Καθαρίζουμε περισσότερο, μαγειρεύουμε περισσότερο αλλά παραγγέλνουμε και περισσότερο έτοιμο φαγητό, ενώ το καταναλωτικό μας «ταξίδι» άλλαξε πορεία και διαρκεί πολύ λιγότερο. Αυτές είναι οι πρώτες διαπιστώσεις από την επίδραση της πανδημίας στο μέσο Ελληνα καταναλωτή, ακόμη και μετά την άρση της καραντίνας και των περισσότερων περιοριστικών μέτρων, σύμφωνα με έρευνες αλλά και τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς.
Μπορεί το κατά κεφαλήν ποσό που καταναλώνεται να είναι μικρότερο, δεδομένων των φόβων για την επίδραση της πανδημίας (όπως εξάλλου φάνηκε και από την αύξηση της αποταμίευσης στην Ελλάδα), αλλά και του περιορισμού των εσόδων, ωστόσο και αυτό ανακατανεμήθηκε στρεφόμενο με μεγαλύτερη ένταση σε συγκεκριμένες κατηγορίες και υπηρεσίες.
Σύμφωνα με τα ευρήματα έρευνας της Nielsen που πραγματοποιήθηκε σε 32 χώρες, αλλά και στην Ελλάδα, κατά το διάστημα 26 έως 31 Μαίου (οπότε είχε ανοίξει και ο κλάδος εστίασης και ολόκληρος ο κλάδος του εμπορίου), ένας στους τέσσερις Έλληνες (25%) ξεκίνησε το μαγείρεμα στο σπίτι. Επίσης, οκτώ στους δέκα αγοραστές στην Ελλάδα, έχουν αλλάξει τις συνήθειες καθαρισμού του νοικοκυριού τους, αυξάνοντας είτε τη συχνότητα αφοράς, είτε τη χρήση καθαριστικών με απολυμαντική δράση. Την ίδια στιγμή όμως οι παραγγελίες έτοιμου φαγητού (είτε τηλεφωνικώς, είτε online) εκτοξεύτηκαν με το 44% να στρέφεται και στο delivery έναντι 28% του μέσου ευρωπαϊκού όρου.
Ο μέσος Ελληνας παραμένει περισσότερο στο σπίτι, είτε για υγειονομικούς λόγους, είτε γιατί ταξιδεύει λιγότερο, είτε γιατί εξακολουθεί να εργάζεται από τον προσωπικό του χώρο, με αποτέλεσμα η οικιακή κατανάλωση να εκτοξεύεται. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς εστίασης, η τάση «ήρθε για να μείνει», καθώς από το φθινόπωρο και μετά η μεταβολή του καιρού θα περιορίσει ακόμη περισσότερο τις όποιες εξόδους.
Οffline VS online
Θεαματική ήταν και η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού καναλιού καθώς οι διαδικτυακές αγορές τροφίμων, προϊόντων καθαρισμού και ειδών προσωπικής περιποίησης, διατήρησαν τη δυναμική τους μετά την καραντίνα, κερδίζοντας έδαφος ως το πιο συχνό κανάλι αγοράς αγγίζοντας το 7%, από 3% μόλις πριν την πανδημία. Η τάση δε αποτυπώθηκε και σε άλλες αγορές, όπως στα έπιπλα και τον οικιακό εξοπλισμό, τα καλλυντικά και την ένδυση. Η ΙΚΕΑ συνεχίζει να καταγράφει σημαντική ανάπτυξη ηλεκτρονικών πωλήσεων μετά την επανεκκίνηση της στα μέσα Μαίου, παρά το γεγονός του ότι η επισκεψιμότητα στο δίκτυο καταστημάτων παραμένει στα περυσινά επίπεδα για Ιούνιο και Ιούλιο. Επίσης, στο α’ εξάμηνο του 2020 το ηλεκτρονικό κατάστημα Atticabeauty (του ομίλου Αττικά Πολυκαταστήματα) πραγματοποίησε πωλήσεις, ίσες με τις εκείνες ολόκληρου του 2019. Αντίστοιχα υψηλή επισκεψιμότητα διατηρούν όλες οι αλυσίδες ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών.
Η στροφή ωστόσο στο ψηφιακό κανάλι, όσο κι αν έχει επιταχυνθεί δεν αναπληρώνει τον τζίρο που χάνουν οι αλυσίδες από τα φυσικά τους καταστήματα. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, μεγάλες αλυσίδες ένδυσης καταγράφουν πτώση επισκεψιμότητας της τάξης του 50% με ότι συνεπάγεται αυτό για τις πωλήσεις τους. Πολυκαταστήματα και εμπορικά κέντρα κινούνται επίσης με απώλειες ενώ ακόμη και όσοι καταναλωτές επισκέπτονται την κλασική λιανική παραμένουν για λιγότερο χρόνο.
Είναι χαρακτηριστικό, πως στα καταστήματα ΙΚΕΑ, το πρώτο διάστημα πριν να επιτραπεί η λειτουργία των ενσωματωμένων εστιατορίων, ο μέσος όρος παραμονής των καταναλωτών υποχώρησε στα 45 λεπτά από…2,5 ώρες που ήταν προ της πανδημίας και των συνοδευτικών μέτρων προστασίας κατά την επαναλειτουργία. H εξήγηση αποδίδεται αφενός στην πρόνοια των πολιτών να παραμένουν λιγότερο σε κλειστούς χώρους, αλλά και στο γεγονός του ότι στο λιανεμπόριο, έχει διαταραχθεί η ιδέα του fun shopping. Σύμφωνα και με την παρατήρηση της συμπεριφοράς των καταναλωτών στην Ευρώπη, ο μέσος όρος παραμονής εντός καταστημάτων έχει μειωθεί έως και κατά 50%.
Μετακίνηση καταναλωτών
Η νέα κανονικότητα αύξησε την κινητικότητα στο περιβάλλον του λιανεμπορίου με έναν στους τέσσερις καταναλωτές (26%) να κάνει τις αγορές του σε νέο κατάστημα τροφίμων. Ποσοστό σημαντικά υψηλότερο ακόμα και από περιόδους όπου στο οργανωμένο λιανεμπόριο σημειώνονταν εξαγορές αλυσίδων και πριν την πανδημία, όπου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις στο 4%, σημειώνει η Nielsen. Τα μικρά καταστήματα γειτονιάς μέσα στην καραντίνα αύξησαν τις πωλήσεις τους κατά 7,6%, ενώ η τάση διατηρείται, όσο οι καταναλωτές επιλέγουν μικρές διαδρομές.
Στην μετά καραντίνας εποχή, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγω για μείωση της μετακίνησης με τα ΜΜΜ σε ποσοστό 50%, γεγονός που πλήττει ευθέως περιοχές και αγορές που προσεγγίζονταν κατά κύριο λόγο μέσω δημόσιων μέσων. Το αθηναϊκό κέντρο ως εκ τούτου αποτελεί μια από τις πληγείσες αγορές ενώ αντιστοίχως επίπτωση έχουν δεχθεί εμπορικά κέντρα που συνδέονται με το Μετρό όπως το The Mall Athens (σύμφωνα και με την επίσημη εκτίμηση της Lamda Development) αλλά και το Athens Metro Mall.
Αντίθετα, οι «ανοιχτές» εμπορικές δομές, δηλαδή εμπορικά κέντρα με διαμόρφωση εξωτερικών χώρων που προσεγγίζονται με ΙΧ δείχνουν να κερδίζουν στα «σημεία» έναντι των κλειστών εμπορικών κέντρων, προσελκύοντας καταναλωτές. Μια ακόμη παράμετρος που πλήττει μεγάλες εμπορικές πιάτσες της Αθήνας, είναι η επίπτωση της τηλεργασίας. Δεδομένου ότι μεγάλο ποσοστό κατοίκων αστικών κέντρων καταναλώνουν, κοντά στο χώρο εργασίας τους ή κατά τη διαδρομή που τους συνδέει με την κατοικία τους, η επίπτωση των παραπάνω δεδομένων αρχίζει να καταγράφεται ως υπολογίσιμη από το λιανεμπόριο.