 2015, η ΝΔ θα πάρει 1.718.694 ψήφους, ο ΣΥΡΙΖΑ 2.245.978 και το ΠΑΣΟΚ 289.469 (sic), με την αποχή κοντά στο 37%. Δηλαδή, ο ένας πόλος του συστήματος, ο κατ’ εξοχήν ταυτισμένος με τη Μεταπολίτευση, θα καταρρεύσει εκλογικά, ενώ και ο δεύτερος, που προσπάθησε να τον υποκαταστήσει, ο ΣΥΡΙΖΑ, θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο το 2023. Η αποχή θα διευρύνεται διαρκώς στις εθνικές αναμετρήσεις (47,17% τον Ιούλιο του 2023), και στις Ευρωεκλογές (41,3% το 2019), για να μην αναφερθούμε στην αποχή ρεκόρ των πρόσφατων Δημοτικών Εκλογών. Και ο κύκλος θα κλείσει με τις πρόσφατες ευρωεκλογές όπου η ΝΔ θα πάρει 1.125.602 ψήφους, ο ΣΥΡΙΖΑ 593.133,το ΠΑΣΟΚ 508.399, ενώ η αποχή θα εκτιναχθεί στο 58,61%.
Με άλλα λόγια, η απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος (αποχή) και των πολιτικών κομμάτων (κατάρρευση αριθμού ψηφοφόρων) άγγιξε πλέον για τα καλά το σύνολο των κομμάτων-πόλων του μεταπολιτευτικού καθεστώτος.
Και ας μη βαυκαλίζονται οι νεοδημοκράτες πολιτικοί ότι πρόκειται για κάτι στιγμιαίο, εξαιτίας του χαμηλού διακυβεύματος των ευρωεκλογών, μετά το οποίο, με διορθωτικές κινήσεις, θα αναταχθεί. Και αυτό διότι, παρότι η ΝΔ τα προηγούμενα χρόνια έδειξε καλύτερα αντανακλαστικά από τους αντιπάλους, μετέχει και η ίδια στην ιδεολογία της μεταπολίτευσής: Ενδοτισμός, λογική του οικονομικού παρασιτισμού (τουρισμός για πάντα), επαρχιωτισμός (που τόσο περίτρανα καταδείχτηκε στις ευρωεκλογές), μικροελλαδισμός («ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο», στην… Εκάλη), παντελής έλλειψη οράματος που θα μπορούσε να συνεγείρει έναν βυθισμένο στην παρακμή ελληνικό λαό.
Συναφώς, έχουμε μπει σε μια νέα ταραγμένη πολιτική περίοδο που θα γνωρίσει ανατροπές, ανακατατάξεις και διαμόρφωση νέων σχημάτων, μέχρις ότου δημιουργηθεί (αν δημιουργηθεί) μια νέα σταθερότητα με νέα χαρακτηριστικά: πρόταξη της δημογραφικής ανάταξης· της παραγωγικής ανασυγκρότησης· αμυντική θωράκιση· ανατροπή του κυρίαρχου πολιτικού και πολιτισμικού μηδενισμού· ισχυρή ελληνική παρουσία σε μια νέα Ευρώπη, αμυντικά και παραγωγικά, ικανή να διαφυλάξει την αυτονομία της· εν ολίγοις ελληνισμός έναντι του μικροελλαδισμού της Μεταπολίτευσης.
Αλλά για όλα αυτά και την ανάλυση των υπολοίπων κομμάτων, στα σημειώματα που ακολουθούν.