
Το παγκόσμιο σύστημα χαρακτηρίζεται σήμερα από την ενίσχυση αυταρχικών κυβερνήσεων, τόσο στο ευρασιατικό στρατόπεδο όσο και στη Δύση. Ως προς το πρώτο, βλέπουμε την ενίσχυση του απολυταρχικού και κάποτε πολεμοκάπηλου χαρακτήρα χωρών όπως η Βόρεια Κορέα, η Κίνα, το Ιράν, η Ρωσία. Παράλληλα ενισχύονται οι αυταρχικές δυνάμεις στο εσωτερικό της ίδιας της Δύσης με τον Τραμπ, αλλά όχι μόνο. Στην Αργεντινή, ο «τρελός» Μιλέι (όπως τον αποκαλούν οι Αργεντίνοι) και στην Ουγγαρία ο Όρμπαν βρίσκονται στον ίδιο αστερισμό με τον Τραμπ. Όσο για την Τουρκία, που δολιχοδρομεί μεταξύ των δύο στρατοπέδων, ταυτίζεται, ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα της Συρίας, με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό.
Παράλληλα, στο εσωτερικό της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, εντείνεται η προσπάθεια των ρωσόφιλων κομμάτων να υπονομεύσουν την ενότητα της ηπείρου. Είτε να την αποσυνθέσουν ολοκληρωτικά ή έστω να την αδυνατίσουν ακόμα περισσότερο, ενώ, στο εσωτερικό, αναπτύσσονται φιλορωσικές πολιτικές δυνάμεις όπως ο Όρμπαν στην Ουγγαρία, ο Φίτσο στη Σλοβακία, η Λεπέν στη Γαλλία, το AfD στη Γερμανία.
Έχουμε μπροστά μας, τηρουμένων των αναλογιών, μια κατάσταση συγκρίσιμη με τον Μεσοπόλεμο, όταν ο φασισμός, ξεκινώντας από τη Γερμανία και την Ιταλία, σταδιακώς προσπάθησε να εξαπλωθεί σε όλη την Ευρώπη και στο τέλος την κατέλαβε.
Αυτές οι εξελίξεις, με αφετηρία τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έχουν προκαλέσει σε όλη την Ευρώπη μια βαθύτατη κρίση. Καθώς δεν υπάρχει, από την πλευρά της Αριστεράς, κάποια δύναμη η οποία να αναλάβει την εκπροσώπηση των εθνικών συμφερόντων των χωρών της Ευρώπης και να προωθήσει την ευρωπαϊκή ενοποίηση, εμφανίζονται ως δήθεν υπερασπιστές των εθνικών συμφερόντων ακροδεξιές ή και φασιστικές δυνάμεις, ούτως ή άλλως συνδεδεμένες με τη ρωσική πολιτική.
Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί και η εκλογή του Τραμπ, η οποία οφείλεται σε τρεις βασικούς λόγους: την ενίσχυση των μεταναστευτικών ρευμάτων, την κρίση των μεσοστρωμάτων από την άνοδο του πληθωρισμού και τέλος την κυριαρχία του woke μεταξύ των ελίτ και στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Δηλαδή, πλέον, δεν κινδυνεύουμε μόνο από τη διάλυση της Δύσης μέσω των μεταναστευτικών ρευμάτων και της εμφυλιοπολεμικής woke ατζέντας, αλλά και από την ακροδεξιοποίηση της αντιwoke διαφωνίας, την ακροδεξιοποίηση της υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων. Γι’ αυτό άλλωστε οι ακροδεξιοί και οι ρωσόφιλοι, πράγμα ταυτόσημο σήμερα, αντιμετωπίζουν εχθρικά εκείνες τις δημοκρατικές αντιπαγκοσμιοποιητικές δυνάμεις που δεν επιθυμούν την ταύτιση του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος με φασίσουζες αντιλήψεις.
Κάτι ανάλογο είχε συμβεί στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όταν η τύφλωση μιας Αριστεράς, εξαρτημένης από τη Σοβιετική Ρωσία, επέτρεψε στα φασιστικά κόμματα να αναλάβουν την πατριωτική και λαϊκή εκπροσώπηση, σε μία εποχή, μετά την οικονομική κρίση του 1929, που υπήρχε τεράστια κρίση πληθωρισμού. Τότε μπόρεσαν οι φασιστικές δυνάμεις να καρπωθούν την αντίθεση, ιδιαίτερα των μικροαστικών στρωμάτων και ενός μεγάλου τμήματος των εργατικών τάξεων απέναντι στο σύστημα.
Γι’ αυτό σήμερα είναι τόσο σημαντική η έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία, διότι εκεί παίζεται σε μεγάλο βαθμό η τύχη της Ευρώπης. Εάν η Ουκρανία μεταβληθεί σε ρωσικό δορυφόρο, πέρα από την τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή ενός λαού 45-50 εκατομμυρίων, θα βρεθούμε μπροστά σε μια νέα φάση επέκτασης της Ρωσίας (στρατιωτικής ή με την απειλή της στρατιωτικής επέμβασης), γεγονός που θα υπονομεύσει οποιαδήποτε ευρωπαϊκή προσπάθεια να συγκροτήσει μια ανεξάρτητη πολιτική και αμυντική δύναμη.
Και μια τέτοια ευρωπαϊκή συγκρότηση έχει τεράστια σημασία για μας και, όπως για τους Ουκρανούς ή τους Πολωνούς, αποτελεί ζήτημα ζωής ή θανάτου. Διότι εμείς, δεν αντιμετωπίζουμε μία απλώς επεκτατική Τουρκία, αλλά μία δύναμη η οποία, μετά την κεμαλική εποχή, έχει θέσει ως στόχο της την ολοκληρωτική εξαφάνιση των δυνάμεων που αντιδρούν σε αυτήν. Ό,τι έκανε το 1922, στη Μικρά Ασία, θέλει να το ολοκληρώσει και στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία για μας το τι πρόκειται να γίνει στην Ουκρανία.
*****
Το δεύτερο σημείο είναι αυτά που συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή. Το Ισραήλ, έχοντας και τη συναίνεση του Τραμπ, θεωρεί ότι έχει κερδίσει – παρότι τα αντάρτικα έχουν ιδιαίτερη αντοχή, και έχουν τη δυνατότητα να αναγεννώνται, παρά τις ήττες. Και ένας λαός 10 εκατομμυρίων όπως οι Παλαιστίνιοι, όταν στριμώχνεται στη γωνία, μεταβάλλεται σε εύφορο έδαφος για τον ισλαμικό εξτρεμισμό.
Συναφώς, η πολιτική του Νετανιάχου και της ηγετικής του ομάδας, να εμποδίσουν τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους, είναι αδιέξοδη, καθώς δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί αυτό που επιδιώκουν, δηλαδή να εκδιωχθούν οι Παλαιστίνιοι από τη Γάζα και τη Δυτική Όχθη. Τέτοια εξέλιξη δεν πρόκειται να υπάρξει, το είδαμε και το 1948-50, όταν το Ισραήλ επιχείρησε να εκδιώξει τους Παλαιστινίους, αλλά δεν το κατάφερε. Όσο σκληροί και αν είναι οι Ισραηλινοί, άλλο τόσο είναι και οι Παλαιστίνιοι, που έμαθαν, ίσως από τους Ισραηλινούς, να είναι και αυτοί άκαμπτοι και επίμονοι. Με αυτή την έννοια, δεν μπορεί να υπάρξει λύση σε αυτή την εκατονταετή σύγκρουση των δύο αντιπάλων στη Μέση Ανατολή, παρά μόνο εάν βρεθεί ένας τρόπος συμβιβασμού. Συμβιβασμό που δεν θέλουν, από τη μία πλευρά, το Ιράν, η Ρωσία και η Τουρκία, δηλαδή οι δυνάμεις οι οποίες βρίσκονται πίσω από τη Χεζμπολάχ και τη Χαμάς, και από την άλλη δεν τον θέλουν οι σκληροί ορθόδοξοι Εβραίοι, που προχωρούν ακάθεκτοι σε νέους εποικισμούς καταστρέφοντας οποιαδήποτε δυνατότητα συμβιβασμού.
Και αυτή η διελκυστίνδα είναι αρνητική για εμάς, που είμαστε υποχρεωμένοι σε μία συμμαχική σχέση με το Ισραήλ, αλλά ο τρόπος που αντιμετωπίζει το παλαιστινιακό, διαιωνίζει, δυστυχώς, την κρίση στη Μέση Ανατολή. Γεγονός ιδιαίτερα αρνητικό, καθώς δίνει τη δυνατότητα στην Τουρκία να διαδραματίζει έναν ενισχυμένο ρόλο, όπως το είδαμε και με την κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία.
Είναι βέβαιο, μάλιστα, ότι η σημερινή πολιτική της Τουρκίας, της μειωμένης επιθετικότητας έναντι της Ελλάδας, οφείλεται κατ’ εξοχήν στην εμπλοκή της στη Μέση Ανατολή, όπου δεν θέλει μόνο να καταστείλει την κουρδική απειλή αλλά και να υποκαταστήσει το Ιράν ως κύριος εκφραστής του ισλαμισμού. Είναι η Τουρκία που προσπαθεί να προσεταιριστεί τους παλιούς εντολοδόχους του Ιράν στην περιοχή, κατ’ εξοχήν τη Χαμάς – προσδοκία που μοιάζει μάλλον να επιβεβαιώνεται μετά τη Συρία.
Επομένως, υπάρχουν και στα δύο μέτωπα επικίνδυνες εξελίξεις, αν μάλιστα συνδυαστούν με την κατάσταση στην Ευρώπη.
Η κρίση της Ευρώπης, κρίση ενός κοινωνικού-οικονομικού μοντέλου
Η Γερμανία έχει μπει σε οικονομική και πολιτική κρίση, διότι η λογική της να συνάπτει οικονομικές συμφωνίες με την Κίνα και ενεργειακές συμφωνίες με τη Ρωσία για φθηνό φυσικό αέριο, απεδείχθη αυτοκτονική. Σε σχέση με το ρωσικό αέριο, σκόνταψε στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ενώ οι κινεζικές ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά και ηλεκτρικά αυτοκίνητα, έχουν γονατίσει τη γερμανική βιομηχανία.
Στη Γαλλία έχουμε στην Προεδρία έναν άνθρωπο με «ωραίες ιδέες», αλλά ταυτόχρονα απολύτως αυτοκαταστροφικό και νάρκισσο, όπως όλες οι ελίτ της Ευρώπης – εν μέρει και οι ελληνικές. Ο ναρκισσισμός του Μακρόν τον οδήγησε να βγάλει μόνος του τα μάτια του, προκαλώντας εκλογές που οδήγησαν στο απόλυτο χάος. Ανέδειξε με την πολιτική του δύο δυνάμεις: μια φιλοϊσλαμική Αριστερά[1] του Μελανσόν, που λαμβάνει ποσοστά της τάξης του 50%-60% στις περιοχές όπου ζουν μουσουλμανικοί πληθυσμοί και, από την άλλη πλευρά, ως αντίπαλο δέος την Λεπέν. Αυτή η τελευταία όχι μόνο δεν εγκαταλείπει τις φιλορωσικές τάσεις της, αλλά βλέπει την ενίσχυση του γαλλικού έθνους όχι μέσα από τη συγκρότηση μιας ευρωπαϊκής οντότητας, που είναι η μόνη ικανή την εποχή των μεγάλων Δυνάμεων να διασώσει την Ευρώπη, αλλά μέσα από την αποσύνθεση της Ευρώπης.
Και όμως, σήμερα, ένας αυθεντικός πατριωτισμός των ευρωπαϊκών εθνών είναι υποχρεωμένος να έχει συνθετικό χαρακτήρα, όπως, παραδείγματος χάριν, κάνουν οι Πολωνοί, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα πατριώτες, για να μην πούμε καμιά φορά και εθνικιστές, και από την άλλη έντονα ευρωπαϊστές. Ακριβώς διότι μόνο μια ενιαία και ανεξάρτητη Ευρώπη θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τόσο τους οικονομικούς εκβιασμούς των Αμερικάνων όσο και τις δυνάμεις της Ευρασίας, από την Τουρκία μέχρι τη Ρωσία. Αυτό τον κίνδυνο διατρέχει σήμερα η Ευρώπη και όμως ακόμα δεν υπάρχουν δυνάμεις ικανές να τον αντιμετωπίσουν.
Η κοινωνική και πολιτική αποσύνθεση της Ευρώπης, και της Δύσης συνολικότερα, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι, τα τελευταία χρόνια, στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο εξελίχθηκε μία διαδικασία «αντίστροφου φορντισμού». Τωόντι, από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου έως το 1975, στις δυτικές κοινωνίες, οι ανισότητες αμβλύνονταν, ενώ, αντιστρόφως, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης μετά το 1985-90, οι οικονομικοκοινωνικές ανισότητες διευρύνονται. Ακριβώς διότι μπήκε σε κρίση το φορντιστικό μοντέλο, της ταυτόχρονης ενίσχυσης των κερδών των επιχειρήσεων και των μισθών, μέσα από την άνοδο της παραγωγικότητας, περάσαμε στη λογική της «εξαγωγής» της βιομηχανικής παραγωγής στις «τρίτες χώρες». Έτσι, η Δύση θα απολαμβάνει φτηνά βιομηχανικά προϊόντα, που θα παράγονται όλο και περισσότερο στην Κίνα, στην Ινδία κ.λπ., με αποτέλεσμα η άνοδος των κερδών των επιχειρήσεων να μην εξαρτάται πλέον από την εσωτερική παραγωγή. Χαρακτηριστικά, στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα 30 τελευταία χρόνια, οι μισθοί όσων έχουν εισόδημα κάτω από 100.000 δολάρια μειώθηκαν, ενώ τα κοινωνικά στρώματα τα οποία ταυτίστηκαν με την παγκοσμιοποίηση, στράφηκαν προς μια χρηματιστικοποιημένη οικονομία.
Όπως το περιγράφει ο Κριστόφ Γκιλουί[2], έχουμε πλέον δύο χωριστές κοινωνίες, από τη μια πλευρά τις ελίτ των Μητροπόλεων (για να ζήσει κάποιος στο Παρίσι, πρέπει να πληρώνει ενοίκιο 2000 ευρώ τουλάχιστον) και στην άλλη άκρη τους αγρότες, τους εργάτες και τις μεσαίες τάξεις που εξορίζονται από το κέντρο. Το κέντρο των πόλεων είναι πια για τις ελίτ της νέας οικονομίας, χρηματιστές, πληροφορικάριους, δημοσιογράφους, μηντιακούς διανοουμένους και καλλιτέχνες κ.λπ., οι οποίοι κρατάνε μαζί τους και το υπηρετικό τους προσωπικό, δηλαδή τους μετανάστες, που ζουν στις συνοικίες περιμετρικά από το κέντρο, ενώ οι μεσαίες και μικρές πόλεις αφήνονται εντελώς στην τύχη τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Λεπέν λαμβάνει στο Παρίσι ποσοστό γύρω στο 10%, όταν το πανεθνικό της ποσοστό φθάνει το 35%, ή ότι ο Τράμπ στην Ουάσινγκτον έλαβε γύρω στο 5% – δηλαδή, πρόκειται για μία πραγματικότητα που έχει εξορίσει τις λαϊκές τάξεις εκτός των μεγάλων πόλεων.
Η Αριστερά ταυτίστηκε με την παγκοσμιοποίηση και ιδιαίτερα σε δύο βασικές της παραμέτρους: πρώτον την ελεύθερη μετανάστευση, η οποία, όπως έχει αποδειχθεί και από στατιστικές μελέτες, είχε πολύ αρνητικές συνέπειες για τα εισοδήματα των εργατικών τάξεων και, δεύτερον, την ανάπτυξη της λεγόμενης woke κουλτούρας, που αποτελεί τη συγκολλητική ουσία που ενοποιεί τις νέες ελίτ των μητροπόλεων.
Γι’ αυτό, εξάλλου, το κοσμογονικό κίνημα των γυναικών του Ιράν εναντίον της μαντίλας, κίνημα με παγκόσμια σημασία –γιατί αν οι γυναίκες στον ισλαμικό κόσμο καταργήσουν την υποχρεωτική χρήση της μαντίλας, αρνούνται τη σαρία και τον ισλαμισμό–, αντιμετωπίστηκε από την Αριστερά της Δύσης με αδιαφορία ή και περιφρόνηση, παρά τις εκατοντάδες νεκρούς και θύματα και τις χιλιάδες συλλήψεις και βασανιστήρια· διότι υπάρχει μια ιδιότυπη συμμαχία του ακραίου ελιτίστικου νεοφεμινισμού με τον ισλαμισμό – αυτό που εκφράζει στη Γαλλία η εκλογική συμμαχία του κόμματος του Μελανσόν.
[1] Διαβάστε περισσότερα στον ιστότοπο του Άρδην για το πώς το κόμμα του Μελανσόν εκφράζει το πολιτικό ισλάμ στην Γαλλία: «Η Ανυπότακτη Γαλλία και οι ισλαμιστές: η ιστορία μιας πολιτικής συμμαχίας», https://ardin-rixi.gr/archives/260220
[2] Κριστόφ Γκιλουί, No society, Το τέλος της μεσαίας τάξης της Δύσης, Εναλλακτικές Εκδόσεις.