Ποια ιδεολογική κηδεμονία οδήγησε στις Πρέσπες.
Nine Muses monument in Skopje city center.
Nine Muses monument in Skopje city center.
Arkadivna via Getty Images

Η ανάγκη για πολιτική ανάλυση στην ώρα των σκιών, έβαλε στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα της αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού μέσα από τη Συμφωνία των Πρεσπών. Πράγματι, μπορεί ο στόχος της συγκυβέρνησης (και πλέον, κυβέρνησης) να ήταν αυτός. Ωστόσο αυτό που έχει σημασία είναι η αναζήτηση της νοοτροπίας η οποία δημιούργησε πολιτικά αδίστακτους ανθρώπους, ικανούς να στρέφονται ενάντια στην ίδια τους τη χώρα. Ένα άλλο επίσης ζήτημα από όσους επιλέγουν τη θέση του «διαιτητή» και επικαλούνται τη νηφαλιότητα, σχετίζεται ξανά με αυτήν τη νοοτροπία. Ποιά νοοτροπία μπορεί να σμιλέψει ανθρώπους που μπορούν να είναι «ψύχραμοι» και «μετριοπαθείς» μπροστά σε μέρες πένθους;

Η χώρα που σε μαθαίνει να την απεχθάνεσαι.

Ένας λαός που έμαθε να ζει σε αυτοκρατορίες, λόγω συγκυριών, έπρεπε ξαφνικά να μάθει να ζει σε κράτη όπως αυτά που γεννήθηκαν στη Βεστφαλία και στη Γαλλική Επανάσταση. Από το 1821 η υπέρβαση συνοδευόταν από μια εθνική ξιπασιά η οποία γιγαντωνόταν γεωμετρικά με παρένθεση το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Μια πραγματικά «ψύχραιμη» ματιά στην ιστορία, θα μας πείσει οτι τα αγάλματα πολλών ανθρώπων είναι φτιαγμένα από γύψο που ήταν αγγλικό, γαλλικό ή και ρωσικό.

Τον πιο εύστοχο και «μετριοπαθή» ορισμό αυτής της ομάδας ανθρώπων, η οποία άνθισε στις μέρες της μεταπολίτευσης, τον έδωσε ο Πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Ιωάννης Καποδίστριας. Τους αποκάλεσε «Φιλήκοους των Ξένων». Οι δύο ερωτήσεις του προλόγου που αφορούν τη νοοτροπία του Έθνους, έχουν τουλάχιστον μια κοινή απάντηση. Και οι δύο τύποι πολιτών, προσπαθούν να διαχωρίσουν το συναίσθημα και το ήθος από την πολιτική πραγματικότητα. Το αποτέλεσμα ήταν μια πραγματικότητα χωρίς πολιτική και χωρίς ήθος.

Από την μεταπολίτευση και μετά, η κακέκτυπη αντιγραφή των ξένων πολιτικών προτάσεων, των προτάσεων εκείνων που δημιουργήθηκαν σε χώρες με άλλα βιώματα, όχι παρόμοια με τα ελληνικά, σμιλεύτηκε ένας άνθρωπος που την «πρόοδο», την «ανάπτυξη», τον «εκσυγχρονισμό» καθώς και άλλους όρους, τους ταύτιζε με την περιφρόνηση και την περιύβριση του παρελθόντος. Ένας από τους πρωθυπουργούς της Μεταπολίτευσης μάλιστα, ο οποίος εργάστηκε αδιάκοπα για την επικράτηση αυτής της νοοτροπίας, έγραφε πως είναι αναγκαίο η Ελλάδα να αφήσει τις ιστορικές μνήμες προκειμένου να προχωρήσει.

Η πρώτη επαφή του ανθρώπου με την εξωτερική πολιτική είναι η εκπαίδευση. Εκεί μαθαίνει να βλέπει την θέση του στον κόσμο. Από τη σχολική αίθουσα ξεκινά η διπλωματία και η στρατηγική και αυτό ήταν κάτι που το αντιλήφθηκαν τόσο ο Κάιζερ Γουλιέλμος, όσο και πιο πριν, ο Μπίσμαρκ. Η πολιτική κουλτούρα, τα εθνικά αντανακλαστικά και η ταυτότητα, ξεκινούν εκεί. Τα όσα έλαβαν χώρα τις δύο προηγούμενες δεκαετίες με τα βιβλία ιστορίας, ήταν αυτά που αναδιάταζαν σταδιακά τον πολιτικό χάρτη ο οποίος βέβαια, δεν περιλαμβάνει την κοινωνία και την πλειοψηφία.

Καμιά ομοιότητα μεταξύ πλειοψηφίας και πολιτικής αρχής.

Οι φιλήκοοι των ξένων δεν ήταν σαφώς αφελείς ώστε να φορούν μόνο «χρυσοκέντητα» υφάσματα. Μικρά και μεσαία πανεπιστήμια του αγγλοσαξωνικού κόσμου, πολύ ευφυώς διδάσκουν στον φοιτητικό τουρισμό (κυρίως σε πολίτες πρώην αποικιών τους) διάφορα αφηγήματα και ιδέες που μπορούν να μπουν σε αυτό που ο Raymond Aron ονόμαζε «πολιτική πραξεολογία».

Γυρνώντας από αυτά τα ιδρύματα και έχοντας δει τα «καθρεφτάκια» που κάθε ιθαγενής αγαπά να τον θαμπώνουν, αποφασίζει το ένδυμα με το οποίο θα ντύσει τις νέες γνώσεις του που τείνουν στο συν άπειρον και που τον καθιστούν «πολίτη του κόσμου». Η πατρίδα δεν τον χωρά, δε νιώθει να του προσφέρει κάτι, είναι και αυτή - όπως λένε πολλά αφηγήματα που δέχονται- «ένα νοητό κατασκεύασμα». Είτε το ένδυμα είναι «φιλελεύθερο», είτε ένα κουρέλι «διεθνιστικό», είναι σίγουρα ενάντια σε οτιδήποτε δίνει στην ταυτότητα εθνική συνείδηση. Τα ευχάριστα νέα είναι οτι το Σκοπιανό, έδειξε οτι η Ελλάδα παραμένει εξαιρετικά συμπαγής σε μνήμη ακόμη και αν αυτή συνδέεται περισσότερο συναισθηματικά παρά μέσω γνώσεων. Έτσι και αλλιώς, και η πολύχρωμη ομάδα των αποδομιστών του έθνους, το ίδιο συναισθηματική είναι. Τα δυσάρεστα νέα είναι οτι το πρόκριμα για ανέλιξη σε νευραλγικές θέσεις κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, δόθηκε στη μειοψηφία. Δόθηκε έτσι το έναυσμα για έναν πολιτικό χάρτη που προκρίνει την εθνική ξιπασιά, τον διαχωρισμό με βάση την εργαλειοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την κοινωνική πολυδιάσπαση, την πολιτική και κοινωνική ελευθεροπληξία.

Όλα αυτά αποδεικνύουν οτι αυτός ο πολιτικός χάρτης έτσι όπως σχεδιάστηκε είναι που προκάλεσε τις Πρέσπες και σήμερα απλώς εξυπηρετεί οπαδούς του πολιτισμικού σχετικισμού, τους βλάσφημους της αισθητικής, τους ανθρώπους που δε νοούν να αντιληφθούν οτι ταυτότητα, ιστορία, ασφάλεια, τάξη, δυναμική εξωτερική πολιτική, πάνε παρέα με την ελευθερία, την οικονομική απογείωση, τις καινοτομίες κτλ. Η ιστορία που θεωρούν «απλή ερμηνεία παρελθόντος» αποδεικνύει οτι η ακμή κάθε κοινωνίας ήλθε όταν συγκεράστηκαν όλα τα παραπάνω μέσα σε ένα έθνος. Όλοι αυτοί που με απύθμενο θράσος και ανεξήγα αδίστακτο ύφος χαίρονται και πανηγυρίζουν για το «καλωσόρισμα» της Βόρειας Μακεδονίας, είναι γιατί η σκέψη του παρελθόντος, οποιουδήποτε παρελθόντος που φιλοξένησε λαμπρά γεγονότα, τους καθιστά ελλιποβαρείς, μικρούς και διψασμένους για απομυθοποίηση. Η ιδεολογική κηδεμονία αυτών των «ειρηνοποιών», δεν έχει καμιά σχέση με την πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών. Αυτό το στοιχείο, ελέγχει το κατά πόσον είμαστε τελικά «Δημοκρατία». Από την άλλη, μπορεί κανείς να πειστεί ότι έχουμε Δημοκρατία καθώς, εξ’όσων παρατηρούνται, όλοι είναι ελεύθεροι να έχουν οποιαδήποτε ιδεολογία επιθυμούν, ακόμη και αν αυτή ταυτίζεται με την ώρα των σκιών.

Δημοφιλή