Με το Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν να αποφαίνεται ότι η «εσωτερική κρίση της Ουκρανίας είναι ένα από τα πιο πιεστικά και ευαίσθητα ζητήματα για εμάς, τα οποία μέχρι στιγμής έχουν παραμείνει άλυτα», περιγράφοντας την εφαρμογή στρατηγικής κατατριβής από τις ΗΠΑ και τους εταίρους τους, που προμηθεύουν το «Κίεβο με σύγχρονα φονικά όπλα, πραγματοποιώντας προκλητικές στρατιωτικές ασκήσεις στη Μαύρη Θάλασσα και σε άλλες περιοχές κοντά στα σύνορά μας», προδηλώντας ταυτόχρονα τις κόκκινες γραμμές για τη μη ανάπτυξη στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, και τον Αμερικανό ομόλογό του, Τζον Μπάιντεν, να προειδοποιεί ότι δεν θα «δεχτεί τις κόκκινες γραμμές κανενός», το ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε είναι εάν μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου οδηγούμαστε σ’ έναν θερμό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας.
Η απάντηση στο αξονικό αυτό ερώτημα, περί του αναφαινόμενου γεωστρατηγικού ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων δεν μπορεί παρά να μας οδηγεί πίσω στον ιστορικό χρόνο, με επίκεντρο το γερμανικό ζήτημα και τις συνομιλίες μεταξύ αμερικανών, δυτικογερμανών και σοβιετικών πολιτικών αξιωματούχων, στις αρχές της δεκαετίας του 90’, για τη γερμανική επανένωση.
Όπως καταδεικνύεται από πρωτογενείς πηγές, υπήρξε μια άτυπη διαβεβαίωση του Αμερικανού υπουργού εξωτερικών Τζέιμς Μπέικερ προς το Σοβιετικό ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ τον Φεβρουάριο του 1990, ότι εάν η Γερμανία παρέμενε μέρος του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) μετά την επανένωση της και οι Ηνωμένες Πολιτείες «διατηρούσαν παρουσία» στη χώρα αυτή, το ΝΑΤΟ δεν θα επέκτεινε τη δικαιοδοσία του ούτε «μία ίντσα προς τα ανατολικά». Μάλιστα οι ρωσικές στρατιωτικές ενέργειες στη Γεωργία το 2008 και στην Ανατολική Ουκρανία το 2014 δύναται να αποκρυσταλλωθούν ως πολιτικές απαντήσεις προς τις ΗΠΑ-ΝΑΤΟ για την αθέτηση της συμφωνίας μη επέκτασης.
Τοιουτοτρόπως ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ανέφερε χαρακτηριστικά, εν έτει 2008, ότι οι Αμερικανοί είχαν «υποσχεθεί ότι το ΝΑΤΟ δεν θα προχωρήσει πέρα από τα όρια της Γερμανίας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο αλλά τώρα μισή κεντρική και ανατολική Ευρώπη είναι μέλη, τι έγινε λοιπόν με τις υποσχέσεις τους;».
Τουναντίον ο ίδιος ο Τζέιμς Μπέικερ, διατείνονταν το 1997, ότι «δεν είχε ποτέ σκοπό να αποκλείσει την είσοδο νέων μελών του ΝΑΤΟ», ενώ «η πρόταση για τη δικαιοδοσία του ΝΑΤΟ ίσχυε μόνο για το έδαφος της πρώην Ανατολικής Γερμανίας» και «είχε αποσυρθεί γρήγορα».
Στο περιβάλλον αυτό οι απόψεις μεταξύ δυτικών και ρώσων πολιτικών αξιωματούχων -μελετητών διίστανται, διαμορφώνοντας δυο διαφορετικές σχολές σκέψεις ως προς τη διαδικασία και τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων της γερμανικής επανένωσης για το μέλλον του ΝΑΤΟ.
Η μία σχολή σκέψης συμφωνεί κατά μείζονα βαθμό με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη «δεν εμφανίστηκε ποτέ κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων».
Αντίστροφα, η δεύτερη σχολή σκέψης αποδέχεται το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των συνομιλιών μεταξύ των ηγετών των ΗΠΑ, της Δυτικής Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης, τον Φεβρουάριο του 1990, συζητήθηκε εν συντομία μια προσφορά για τη μη επέκταση της σφαίρας επιρροής του ΝΑΤΟ που μπορεί να είχε εφαρμογή στην Ανατολική Ευρώπη.
Ωστόσο η εν λόγω προσφορά αν και δόθηκε, αποσύρθηκε γρήγορα. Παρά ταύτα η διαμφισβήτηση ως προς τον τρόπο πρόσληψης της υπόσχεσης ή μη για τη διατήρηση της Νατοϊκής σφαίρας επιρροής στη δυτική Ευρώπη, δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι δεν υπήρξε καμία γραπτή και νομικά δεσμευτική συμφωνία. Γιατί όπως χαρακτηριστικά αποφαίνεται και η ιστορικός Mary Sarotte, «σε αντίθεση με τους ρωσικούς ισχυρισμούς, ο [Σοβιετικός Πρόεδρος Μιχαήλ] Γκορμπατσόφ δεν έλαβε ποτέ υπόσχεση από τη Δύση ότι θα πάγωνε τα σύνορα του ΝΑΤΟ».
Πέρα και πάνω από την παραβίαση ή μη των «διαβεβαιώσεων ανώτατου επιπέδου» για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, το διακύβευμα για Ουάσιγκτον και Μόσχα συνίσταται στις ανταγωνιστικές στρατηγικές τους επιλογές.
Από τη μια πλευρά οι ΗΠΑ έχουν ήδη καταγράψει, από το 2010, την έναρξη ενός νέου γύρου ανταγωνισμού μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, με τις «ρεβιζιονιστικές δυνάμεις της Κίνας και της Ρωσίας» να επιδιώκουν τη διαμόρφωση του «κόσμου σε αντιδιαστολή με τις αξίες και τα συμφέροντα των ΗΠΑ». Ως εκ τούτου επιλέγουν τη στρατηγική της υπερπόντιας εξισορρόπησης μέσα από την αναζωογόνηση-εκσυγχρονισμό των συμμαχιών-συνεργασιών τους σε πλανητικό επίπεδο ενάντια στους δυνητικούς περιφερειακούς ηγεμόνες, επιδιώκοντας τη στρατηγική τους περικύκλωση (strategic encirclement).
Από την άλλη πλευρά ο θεμελιώδης στόχος της ρωσικής υψηλής στρατηγικής συνίσταται στη διασφάλιση της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας, καθιστώντας εναργή τη στρατηγική της αναγκαιότητα για τη δημιουργία ενός γεωπολιτικού αναχώματος στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Περιγράφοντας ως άμεση απειλή για την εθνική της ασφάλεια, τη συσσώρευση του στρατιωτικού δυναμικού της Ατλαντικής συμμαχίας στις παρυφές των ρωσικών συνόρων και την ανάληψη στρατιωτικών δραστηριοτήτων κατά παράβαση των κανόνων του διεθνούς δικαίου, συνδυαστικά με την επέκταση της αμερικανικής αντιπυραυλικής άμυνας στην Ευρώπη, Ασία, Ειρηνικό και Εγγύς Ανατολή, υποδεικνύει την αναφυόμενη ρευστότητα στην πλανητική και περιφερειακή σταθερότητα.
***
Διονύσης Τσιριγώτης, Επίκουρος Καθηγητής, Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, Διεθνών Σχέσεων & Διπλωματίας. Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστημίου Πειραιώς.
Πρώτη δημοσίευση στο https://www.imerazante.gr/