Οι συζητήσεις και οι διαβουλεύσεις σχετικά με τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της ΕΕ προχωρούν με γρήγορο ρυθμό. Η κατάσταση του αγροτικού κόσμου σε ολόκληρη την ΕΕ δεν είναι καλή, οι μειώσεις των εκμεταλλεύσεων συνεχίζεται, το εισόδημα μειώνεται και η ένταξη νέων αγροτών αποτελεί δυσεπίλυτο πρόβλημα.
Οι τάσεις της αγοράς επίσης δεν είναι θετικές. Δεν πρόκειται απλά για δυσλειτουργίες, αρρυθμίες και τα γνωστά αποφθέγματα. Πρόκειται για διαρκή συμπίεση των τιμών παραγωγού, για μεγάλο άνοιγμα σε σχέση με τις τιμές που πληρώνει ο καταναλωτής, για υπερσυγκέντρωση της μεταποίησης και ασφυκτικό έλεγχο των εμπορικών ροών. Ο εσωτερικός και ο διεθνής ανταγωνισμός επιτείνει τις εξελίξεις και οι παραγωγοί είναι σε διαρκή αγωνία.
Οι κοινοτικές και εθνικές επιδοτήσεις δεν λύνουν το πρόβλημα, η υπερχρέωση των μικρών και μεσαίων αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι διαχρονικό γεγονός και λύσεις δεν φαίνονται. Για ορισμένες χώρες η στήριξη της τοπικής αγοράς και η στροφή στα ποιοτικά και οικολογικά αγροτικά προϊόντα αποτελεί μια διέξοδο, ειδικά όταν στηρίζεται από εθνικές αρχές, τις τοπικές κοινωνίες, τους καταναλωτές και τον τουρισμό. Ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες και την πρόσβαση στις αγορές των μεγάλων αστικών κέντρων προτείνονται λύσεις για διάθεση των προϊόντων, είτε μέσω συνεργατικών σχημάτων, είτε μέσω των τοπικών λαϊκών αγορών, είτε μέσω συμβολαίων μεγάλων εταιρειών με τους ίδιους τους παραγωγούς.
Τίθεται λοιπόν θέμα νέου παραγωγικού προτύπου, για την Ελλάδα και την ΕΕ. Οι νέες τεχνολογικές εξελίξεις και η εκπαίδευση των παραγωγών, η ορθολογική χρήση της γης και τα συνεργατικά σχήματα μπορούν να βοηθήσουν, αλλά το κύριο ερώτημα είναι το μελλοντικό παραγωγικό μοντέλο. Στην Ελλάδα έχουμε την πολυετή παράδοση της οικογενειακής αγροτικής εκμετάλλευσης, που βιώνει πλέον δύσκολες καταστάσεις. Οι συνθήκες δεν ευνοούν την δημιουργία μεγάλων μονάδων, με καθετοποίηση της παραγωγής και άμεση διάθεση των προϊόντων στην αγορά. Τα νέα συνεργατικά σχήματα προσαρμοσμένα στις τοπικές συνθήκες και απαλλαγμένα από τις κομματικές εξαρτήσεις, είναι μια επαγγελματική διέξοδος, αν βέβαια επικρατήσει η ορθολογική διαχείριση και να λειτουργήσει η εμπιστοσύνη.
Το ερώτημα είναι συνεπώς τούτο: Το δικό μας ενδογενές μοντέλο της αγροτικής οικογενειακής εκμετάλλευσης μπορεί να επιβιώσει κα πώς; Οπως πάμε, σε λίγα χρόνια, δεν θα υπάρχουν νέοι παραγωγοί, η νοοτροπία της υποβάθμισης της αγροτικής παραγωγής και εργασίας σε συνδυασμό με την αστυφιλία και τις δύσκολες συνθήκες που βιώνουν τα νέα ζευγάρια, οδηγούν σε πλήρη εγκατάλειψη τα χωριά. Παρά την κρίση δεν υπάρχει στροφή των νέων στον αγροτικό τομέα. Και γεωργία χωρίς ζωντανά χωριά, χωρίς νέα ζευγάρια, δεν γίνεται. Εκτός κι αν θέλουμε τα χωριά μας ερείπια και τα κτήματα σε Ανώνυμες Εταιρείες, με χιλιάδες ξένους εργάτες για φράουλα ή ελιές και κτηνοτροφικές μονάδες βιομηχανικού τύπου. Η Ηπειρος, Πελοπόννησος , η Κρήτη, η Ελλάδα ολόκληρη, μια χώρα όπου δεν υπάρχει ισχυρή βιομηχανική παράδοση και αντίστοιχες νοοτροπίες, μπορεί να ζήσει έτσι; Πώς θα αγαπήσει η νέα γενιά τον πρωτογενή τομέα και πώς αυτός θα στηριχθεί από την Πολιτεία στις σημερινές συνθήκες; Με την πρόσθετη τρομερή απειλή του δημογραφικού και της αυξανόμενης φτώχειας στην ύπαιθρο, ποιο είναι μέλλον για το ελληνικό χωριό;
Πώς λοιπόν μέσα σε συνθήκες φτωχοποίησης του πληθυσμού της υπαίθρου, κοινωνικής ερημοποίησης και ραγδαίων κλιματικών αλλαγών θα επηρεάσουμε τις εξελίξεις στην ΕΕ; Για τη νέα ΚΑΠ χρειάζονται προτάσεις, θέσεις, λύσεις. Η νέα ΚΑΠ πρέπει να έχει ως κεντρικό άξονα τον παραγωγό. Όλα τα εργαλεία, τα μέσα, οι στόχοι και δεσμεύσεις πρέπει να αποσκοπούν στην βελτίωση της θέσης του παραγωγού.
Γι αυτό είναι επείγον να διαμορφώσουμε και στην Ελλάδα μια σύγχρονη αγροτική πολιτική που θα αξιοποιεί τα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα, θα προσελκύει τους νέους και θα στηρίζει έμπρακτα τους παραγωγούς και θα αποτελέσει αποτελεσματικό μοχλό για την ανασυγκρότηση της οικονομίας.