Ο Ρούντι Μπούρκχαρντ δεν ήταν ποτέ μυστικοπαθής. Δεν έκρυψε ποτέ την κάμερά του και τα αντικείμενα που φωτογράφιζε γνώριζαν συχνά ότι βρίσκονταν απέναντι από τον φακό του.
Στον σκηνοθέτη και φωτογράφο (1914 - 1999) με τις ελβετο-αμερικανικές ρίζες, άρεσε να «χαζολογεί» και η έκθεση φωτογραφιών της Νέας Υόρκης των δεκαετιών 1970 και 1980 που φιλοξενεί η γκαλερί Tibor de Nagy στο Μανχάταν αναδεικνύει ακριβώς αυτό.
Ας σημειωθεί ότι οι 25 φωτογραφίες της έκθεσης «Rudy Burckhardt: New York Hello! Photographs and Films from the 1970s and 1980s» τραβήχτηκαν στους δρόμους της Νέας Υόρκης μεταξύ 1975 και 1986 από έναν μικροσκοπικό ανθρωπάκο, ο οποίος από το 1974 ήταν μέλος του κλαμπ των «άνω των 60 (χρονών)». Και, το πιο σημαντικό, τραβήχτηκαν μετά από μια παύση που κράτησε πάνω από μια δεκαετία, στη διάρκεια της οποίας έγινε πατέρας (1964), δίδαξε ζωγραφική και κινηματογραφική σκηνοθεσία στο University of Pennsylvania (1967-1975) και φωτογράφιζε έργα τέχνης για γκαλερί (συμπεριλαμβανομένης της γκαλερί Leo Castelli).
Όταν επέστρεψε στη φωτογραφία, είχε πίσω του σημαντικό έργο: μεταξύ άλλων, τρεις συνεργασίες με τον ποιητή και κριτικό χορού Edwin Denby και τα λευκώματα «New York, N. Why?» (1940), «An Afternoon in Astoria» (1940) και «A Walk Through Astoria and Other Places in Queens» (1943). Επιπλέον, είχε τραβήξει εμβληματικές φωτογραφίες των κτηρίων της Νέας Υόρκης, πεζών στους δρόμους, καλλιτεχνών (μεταξύ 1935 και1960) και είχε κάνει πολλές ταινίες.
Ξαναπιάνοντας τον φακό και βγαίνοντας στους δρόμους της Νέας Υόρκης την περίοδο την οποία καλύπτει η έκθεση, ο Μπούρκχαρντ στέκεται στην είσοδο του μετρό ή σε πεζοδρόμια στο Μανχάταν. Είτε στο τέλος της κυλιόμενης σκάλας που οδηγεί στην πλατφόρμα του μετρό, στον σταθμό 53rd Street και 5th Avenue (σε απόσταση αναπνοής από το ΜοΜΑ) είτε στα φαρδιά πεζοδρόμια, φωτογραφίζοντας κόσμο που είναι πιο ψηλά από τον ίδιο ή που έρχεται κατά πάνω του. Είναι άφοβος και κανείς δεν μοιάζει να ενοχλείται από κάποιον που κρατά μια φωτογραφική μηχανή και πατά το κλικ. Το ότι ήταν τόσο ανοιχτός στον κόσμο, διαφοροποιεί τη φωτογραφική τέχνη του από αυτή των εμβληματικών Walker Evans, Garry Winogrand και Robert Frank που ήταν ιδιαίτερα διακριτικοί (ο πρώτος συνήθιζε να την έχει μέσα από το παλτό του, με τον φακό μόλις να ξεπροβάλει ανάμεσα από δύο κουμπιά που είχε ξεκούμπωτα).
Η απομόνωση και η αποξένωση είναι θέματα που απουσιάζουν από τις φωτογραφίες του Μπούρκχαρντ. Πάνω του ασκούσαν έλξη σκηνές όπως μια μητέρα που κρατά το παιδί της καθώς περνά στο απέναντι πεζοδρόμιο ή ένα ζευγάρι που κάπου πηγαίνει. Συχνά φωτογράφιζε έγχρωμους, που έδειχναν εμπιστοσύνη σε έναν μεγαλύτερης ηλικίας λευκό που τραβούσε φωτογραφία τους.
Στην κριτική του για την έκθεση, ο συντάκτης του άρθρου του hyperallergic.com συγκρίνει τον Μπουρκχαρντ με τον αμερικανό ποιητή Φρανκ Ο′ Χάρα. «Κι οι δυο αγάπησαν την ενέργεια και την ποικιλομορφία των κατοίκων της πόλης (της Νέας Υόρκης), την φασαρία, και ήταν σε θέση να συλλάβουν τους φευγαλέους χωρίς να γίνουν συναισθηματικοί ή διδακτικοί. Είναι ταυτόχρονα τρυφεροί και ανθεκτικοί», σημειώνει. Μια ματιά, όπως σημειώνει ακόμα, που είναι ιδιαίτερα σημαντική την εποχή που οι διαχωρισμοί κάθε είδους είναι ένα επίκαιρο θέμα προς συζήτηση στις ΗΠΑ αλλά και παγκοσμίως.
Η έκθεση στην γκαλερί Tibor de Nagy ολοκληρώνεται στις 23 Ιανουαρίου 2020 και μπορούμε να κάνουμε μια μικρή εικονική επίσκεψη εκεί πατώντας εδώ.
ΠΗΓΗ: hyperallergic.com, ΑΠΕ