Η περίφημη «διπλωματία των εξοπλισμών» και οι παρανοήσεις της

Η αγορά όπλων δεν (πρέπει να) γίνεται για να «επιβραβευθεί» μία χώρα, επειδή τηρεί συμμαχική στάση έναντι της Ελλάδας.
.
.
Eurokinissi

Καθώς προχωρά ο Ιούνιος, πλησιάζει και το «τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2021», στο οποίο είχε δεσμευθεί ο Πρωθυπουργός ότι θα γίνει η τελική επιλογή της νέας φρεγάτας του Πολεμικού Ναυτικού.

Το πολύπαθο αυτό πρόγραμμα, που έχει απασχολήσει την κοινή γνώμη περισσότερο από κάθε άλλο εξοπλιστικό, έχει μπει (ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε να έχει μπει) στην τελική ευθεία.

Σε αντίθεση με το αυξημένο ενδιαφέρον που υπάρχει για το πρόγραμμα αυτό, η πληροφόρηση από το υπουργείο Εθνικής Αμύνης είναι πολύ περιορισμένη, με αποτέλεσμα να φουντώνουν οι φήμες, οι διαδόσεις, οι υποψίες και οι καχυποψίες για ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα που σέρνεται εδώ και χρόνια, παρά τον απολύτως υπερεπείγοντα χαρακτήρα του.

Στην πρόσφατη σύσκεψη των επιτελών του Ναυτικού με τον Πρωθυπουργό, δεν υπήρξε κάποια απόφαση, ούτε προκρίθηκαν οι «επικρατέστερες» υποψηφιότητες (συνεχίζουν στον άτυπο και εκτός προδιαγραφών «διαγωνισμό» έξι προτάσεις). Αυτό έχει δώσει λαβή σε σειρά ψιθύρων για το όλο πρόγραμμα.

Ως προς τη «γεωπολιτική διάσταση» του προγράμματος, πάντως, ακούγονται πολλές «περίεργες» απόψεις. Άλλοι διατείνονται ότι η αγορά των Ραφάλ «ικανοποίησε» τη Γαλλία, «αποδεσμεύοντας» έτσι το ΠΝ από την «υποχρέωση» αγοράς των φρεγατών Μπελαρά.

Άλλοι διατείνονται ότι πρέπει να αγοραστούν οι αμερικανικές φρεγάτες MMSC, για να «ικανοποιηθεί» ο αμερικανικός παράγοντας.

Άλλοι διαφωνούν, λέγοντας πως, οι MMSC δεν ικανοποιούν τις ανάγκες μας, οπότε η «υποχρέωση» προς τις Η.Π.Α. θα πρέπει να «βγει» με την αγορά F-35 ή κάποιων άλλων αξιόλογων όπλων.

Πολλοί προτιμούν άλλες ευρωπαϊκές προτάσεις, αλλά δέχονται το αντεπιχείρημα ότι οι χώρες που τις προωθούν δεν έχουν ιδιαίτερα συμμαχικούς δεσμούς με την Ελλάδα, ενώ άλλοι αντιλέγουν πως ενδεχόμενη αγορά φρεγατών από τις χώρες αυτές θα οδηγήσει με τη σειρά της σε ενίσχυση των αναιμικών αυτών συμμαχικών δεσμών…

Πιστεύουμε ότι εδώ υπάρχει μία σειρά παρανοήσεων, σχετικά με τη λεγόμενη «εξοπλιστική διπλωματία».

Κατ’ αρχήν, δεν είναι οι εξοπλισμοί που θα δημιουργήσουν συμμαχικούς δεσμούς με μία χώρα. Αντιθέτως, είναι οι συμμαχικοί δεσμοί με μία χώρα που δημιουργούν ευνοϊκό πεδίο για τους εξοπλισμούς.

Μία αγορά όπλων δεν μπορεί, προφανώς, να αλλάξει τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς, ούτε πρόκειται μία χώρα να πολιτευθεί αντίθετα με τα συμφέροντά της, επειδή θα της αγοράσουμε κάποια πλοία ή αεροπλάνα.

Η Τουρκία δεν αγόρασε τους S-400, ελπίζοντας σε κάποια μελλοντική προσέγγιση με τη Ρωσία. Τους αγόρασε επειδή ακριβώς υπήρχε ήδη η προσέγγιση αυτή.

Αντιστοίχως, η αγορά όπλων δεν (πρέπει να) γίνεται για να «επιβραβευθεί» μία χώρα, επειδή τηρεί συμμαχική στάση έναντι της Ελλάδας. Τα αμυντικά συμβόλαια δεν είναι μέσο ούτε για να «εξαγοραστεί» μία χώρα, ούτε για να «επιβραβευθεί», να «τιμωρηθεί» ή… να «κατευναστεί».

Καλό θα είναι να έχουμε πάντα κατά νου δύο βασικές παραμέτρους που επηρεάζουν την αξιοποίηση των οπλικών μας συστημάτων: Η Ελλάδα δεν διαθέτει ισχυρή αμυντική βιομηχανία, ικανή να της προσφέρει κάποιον, περιορισμένο έστω, βαθμό αυτάρκειας. Επιπροσθέτως, η Ελλάδα δεν συνηθίζει να διατηρεί μεγάλους αριθμούς όπλων, πυρομαχικών και ανταλλακτικών για τα συστήματα που αγοράζει.

Αυτό συμβαίνει είτε γιατί δεν επαρκούν ποτέ τα κονδύλια, είτε γιατί θεωρεί ότι δεν χρειάζονται μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών (καθώς επικρατεί σε πολλούς η παράδοξη αντίληψη ότι ένας πιθανός πόλεμος με την Τουρκία δεν θα κρατήσει παραπάνω από λίγες ώρες), είτε για κάποιον άλλο λόγο που αγνοούμε.

Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα δείχνει ότι δεν ακολουθεί ούτε το παράδειγμα της Τουρκίας, που προτιμά να εξελίσσει τα δικά της πυρομαχικά και πυραύλους, έστω κι αν είναι κατώτερων προδιαγραφών από τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά αντίστοιχα, ούτε το παράδειγμα χωρών όπως τα Η.Α.Ε., που συνοδεύουν τις παραγγελίες οπλικών συστημάτων με τεράστιους αριθμούς ανταλλακτικών και πυρομαχικών[1].

Η πραγματικότητα είναι ότι σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής, η Ελλάδα θα είναι εξαρτημένη από τους προμηθευτές της. Ιδίως στη σημερινή συγκυρία, όπου οι Ένοπλες Δυνάμεις βγαίνουν από μία μακρά, σχεδόν εικοσαετή, περίοδο εγκατάλειψης και πλείστα όσα μέσα των Ενόπλων Δυνάμεων αντιμετωπίζουν προβλήματα υποστήριξης (η περίπτωση των Μιράζ είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου).

Αν υπάρχει, λοιπόν, ένα «γεωπολιτικό» κριτήριο στην επιλογή των εξοπλισμών, είναι ακριβώς αυτό: η εξασφάλιση της καλύτερης δυνατής επιχειρησιακής αξιοποίησης των όπλων που αγοράζουμε και η στήριξή μας (τους) όταν απαιτηθεί.

Θα πρέπει να επιλέγονται οι χώρες που μπορούν καλύτερα να εγγυηθούν την ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος, που είναι πρόθυμες να παράσχουν τεχνογνωσία και κρίσιμα οπλικά συστήματα, που είναι πιθανότερο να «βάλουν πλάτη» στα δύσκολα, καλύπτοντας άμεσα τυχόν ελλείψεις μας σε περίοδο πολέμου.

Αν επιλέγονται οι χώρες αυτές για την αγορά οπλισμού, λοιπόν, αυτό δεν γίνεται για να «επιβραβευθούν», αλλά γιατί οι χώρες αυτές μπορούν να ενισχύσουν καλύτερα την αποτρεπτική ισχύ μας. (Το ποιες είναι οι χώρες αυτές είναι ζήτημα ξεχωριστής συζήτησης – ας αρκεστούμε εδώ να υπενθυμίσουμε τη μηδενική επίδραση που είχε στην εξωτερική πολιτική της Γερμανίας ο πακτωλός χρημάτων που έλαβε για εξοπλισμούς κατά την περίοδο Σημίτη).

Δυστυχώς, οι παρανοήσεις που αναφέραμε, φαίνεται ότι δεν αποτελούν μεμονωμένα, περιθωριακά, περιστατικά. Αυτό δείχνει και ένα πρόσφατο άρθρο της πάντα ενήμερης στις κυβερνητικές διαρροές Καθημερινής (Βασίλης Νέδος, «Προμήθεια νέων φρεγατών: Έξι προτάσεις στο τραπέζι», 08.06.2021, www.kathimerini.gr).

Αφού καταγράψει τις εξελίξεις στο πρόγραμμα των φρεγατών, ο αρθρογράφος προβαίνει σε έναν αδιανόητο ισχυρισμό, που πολλοί υποπτεύονταν, αλλά κανείς ίσως δεν θα ήθελε να παραδεχθεί. Γράφει: «Τελευταίο, αλλά όχι έλασσον, είναι το ζήτημα της γενικότερης γεωπολιτικής συζήτησης που πάντα συνδέεται και με τα εξοπλιστικά. Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η Ελλάδα είχε ξεκινήσει να συζητάει με τη Γαλλία για δύο φρεγάτες Belh@rra (FDI) και η ατελής κατάληξη αυτών των διαπραγματεύσεων οδήγησε στη λύση των μαχητικών Rafale.»

Με λίγα λόγια, η αγορά των Ραφάλ δεν έγινε βάσει του προγραμματισμού των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά ήταν μια «εμβόλιμη» αγορά, που προχώρησε εσπευσμένα, ως «λύση» (ποιου προβλήματος;), για να μη στεναχωρηθούν οι Γάλλοι μετά την απόρριψη των φρεγατών τους!

Αν ισχύει ο ισχυρισμός αυτός, θα μπορούσε να δικαιώσει και διάφορα συνομωσιολογικά σενάρια που είχαν διακινηθεί πέρυσι το καλοκαίρι, σύμφωνα με τα οποία η αγορά των Μπελαρά ήταν «κλεισμένη», αλλά ακυρώθηκε λόγω πολιτικών πιέσεων διαφόρων «άσπονδων φίλων». Οπότε η αγορά των Ραφάλ ήλθε ως ένας «κατευνασμός» της Γαλλίας, λόγω του άκομψου αδειάσματός της!

Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο ισχύουν αυτοί οι ισχυρισμοί, ελπίζουμε, πάντως, να είναι ψευδείς. Όπως ελπίζουμε να είναι εσφαλμένες και οι φημολογίες ότι το πρόγραμμα των φρεγατών, λόγω πολιτικών πιέσεων, είναι προαποφασισμένο να καταλήξει στην φρεγάτα που καταλαμβάνει την τελευταία θέση στις προτιμήσεις των στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού.

Εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο πρωθυπουργός θα τηρήσει τη δέσμευσή του και θα προχωρήσει, μέχρι το τέλος του μήνα, στην επιλογή της καλύτερης πρότασης για το Πολεμικό Ναυτικό και την αποτρεπτική ισχύ της χώρας.

Το γεγονός, όμως, ότι ακόμη και η φιλοκυβερνητική ναυαρχίδα της Καθημερινής διακινεί τέτοιες αντιλήψεις, δείχνει ότι αυτές είναι ενδημικές στο ελληνικό πολιτικό προσωπικό.

Πράγματι, μία εξέταση των ελληνικών εξοπλισμών θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι για τις ελληνικές ηγεσίες, διαχρονικά, οι εξοπλισμοί δεν σκοπεύουν τόσο στην ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας, όσο, πρωτίστως, στην «εξαγορά» της υποστήριξης των «Προστάτιδων Δυνάμεων».

Η όποια ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων συμβαίνει σε δεύτερο χρόνο, παρεμπιπτόντως: είναι αποτέλεσμα των εξοπλισμών και όχι γενεσιουργός αιτία τους.

Στον βαθμό που ισχύει η διαπίστωση αυτή, τότε μπορούν να εξηγηθούν και πολλά «παράδοξα» των ελληνικών εξοπλισμών, όπως η αγορά πανάκριβων όπλων που συνοδεύεται από αδιαφορία για την μετέπειτα συντήρηση και αξιοποίησή τους, η απαξίωση παλαιότερου υλικού χωρίς μέριμνα για την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό του, η αγορά υπερσύγχρονων οπλικών συστημάτων, χωρίς, όμως, τα αντίστοιχα όπλα τους, η δυσανάλογη μέριμνα για την εισαγωγή όπλων, χωρίς αντίστοιχη διάθεση κονδυλίων για τις λειτουργικές δαπάνες των επιτελείων, την εκπαίδευση του προσωπικού κ.λπ.

Είμαστε βέβαιοι ότι μία διαφορετική αντίληψη, που θα προέκρινε τη χρησιμοποίηση των συμμαχιών μας για την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, αντί της χρησιμοποίησης των Ενόπλων Δυνάμεων για την ικανοποίηση των συμμαχιών μας, θα αύξανε την αποτρεπτική ισχύ της χώρας. Και, σίγουρα, θα κόστιζε λιγότερο.

Άλλωστε, όσο πιο ισχυρή είναι μία χώρα, τόσο λιγότερο εξαρτάται από τους συμμάχους της. Και όσο λιγότερο εξαρτάται από τους συμμάχους της, τόσο πιο ισχυρές και αποτελεσματικές συμμαχίες μπορεί να συνάψει.

Ίσως, τελικά, το πρόγραμμα των φρεγατών να αντιμετωπίζεται με τόσο ενδιαφέρον από την κοινή γνώμη και για αυτό τον λόγο: γιατί λειτουργεί ως δείκτης του βαθμού ανεξαρτησίας και χειραφέτησης της ελληνικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.

Υ.Γ.: Υπάρχει, βέβαια, και άλλη μία παράμετρος της «διπλωματίας των εξοπλισμών»: Αυτή της εκμετάλλευσης των συμμαχιών για την απόκτηση τεχνογνωσίας, προκειμένου να ενισχύσει μια χώρα την αμυντική της βιομηχανία (όπως έκανε π.χ. η Τουρκία κατά το διάστημα της τουρκοϊσραηλινής προσέγγισης).

Προς το παρόν, όμως, αφήνουμε την παράμετρο αυτή κατά μέρος, μιας και είναι γνωστή η διαχρονική και διακομματική αντίθεση των ελληνικών ηγεσιών στο ενδεχόμενο να αποκτήσει η χώρα σύγχρονη και ισχυρή αμυντική βιομηχανία.

[1] Στα Η.Α.Ε., η πρόσφατη παραγγελία αεροσκαφών F-35, κόστους 10 δισ. δολαρίων, συνοδεύτηκε από μία ακόμη μεγαλύτερη παραγγελία, 11 δισ. δολαρίων που αφορούσε σε χιλιάδες πυραύλους, βλήματα, βόμβες κ.λπ.

Δημοφιλή