Αξιέπαινη οπωσδήποτε η ιδέα των Γάλλων να τιμήσουν την ελληνική καταγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην τελετή λήξης. Μπορεί οι σύγχρονοι να έχουν ελάχιστη σχέση με τους αρχαίους αγώνες, είναι, ωστόσο, αδιαμφισβήτητα εμπνευσμένοι από αυτούς και από τον ρόλο που διαδραμάτιζε η άθληση στην αρχαία Ελλάδα γενικότερα. Επομένως, είναι μάλλον αυτονόητη και οφειλόμενη η ευγνωμοσύνη της παγκόσμιας αθλητικής κοινότητας στον αρχαίο ολυμπισμό και όχι λόγος για να νιώθουμε υποχρεωμένοι τους διοργανωτές που είχαν τη …γαλλική ευγένεια να μας θυμηθούν και να προβούν σε μία τέτοια χειρονομία. Χαιρόμαστε και νιώθουμε περήφανοι βεβαίως αλλά μέχρι εκεί˙ οι ευχαριστίες υποδηλώνουν αίσθημα μειονεξίας ξεπεσμένου αριστοκράτη που νιώθει ευγνωμοσύνη όταν αναφέρονται στους παλιούς ξεχασμένου του τίτλους.
Σωστά λοιπόν και δίκαια η ελληνική σημαία είχε την τιμητική της στην τελετή λήξης καθώς στην τελετή έναρξης αυτή «χάθηκε» με τον τρόπο που σκηνοθετήθηκε η κρουαζιέρα των ολυμπιακών ομάδων στον Σηκουάνα.
Η επιλογή ωστόσο των μορφών για το σχετικό δρώμενο είναι απολύτως προβληματική. Είδαμε έναν αποκρουστικό χρυσοκάνθαρο ακροβάτη («χρυσός εξερευνητής», μία σκοτεινή μορφή κουκουλοφόρου σαν μεσαιωνικός ιεροεξεταστής και ένα επίσης αλλόκοτο πλάσμα σαν αλουμινένιο ιππότη του διαστήματος να κρατούν την ελληνική σημαία, χοροπηδώντας ανόητα και τέλος πάντων όχι με τρόπο που ταιριάζει σ’ ένα εθνικό σύμβολο. Τιμητική, επαναλαμβάνουμε, η συμπερίληψή της αλλά συζητήσιμη τελικά η μεταχείρισή της.
Πέρα όμως από τους όποιους, ακατανόητους, χωρίς τις απαραίτητες επεξηγήσεις, συμβολισμούς (τι ακριβώς παρίσταναν τα πλάσματα αυτά;), υπάρχει και το ζήτημα της αισθητικής. Η επιλογή τερατόμορφων ή τουλάχιστον αποκρουστικών και σκοτεινών ανθρωποειδών σαν αυτά των βιντεοπαιχνιδιών με καταγωγή από τα κόμιξ της Μάρβελ συμβάλλει στον εθισμό μας στην ασχήμια. Βεβαίως κι αποτελούν τα τέρατα κάθε είδους κομμάτι της σύγχρονης κουλτούρας, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε δικαιούμαστε να την αμφισβητήσουμε αναδεικνύοντας αντ′ αυτών τη διαχρονική αξία του κάλλους, της καλαισθησίας, των ευγενικών γιατί όχι και χαριτωμένων, ευχάριστων στην όψη μορφών. Γιατί ντε και σώνει δηλαδή να συνηθίζουμε και να αποδεχόμαστε τέρατα;
Πολλή γκρίνια θα μου πείτε και σίγουρα σαφής άρνηση... προσαρμογής σε νέα γούστα. Το παραδέχομαι. Αλλά, αναρωτιόμουν αντικρίζοντάς τα γιατί να μην επιλεγούν μορφές που μας κάνουν να χαμογελάμε, να γλυκαινόμαστε με τη θέα του, να γαληνεύουμε όπως μ’ ένα αρχαίο άγαλμα, ”πᾶν ἐφ′ ᾧ τις ἀγάλλεται”, που προσφέρει δηλαδή χαρά, αγαλλίαση. Γιατί αυτό ζητάμε από την τέχνη, λίγη αγαλλίαση από την ομορφιά, αυτού που μας καλεί κοντά της, γιατί τι άλλο είναι η ομορφιά εκτός από αυτό που μας ελκύει σε αντίθεση με το άσχημο κι αποκρουστικό που μας αποδιώχνει; Που μας ελκύει όλους όμως και όχι μόνον αυτούς που τα αισθητικά κριτήρια έχουν παραμορφωθεί από τον εθισμό τους στην ασχήμια που επιβάλλεται ως πρότυπο ομορφιάς (και που σε μία αντιστροφή της λογικής, αυτό καλείται: «συμπερίληψη» αντί «αποκλεισμός»!) Και στο κάτω κάτω για να επιμείνουμε και πάλι στον αρχαίο πολιτισμό, το πρότυπο του καλού κ’αγαθού, του ωραίου και γενναίου με την ευρύτερη έννοια, του γενναιόψυχου, συνδέει πάντοτε σε όλη την ελληνική παράδοση διαχρονικά το καλό με την ομορφιά, το ηθικό με το καλαίσθητο. Γι’ αυτό και ο Ντοστογιέφσκι θέλει τον ευγενικό ήρωά του, τον Πρίγκιπα Μίσκιν, να διατυπώνει την επίσης διαχρονική φράση-μανιφέστο: «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο».