Οι καταιγιστικές αποκαλύψεις για τον λογοκριτικό μηχανισμό που είχε στήσει το Τουίττερ (προφανώς και τα λοιπά μεγάλα κοινωνικά μέσα) αποκαλύπτουν ό,τι ήδη γνωρίζαμε αλλά δεν μπορούσαμε χωρίς στοιχεία εκ των έσω να αποδείξουμε.
Οι λογοκριτές καταρτίζουν ”μαύρες λίστες”, αποκλείουν τη διάδοση των αναρτήσεων που οι ίδιοι ιδεολογικά αποδοκιμάζουν, περιστέλλουν την θεατότητα ολόκληρων λογαριασμών ή ακόμη και ολόκληρων θεματικών, παρεμποδίζουν τον εντοπισμό ονομάτων και λογαριασμών, κ.ο.κ., κ.ο.κ. – «και όλα αυτά στα κρυφά, χωρίς να ενημερώνουν τους χρήστες».
Ενδιαφέρον έχει το παράδειγμα που αναφέρει η δημοσιογράφος Μπάρι Ουάις. Είναι ο γνωστός καθηγητής της ιατρικής του Στάνφορντ Τζέυ Μπαταχάρυα. Στο ξεκίνημα της πανδημίας ο καθηγητής υποστήριξε δημοσίως την γνώμη ότι τα λοκντάουν θα έβλαπταν σοβαρά τα παιδιά. (Πράγμα το οποίο τεκμηριώνουν σήμερα παιδαγωγικές και άλλες έρευνες). Το Τουίττερ τον τοποθέτησε κρυφά σε μια ”Μαύρη λίστα τάσεων”, η οποία εμπόδιζε τη διάδοση των αναρτήσεών του.
Και να ’ταν μόνο οι διάσημοι και οι καθηγητές. Όλα δείχνουν ότι επί κορωνοϊού εκατομμύρια χρήστες φιμώνονταν επί μονίμου βάσεως. Η πανδημία λειτούργησε στην ουσία ως άτυπο πειραματιστήριο λογοκριτικής βίας στο όνομα της ”επιστήμης”. Ποστ κριτικά για τους ιθύνοντες έφταναν στις οθόνες ελάχιστων αναγνωστών.
Προξενεί εντύπωση ο βαθμός στον οποίο ο λογοκριτικός αυτός μηχανισμός είναι αυτοκινούμενος και ιδεολογικά στρατευμένος: όπως δείχνουν οι χρηματικές εισφορές τους, η συντριπτική πλειονότητα των εργαζόμενων στις Big Tech είναι οπαδοί της wokeness και φίλα προσκείμενοι στο Δημοκρατικό Κόμμα. Ότι τα πράγματα έτσι έχουν στα συστημικά μέσα το ξέρουμε στο μεταξύ κι από άλλες πηγές. Στη Γερμανία λ.χ. έρευνες έχουν δείξει ότι το 60% (!) των δημοσιογράφων των κρατικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων ψηφίζουν Πράσινους.
Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι η μονοφωνία αυτή στα μέσα επικοινωνίας είναι ταξικά υποκινούμενη. Eπαιρόμενοι ως σημαιοφόροι της diversity, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι (αλλά και οι περισσότεροι προβεβλημένοι επιστήμονες, καλλιτέχνες και συγγραφείς) ανήκουν στα ίδια υψηλά εισοδηματικά στρώματα [100.000 δολλάρια είναι οι μέσες (!) ετήσιες απολαβές στο Τουίττερ], έχουν πάει στα ίδια σχολεία και πανεπιστήμια, «έχουν φιλήσει τα ίδια κορίτσια», όπως θα έλεγε ο Αναγνωστάκης. Επόμενο είναι να διαπνέονται και να προπαγανδίζουν αυτοβούλως τα ίδια ιδεολογήματα.
Τώρα, πώς αντέδρασαν τα συστημικά ΜΜΕ στις ΗΠΑ στις αποκαλύψεις αυτές; Όπως τα δικά μας ΜΜΕ στα στοιχεία για τις υποκλοπές. Αποσιωπώντας τες! New York Times, Washington Post, σχεδόν όλα τα εθνικά τηλεοπτικά δίκτυα δεν είπαν ή δεν έγραψαν λέξη, ουσιαστική τουλάχιστον, για την πληθώρα των τεκμηρίων που αποδεικνύουν περίτρανα ότι το Τουίττερ λογόκρινε τον Τραμπ λ.χ. όχι από τις 8.1.2021 και τα έκτροπα της Ουάσιγκτον, όπως ψευδώς δήλωναν οι διευθυντές του, αλλά ήδη πριν από τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου της προηγούμενης χρονιάς. Κι αυτό, σε αγαστή σύμπνοια με παράγοντες του FBI, της CΙΑ και του Δημοκρατικού Κόμματος καθώς και με πρόσωπα εμπλεκόμενα στο Russiagate.
Το φίμωτρο της πολιτικής ορθότητας, η λογοκρισία στο διαδίκτυο, η στοίχιση των συστημικών ΜΜΕ πίσω από μία και μόνη πολιτική παράταξη και η ακραία πύκνωση της ηλεκτρονικής παρακολούθησης των επικοινωνιών, αυτά τα τέσσερα νοσηρά φαινόμενα ισοδυναμούν με την δημιουργία ενός νέου Υπερμεγάλου Αδελφού που απλώνεται συγχρόνως στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα. Και δείχνουν πώς έχει πράγματι η κατάσταση με τις ατομικές ελευθερίες τον 21ο αιώνα.
Και αυτό δεν είναι καν το χειρότερο. Αν ισχύει το «Η δημοσίευσις είναι η ψυχή της δικαιοσύνης», που έλεγε ο Ιωάννης Ιάκωβος Μάγερ στις αρχές του 19ου αιώνα, τότε η αποσιώπηση των ειδήσεων είναι απόπειρα εξοντώσεως όχι μόνο της δικαιοσύνης, αλλά της δημοκρατίας της ίδιας. Υπό το πρίσμα αυτό, το ερώτημα για την εγκυρότητα των εκλογών στη Δύση επανατίθεται. Είναι έγκυρες και δημοκρατικές οι κάλπες όταν οι ειδήσεις και η ενημέρωση είναι τόσο κάλπικες;
ΥΓ. Ότι η Ελλάδα της νυν κυβερνήσεως πρωταγωνιστεί σε δύο τουλάχιστον από τα τέσσερα αυτά φαινόμενα, στη χειραγώγηση του Τύπου και στη φάμπρικα των υποκλοπών, έχει βεβαίως τη σημασία του.