Στο εργαστήριο του Γιώργου Χαδούλη.

«Κορίτσια», «κεραμικά» και «σχέδια με θέμα την Ακρόπολη» συνθέτουν τις τρεις ενότητες έργων που συνομιλούν και μοιράζονται την χρωματική παλέτα του Γιώργου Χαδούλη. Ο ζωγράφος εφορμά πάλι από το εργαστήριό του. Αυτό μεταφέρει στη διάσταση του τελάρου, επεκτείνοντάς το και αξιοποιώντας το θεατρικά. Ψηλά, πάνω στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας με εντυπωσιακή θέα στα γύρω σπίτια της Κηφισιάς, γυναικείες μορφές χαρίζουν βάθος και διαύγεια στο βλέμμα του δημιουργού. Με την ίδια εμμονή στη χρωματική διάσταση της ζωγραφικής που αντλεί από τα διδάγματα του Ματίς και του Χόκνει, ο Χαδούλης επανέρχεται στη σχέση με το μοντέλο, αλλά αυτή τη φορά η σχέση μοιάζει αντεστραμμένη. Από εκεί που επιζητούσε να θωπεύσει με το βλέμμα οικεία πρόσωπα, τώρα δείχνει να αφήνεται αυτός ο ίδιος στο φαινομενικά παθητικό θήλυ, που καταλαμβάνει κυρίαρχο ρόλο στις εικόνες του.

Στην προηγούμενη έκθεση άνοιξες στο κοινό το εργαστήριό σου. Αυτή τη φορά, χωρίς να εγκαταλείπεις τους τοίχους του ατελιέ, ζωγραφίζεις πρόσωπα. Πώς προέκυψε η σχέση με το μοντέλο;

Ξεκίνησα να ζωγραφίζω κορίτσια ή τον εαυτό μου, όχι από το φυσικό, αλλά από μνήμης. Γιατί έτσι κι αλλιώς η ζωγραφική είναι κατασκευή. Και σιγά σιγά τα κορίτσια αυτά «αυτονομήθηκαν». Οι γυναικείες μορφές «καταλαμβάνουν» ένα χώρο ζωγραφικό αρκετά απλουστευμένο, όπου δεν καταλαβαίνεις αν βρίσκονται σε ένα περιβάλλον εσωτερικό ή εξωτερικό. Μοιάζουν σα να βρίσκονται σε μια παραλία την ώρα που δύει ο ήλιος ή σε κάτι που θα μπορούσε να παραπέμπει σε γιορτή ή πάρτι. Δεν είναι, όμως, αυτή η πρόθεσή μου. Η ζωγραφική δεν είναι απλή αναπαράσταση. Η τέχνη έχει αξία όταν δημιουργεί μια πραγματικότητα επάνω στην πραγματικότητα. Ένα καινούργιο σύμπαν κι όχι απλώς αναφορά που παραπέμπει σε κάτι. Νόημα για μένα, λοιπόν, έχει, όταν ζωγραφίζεις έναν άνθρωπο να αυτονομηθεί και να γίνει «ζωντανός».

Παλιότερα, είχες ζωγραφίσει πορτρέτα του στενού σου κύκλου. Τώρα, όμως, βλέπουμε αποκλειστικά γυναικείες μορφές. Και παρατηρώ ότι είναι μόνες τους ή ζευγάρι. Σημαίνει κάτι αυτή η δυαδικότητα;

Έχει ενδιαφέρον γιατί βάζοντας δύο φιγούρες ξαφνικά δημιουργείται μία σχέση, μία ιστορία. Είναι ένα ζευγάρι πια σε διάλογο. Είναι δύο αδελφές ή δύο φίλες; Ποια είναι η σχέση; Το αγόρι θα μπορούσε να είμαι εγώ σε αυτή την ιστορία. Στο πρώτο έργο της ενότητας είμαι αυτός που ζωγραφίζει όρθιος ένα μοντέλο και στο άλλο δείχνω τον ζωγράφο την ώρα της ανάπαυσης. Ο τρόπος που λειτουργεί η ζωγραφική μου, είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφική. Αυτονόητο θεωρώ ότι τα πράγματα που σε απασχολούν, πρέπει να γίνουνε ζωγραφική. Είτε αποδίδεις ένα κορίτσι, είτε μια άδεια καρέκλα, αν είσαι ερωτευμένος αυτό θα φανεί. Όλα αυτά, όμως, είναι εκ των υστέρων αναγνώσεις. Και είναι προσωπικές, αφορούν δηλαδή τον ζωγράφο ή έστω ένα ειδικό κοινό. Το βλέμμα του κόσμου πρέπει να λειτουργεί αδιαμεσολάβητα, κατευθείαν, με έναν τρόπο ακαριαίο. Με τον τρόπο που περνά ένα ωραίο κορίτσι και σου τραβά το βλέμμα.

Σύμφωνοι, αλλά συναντά το δικό σου βλέμμα. Κι αυτό το βλέμμα δεν υπαινίσσεται, είναι σαφώς ευφρόσυνο, χαρούμενο.

Δε θα το έθετα ακριβώς έτσι. Είναι η καταγραφή του χρόνου που περνάει. Βεβαίως, το βλέμμα μου κάθε φορά είναι διαφορετικό, γιατί κι εγώ αλλάζω. Όταν ζωγραφίζω το ίδιο πράγμα, δέκα χρόνια μετά, είναι, μοιραία, διαφορετικό. Ωστόσο, θεωρώ ότι η ζωή είναι ένα θαύμα και για μένα η ζωγραφική είναι να μοιραστώ αυτό το μυστήριο, το θαύμα της ζωής. Δεν εστιάζω στα άσχημα. Το ουσιαστικό για μένα είναι αυτό: η ματιά μου δεν είναι κάτι «αντικειμενικό», δε λέω να ένα ωραίο τοπίο. Υπάρχει εκεί το δικό μου βίωμα, η μνήμη μου επάνω στα πράγματα, είτε είναι ένα τοπίο, είτε ακόμη κι ένα πρόσωπο. Έχει να κάνει με το πώς εγώ βλέπω τα πράγματα. Αυτό βέβαια έχει μέσα του και μνήμη και αίσθημα, ό,τι με εμπεριέχει. Εκεί νομίζω είναι που συνδέονται οι άνθρωποι με ένα έργο. Η προσωπική ματιά, που θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ιδιωτική, συναντά τον άλλον και γίνεται δική του.

Στη σχέση που περιγράφεις, μπορείς να δώσεις ένα παράδειγμα;

Πολλές φορές συναντώ τοπία και θυμάμαι έργα. Δέκα χρόνια πριν, στη μεγάλη έκθεση του Hockney, στη Royal Academy, μου είχε κάνει εντύπωση που, γέρος πια, επέστρεψε στην πατρίδα του στο York για να ζωγραφίσει τοπία εκ του φυσικού. Σκεφτόμουν πως όταν οι συμπατριώτες του έπαιρναν το τρένο για το Λονδίνο, προκειμένου να δούνε αυτά τα τοπία, γυρνώντας πίσω δεν μπορεί παρά να τα έβλεπαν με τελείως άλλα μάτια. Είναι κάτι αντίστοιχο με το τοπίο της Aix en Provence όπου πλέον φέρνεις στο νου σου τον Van Gogh. Μην πάμε όμως μόνο στη ζωγραφική. Το ίδιο δεν συμβαίνει και στην καθημερινότητα; Πώς βλέπεις δύο ερωτευμένους ξαφνικά και το κορίτσι γίνεται όμορφο γιατί είναι σα να το βλέπεις μέσα από τα μάτια του ερωτευμένου;

Μιλάς για κορίτσι και αυτό αποδίδεις. Ζωγραφίζεις γυναίκες, αλλά όχι την ώριμη εκδοχή τους. Γιατί;

Σίγουρα έχει να κάνει με τη νεότητα, σε σχέση με τη δική μου ηλικία. Ίσως, έχει να κάνει και με τα παιδιά μου που είναι στην εφηβεία. Η ζωγραφική, όμως, πρέπει να είναι ανοιχτή σε ερμηνείες. Γι′ αυτό αποφεύγω τους τίτλους και τη «φιλολογία». Είναι ωραίο να μπορεί ο καθένας να συμπληρώνει την εικόνα με προσωπικό τρόπο. Μπορεί να του θυμίσει το κορίτσι, την αδελφή του. Και θέλω να είναι ανοιχτό αυτό το πράγμα. Θέλω δηλαδή το μέσο που είναι η ζωγραφική, να λειτουργεί όπως η μουσική. Θέλω η ζωγραφική να λειτουργεί αδιαμεσολάβητα, όπως ο έρωτας. Να μαγνητίζει χωρίς να εξηγεί.

Πέρα από την αξία του έργου, δείχνεις τον «ιδανικό» θεατή. Έχεις πει πως έχεις την αίσθηση του θεατή στη δουλειά σου. Τι εννοείς με αυτό;

Μπορεί ν′ ακουστεί βαρύ ή περίεργο αλλά ο ζωγράφος είναι σα να ζει για βρίσκει αφορμή να κάνει έργο. Αυτό συμβαίνει και στους ποιητές και στους μουσικούς. Σα να μην φτάνει απλώς να ζεις, αλλά πρέπει να το κάνεις έργο. Είναι λίγο περίεργο γιατί ενώ ζεις, παράλληλα ένα κομμάτι του εαυτού σου είναι απέξω και παρατηρεί αυτό που συμβαίνει.

Είσαι από τους λιγοστούς καλλιτέχνες που συνδέονται με ζωγράφους όπως ο Πικάσο ή ο Τσαρούχης στη μακρά παράδοση της εφαρμοσμένης τέχνης. Το γεγονός ότι τα κεραμικά έχουν χρηστική αξία πόσο βαραίνει στη συνείδηση των ανθρώπων; Τα «υποβιβάζει» με κάποιο τρόπο;

Το κεραμικό βάζο είναι ένα «πρόσφορο», δέχεται λουλούδια, μπορείς να το περιεργαστείς, να το πιάσεις ψηλαφητά, να το αγκαλιάσεις. Η αίσθηση της αφής είναι σημαντική. Κι ο πηλός είναι κομμάτι της γης και με ένα τρόπο συνδέεσαι με την ιστορία και μάλιστα από τις ρίζες της. Ένα απλό σκεύος σε συνδέει με αρχέγονα πράγματα. Κι εμένα με γοητεύει που ζωγραφίζω επάνω στο χώμα, στη γη, κι απορροφάται και γίνεται σώμα. Οι άνθρωποι, νομίζω, συνδεόμαστε με αυτά έντονα. Άλλωστε, κι εμείς από που ερχόμαστε και που καταλήγουμε; (ashes to ashes).

Οι φόρμες που χρησιμοποιώ είναι αρκετά μεγάλες ώστε να μπορώ αναπτυχθώ ζωγραφικά. Το αντιλαμβάνομαι με καθαρά ζωγραφικούς όρους καθώς είναι μια επιφάνεια όπου μπορώ να ζωγραφίζω κυκλικά και με οικονομία μέσων.

Το βρίσκω διασκεδαστικό ότι επάνω σε αυτό που ονομάζει κανείς «χαμηλή» τέχνη μπορείς να κάνεις «υψηλή» τέχνη. Εκεί καταλαβαίνεις, ειδικά στις μέρες μας που υπάρχει συζήτηση για το τί είναι και τι δεν είναι τέχνη, πως το κοινό γίνεται πιο «ανοιχτό». Και το βλέπεις πως όταν το αγγίζουν, χωρίς να σκεφτούν, ξεμπλοκάρει και η σκέψη που είναι, συχνά, στερεότυπη. Άλλωστε, η σχέση που επιθυμώ να έχουν οι άνθρωποι με το έργο, είναι αυτό «το κατευθείαν πράγμα».

Το ίδιο γίνεται και με τα σχέδια. Το κάρβουνο είναι καμένο ξύλο, με το οποίο ζωγραφίζω τον βράχο της Ακρόπολης. Έχουν μία σημασία τα υλικά, μεγαλύτερη απ′ όσο οι ιδέες.

Μοιάζει οξύμωρο, όπως το λες, γιατί ζωγραφίζεις την Ακρόπολη, ένα σύμβολο διαχρονικό και ισχυρή εικόνα για τους Έλληνες. Πώς θα ήθελες, λοιπόν, ο κόσμος να τη δει;

Είναι κάπως αστείο γιατί μου το ζήτησε ένας φίλος. Στην αρχή είχα τους ενδοιασμούς μου γιατί είναι ένα δυνατό σύμβολο κι αναρωτιόμουν πώς να το διαχειριστώ. Πώς θα έχω μια φρέσκια ματιά επάνω σε αυτό. Γιατί δεν είναι ένα μέρος που απλώς το προσπερνάμε. Είναι ένα πράγμα που μας τυραννάει ως ταυτότητα: τι είναι, τι δεν είναι, πόσο δικό μας είναι. Ζώντας στην Αθήνα, η ιστορία είναι παρούσα σε ενεστώτα χρόνο. Δεν είναι ένας τόπος καινούργιος. Ζούμε με το παρελθόν, το κουβαλάμε ή το πολεμάμε, αλλά πολλές φορές το χρησιμοποιούμε ή και κρυβόμαστε πίσω από αυτό. Είναι όλα αυτά τα αντιφατικά πράγματα μαζί. Κι αυτό το βάρος της ιστορίας σε σχέση με την ταυτότητα του ανθρώπου που μεγαλώνει εδώ, τον χαράζει.

Δεν είμαι φιλόσοφος, ούτε φιλόλογος. Το ζήτημα για μένα είναι να μπορέσει κάποιος να τη δει με ένα νέο βλέμμα. Ίσως αυτό μπορέσει να τον βοηθήσει. Αυτή είναι η αξία της ζωγραφικής. Να τη δει με φρέσκα μάτια, σα να τη βλέπει για πρώτη φορά.

Το ζωγραφικό έργο του Γιώργου Χαδούλη, στον καμβά, στον πηλό και στο χαρτί, παρουσιάζεται στην γκαλερί «Σκουφά» (πλ. Κολωνακίου, Σκουφά 4) από την ερχόμενη Πέμπτη 9 Μαΐου έως 1 Ιουνίου.

|

Δημοφιλή