«Ζωγραφίζω ως εκεί που δεν πάει άλλο» μου λέει ο ογδοντάχρονος Θεοφυλακτόπουλος και σκέφτομαι πως μόνη της αυτή η ρήση αρκεί για να χωρέσει όχι μόνο την ουσία της ζωγραφικής του, αλλά το απαύγασμα μιας τρικυμιώδους ζωής. Γιατί ο ζωγράφος μας ακόμη και σήμερα που σηκώνεται αχάραγα, πατά γκάζια για να προλάβει τη μέρα με ένα άσβεστο πάθος, μια ζωική ορμή που θυμίζει τους «μοτοσυκλετιστές», τις φιγούρες με τις οποίες έγινε γνωστός, έργα μεγάλης δύναμης που του χάρισαν την υστεροφημία. Στις περισσότερες από τις συνεντεύξεις που έχει δώσει ο δημιουργός, οι συνομιλητές του στέκονται συχνά στο θυελλώδη βίο του, στα ταξίδια, τις γυναίκες και τις εξαρτήσεις, όλα τα «στερεότυπα» δηλαδή ενός αντισυμβατικού καλλιτέχνη που ζει στο περιθώριο. Μπορεί όλα αυτά να προσδίδουν γοητεία στον δημιουργό, αλλά βεβαίως το έργο είναι αυτό που μένει. Και ο Θεοφυλακτόπουλος θα αφήσει ανεξίτηλο το εικαστικό του αποτύπωμα στη ζωγραφική του τόπου. Τούτη η κουβέντα μας έγινε ένα Σαββατιάτικο πρωινό στην πλατεία Κολωνακίου, την ώρα που ξυπνούσε η πόλη. Παρόμοια κι ο ζωγράφος μας, ως να είναι μπροστά στον καθρέφτη, απαλλαγμένος δηλαδή από κάθε «δήθεν», κριτικός ακόμη κι απέναντι στον ίδιο, εξυφαίνει την πιο σημαντική από τις πολλές του περιπέτειες.
«Είμαι χωμένος στην έκθεση που ετοιμάζω. Κι εκπλήσσει ακόμη κι εμένα τον ίδιο μια υπερδραστηριότητα που έχω, όχι μόνο γιατί είμαστε παραμονές της έκθεσης και, αυτονόητα, θέλω να γίνει με τον καλύτερο τρόπο, αλλά γιατί γενικότερα, ξανασυναντώ μια νιότη η οποία αφορά όλες μου τις κινήσεις. Θέλω να πω δεν είναι μόνο η ζωγραφική, αλλά και κάποια άλλα πράγματα που θέλουνε μια ορμή για να γίνουνε, η οποία βεβαίως δεν είναι συνηθισμένη σε αυτές τις ηλικίες. Διαπιστώνω λοιπόν μια νεανική ορμή προς τη ζωή γενικότερα».
Εξήγησέ το μου αυτό, τι κάνεις που δεν έκανες παλιότερα;
Πολύ πρωί πηγαίνω στη λίμνη της Βουλιαγμένης, που αυτή την εποχή τα νερά της είναι στους 25 βαθμούς. Απολαμβάνω λοιπόν το κολύμπι με πέδιλα και γάντια, κάνοντας την γυμναστική μου και κατόπιν παίρνω το δρόμο για το Σούνιο, για την απόλαυση της οδήγησης (δεινός οδηγός με ροπή στην ταχύτητα). Από εκεί κόβω αριστερά για το Λαύριο. Αυτό είναι μια πρωινή περιπέτεια όπου επιστρέφοντας σπίτι, αρχίζω και ζωγραφίζω. Ζω σε ένα περιβάλλον ζεστό με την ψυχολογική έννοια, με την Ισμήνη, τα σκυλιά μου, όπου κοιμάμαι και ξυπνάω αγκαλιά με τα έργα. Ο χώρος δηλαδή που κοιμάμαι είναι και ατελιέ κι αυτό μου πηγαίνει πολύ. Και μου κάνει εντύπωση πώς βρίσκω το κουράγιο για όλα αυτά γιατί προϋποθέτει αντοχές.
Και τι απάντηση δίνεις;
Έχω δημιουργήσει μια εξάρτηση - από τις καλές - με το πρωινό μπάνιο, τη σχέση μου με τη λίμνη κι όλο αυτό το πράγμα με κάνει να αισθάνομαι καλά. Και το ζητούμενο είναι, για μένα, πώς θα αισθάνομαι καλύτερα. Βεβαίως υπάρχει ένα επίπεδο πολύ πιο επιθυμητό, πώς δηλαδή θα κάνεις τους άλλους να αισθάνονται καλύτερα, εκτός από τον εαυτό σου. Όμως, όταν εσύ αισθάνεσαι καλά, αυτό περνάει στους γύρω σου και δημιουργεί κάτι το θετικό. Να, ακούω τους νεότερους που λένε για κοίτα και στα ογδόντα υπάρχει ζωή! Θα συμπλήρωνα ζωντανή ζωή, γιατί δεν είναι τα 80 πάντα συνδεδεμένα με το χαμομήλι και την… αποχώρηση. Βλέπω να έχω μια δραστηριότητα σε όλες τις στιγμές της ζωής μου, που θα ήθελα να τη μεταδώσω στους νέους – με κάποιο τρόπο – ώστε να υπάρχει η ελπίδα ότι στα ογδόντα δεν τελειώνει η ζωή. Μπορεί να ανοίγει ένας νέος κύκλος, αν είσαι τυχερός και έχεις την προϋπόθεση που χρειάζεται: η υγεία σού επιτρέπει να κινηθείς όπως οι νεότεροι.
Κι ο φόβος του θανάτου; Δεν υπάρχει σαν σκέψη;
Να σου πω κάτι… ίσως όλα αυτά γίνονται από τον φόβο του θανάτου (γέλια). Εξηγούμαι: εδώ και τώρα εμείς που μιλάμε, ζούμε το φως της ζωής. Κάποια στιγμή ο διακόπτης κλείνει και όλα σκοτεινιάζουν. Ίσως, λοιπόν, η συνείδηση αυτής της πραγματικότητας, ότι είμαι κοντά στη στιγμή που θα κλείσει ο διακόπτης, με κάνει να… τρέχω! Να χαρώ τη ζωή όσο μπορώ περισσότερο, γιατί υπάρχει από δίπλα και πολύ κοντά η ανάσα του χάρου (γέλια).
Είσαι όμως κι ένας άνθρωπος που δεν έχει απωθημένα, είχες μια γεμάτη ζωή. Ζωγραφικό απωθημένο υπάρχει;
Αυτή την ερώτηση, έτσι διατυπωμένη, δεν την έχω κάνει στον εαυτό μου. Απλώς θα σου έλεγα με έναν τρόπο που δεν ξέρω αν απαντάει στο ερώτημα ότι ένας από τους λόγους που βρίσκομαι σε έντονη σχέση πάλι με τη ζωγραφική, είναι γιατί ενδεχομένως, νιώθω ότι κάτι δεν έχει ειπωθεί ακόμη. Αυτός είναι κι ένας από τους λόγους όπου μεγάλο μέρος της έκθεσης είναι με ένα καινούργιο υλικό, φτιαγμένο για γραφιστική δουλειά: ο ανεξίτηλος μαρκαδόρος. Αυτό το υλικό «παίχτηκε» με τέτοιο τρόπο που μπόρεσα να το υποτάξω στον τρόπο που δούλευα τα λάδια, δηλαδή να το «καταστρέφω» και να το ξαναφτιάχνω. Και μου έδωσε ένα μεγάλο ερέθισμα για να δουλεύω, πράγμα που έχει τεράστια σημασία. Τώρα, αν θα δουλέψω με αυτό το υλικό ή με κάποιο άλλο δεν ενδιαφέρει τόσο όσο το αποτέλεσμα, δηλαδή τι βγήκε, όχι πώς το έκανες. Αυτό λοιπόν που βγαίνει, σε μεγάλο μέρος, με ικανοποιεί γιατί αυτό το υλικό διαφέρει από ένα άλλο στο εξής: από μόνο του έχει μία λάμψη και η εικόνα μετά, αφού ακολουθήσουν μια σειρά από διεργασίες, έχει μια λάμψη από το ίδιο το υλικό. Τούτο για μένα είναι μια αφορμή για δράση.
Άρα, έχει και το στοιχείο της έκπληξης.
Βεβαίως, πώς ένα τέτοιο υλικό μπόρεσε να δουλευτεί με τον τρόπο που δουλεύτηκε. Τα λέω όλα αυτά γιατί είναι αποτελέσματα που με ικανοποιούν. Υπάρχει βεβαίως ένα ποσοστό ρίσκου σε αυτή την επεξεργασία του καινούργιου, γιατί συνήθως οι ζωγράφοι δουλεύουν με τις ύλες που ξέρουν πολλά χρόνια κι έχουν παιδευτεί για να τις μάθουν. Η αλλαγή, όμως, είναι ένας λόγος που εμένα με διεγείρει. Οπότε έπεσα μέσα σε αυτό με τα μούτρα. Και είναι και κάτι άλλο, ένα αρνητικό που λειτουργεί ως θετικό: έτσι κι αλλιώς, δεν περιμένουν οι πελάτες για να μου αγοράσουν έργα, τα οποία ενδεχομένως θα μπορούσαν να με περιορίσουν σε ένα στιλ το οποίο θα ήταν «σήμα κατατεθέν»!
Δεν υπάρχει, λες, η παγίδα της επανάληψης;
Δεν υπάρχει ο φόβος μήπως δεν έχω, όταν έρθει η στιγμή, έργα να πουλήσω, οπότε νιώθω απελευθερωμένος από τον «πελάτη».
Μα όταν αυτό σου συνέβη στην Ελβετία, τα παράτησες κι έφυγες. Θέλω να πω δεν το είχες από δική σου επιλογή.
Κοίτα, την ώρα που δουλεύω, δεν έχω στο νου μου να κάνω κάτι που να αρέσει σε ένα κοινό «ειδικό». Βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι «απελευθερώνεται» εντελώς από τον άλλον. Σίγουρα, φτιάχνεις πράγματα για να «αρέσουν», απλώς κάνεις κάποιες επιλογές, συνειδητές και ασυνείδητες, κι έχεις έναν «φανταστικό» αποδέκτη του πράγματος που κάνεις. Δεν μπορείς να τον προσδιορίσεις ακριβώς, αλλά πάντα υπάρχει ο αποδέκτης. Αν τον κάνω συγκεκριμένο, θα ήθελα καταρχήν η δουλειά μου να αρέσει σε κάποιον συνάδελφο. Περιμένω δηλαδή την καλή κουβέντα πρώτα απ’ τον συνάδελφο και μετά απ’ τον ιστορικό της τέχνης, τον επιμελητή και πάει λέγοντας. Πρώτα περιμένω απ’ τον συνάδελφο που θα πει τον καλό λόγο, όχι επειδή είναι φίλος, αλλά επειδή το έργο είναι καλό.
Στη διαδρομή σου ποιος ήταν αυτός ο ζωγράφος;
(ακαριαία απαντά) Ο Χρόνης (ενν. ο Μπότσογλου). Είμαστε πάρα πολύ διαφορετικοί άνθρωποι μόνο που είχαμε έναν καλό διάλογο σχετικά με το αποτέλεσμα κάποιων έργων. Ο Χρόνης όταν επέστρεφε στην Αθήνα (ενν. από το Πετρί της Μυτιλήνης όπου περνά τα καλοκαίρια), είχε να μου δείξει και να ακούσει τι είχα να του πω. Ζητούμενο πάντως μέσα στη δουλειά είναι να ξεχαστείς από κάθε κριτική που μπορεί να γίνει μετά από το έργο. Αυτό δεν είναι εύκολο, γιατί έχεις στο μυαλό σου φαντάσματα, έχεις ανθρώπους που σε παρακολουθούν. Είναι φορές που όλα αυτά συνυπάρχουν, ξεχνιούνται και δεν ξεχνιούνται, κι έρχονται κάποιες καλές στιγμές. Όταν βγει πάντως το καλό έργο, κανείς δεν μπορεί να μου κλονίσει την άποψη για την αξία του πράγματος. Οποιοδήποτε σχόλιο δηλαδή και να μου κάνει κάποιος, τον αφήνω να λέει.
Αυτή την εσωτερική κατάφαση, την είχες και νεότερος στα χρόνια;
Απ’ όσο θυμάμαι με ορισμένα έργα, ναι. Για ορισμένα όμως. Είχα τη βεβαιότητα ότι αυτό το πράγμα είναι πάρα πολύ καλό. Αυτό βεβαίως βοηθιόταν κι από τον περίγυρο. Ξεχώριζε αυτό το πράγμα ως ιδιαίτερο. Έτσι λοιπόν δεν υπάρχει το άλλοθι, που ίσως υπήρχε παλιότερα, ότι «έκανα κάποια πράγματα που δεν τα είδαν». Όχι, αν κάνεις κάτι καλό, θα το δουν αυτοί που πρέπει. Θα δουν ότι η περιπέτεια αυτού του ανθρώπου, στο μέτρο που μπορεί να κάνει κάποια πράγματα, δίνει κάποια ξεχωριστά έργα και γι’ αυτό αναγνωρίσιμα. Παλιότερα, μπορούσε ο ζωγράφος να παραμυθιάζεται ότι δεν του δόθηκε η δυνατότητα να εκτεθεί. Τώρα αυτό δεν υπάρχει. Αν κάνεις κάτι που έχει αξία, με το που θα το βγάλεις, θα το δουν.
Το λες αυτό λόγω της τεχνολογίας ή το κοινό έχει αλλάξει;
Οι άνθρωποι που είναι γύρω από αυτό, μέσα από την τεχνολογία ευκολύνθηκαν να προσεγγίζουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τις αξίες που παράγονται.
Σήμερα, όμως, δεν βλέπεις και περισσότερη πληροφορία;
Θα σου πω ένα παράδειγμα. Είδα εικόνες του Βαρελά κι αμέσως αναγνώρισα κάτι ξεχωριστό. Δικαίως δηλαδή έχει αυτή την απήχηση. Όχι, δεν υπάρχει αυτό που λέγαμε παλιότερα, «θα με καταλάβουνε μετά θάνατον». Εδώ και τώρα! Δεν μπορείς να κρυφτείς πίσω από το «δε με είδανε». Να τελειώνουμε με τις ψευδαισθήσεις. Κάποιοι δημιουργοί είναι τρομερής αξίας. Οι μικρότεροι καλλιτέχνες μάχονται με το «δώρο» που διαθέτουν και παρόλο που έχουν τη συνείδηση και τη μελαγχολία… αλλά ας μη μιλώ για τους άλλους, ας πως για μένα: έχω τη συνείδηση – κι ευτυχώς – της αξίας μου∙ με αυτήν πορεύομαι και με αυτήν παλεύω. Παλεύω με αυτό που κουβαλάω. Βλέπω ότι είμαι μικρότερης σημασίας καλλιτέχνης απ’ ότι άλλοι δημιουργοί. Είδα, ας πούμε, την «χρυσή τουαλέτα» του Κατελάν, ένα σύγχρονο έργο τέχνης, τρομερής πλαστικής αξίας! Ο άνθρωπος δεν είναι ότι πήρε το χρυσάφι, είναι ότι ο τρόπος του έχει όλη την ζωγραφική που έχει περάσει, δίνοντας ένα έργο μεγάλης πλαστικότητας. Ένα σπουδαίο έργο σύγχρονης τέχνης που «γράφει». Αυτό λοιπόν το κάνει ο Κατελάν. Εγώ δεν είμαι σαν αυτόν, αλλά, ας μου επιτραπεί, νά χω κι εγώ την περιπέτειά μου με τον τρόπο που εγώ μπορώ. Διότι αν αυτό είναι αληθινό, θα βρει κι αυτό τον χώρο του δίπλα στο μεγάλο έργο της σημερινής εποχής. Έχω δηλαδή απόλυτη συνείδηση, αλλά αυτό δεν σταματά καθόλου την ορμή μου. Μπορώ να πω κιόλας, τον απολαμβάνω, τον θαυμάζω, δεν τον ζηλεύω, ούτε πάω να τον μιμηθώ. Διότι θα χάσω! Θα πρέπει να δω τι κάνω εγώ με τον Μάκη. Έτσι, λοιπόν, παρόλο που θαυμάζω κάποιους ζωγράφους, αυτό δεν μου κόβει καθόλου τη φόρα, γιατί και η δική μου είναι μια περιπέτεια, που δεν αφορά όλο τον κόσμο, όμως αυτό που είναι το δίνω μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο!
Παλιότερα, όταν ζούσες στην Αμερική, με ποιο έργο «χανόσουνα»;
Στη Νέα Υόρκη το ’71 είχα καθημερινό στέκι το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Ήταν μεγάλο μάθημα και μετά πήγαινα στο Μετροπόλιταν να δω τους παλιούς μαστόρους. Κάθε μέρα. Τότε ανακάλυψα τον Μόντριαν.
Ένα ζωγράφο που είναι μακριά από εσένα.
Το θυμάμαι σαν τώρα, περπατούσα και είχα αριστερά μου την Γκουέρνικα, προτού φύγει για την Ισπανία. Υπήρχε αυτό το θηριώδες, το τρομαχτικό έργο, το οποίο μόνο ένας Πικάσο μπορούσε να βγάλει, και πολλά άλλα σπουδαία έργα. Στο τέλος του διαδρόμου υπήρχαν έργα του Μόντριαν. Αυτό το πράγμα με τις κάθετες και τις οριζόντιες γραμμές που κάπου είχανε κάποιο χρώμα, μπορούσανε να «αντέξουν» το βάρος μιας Γκουέρνικα. Δεν ένιωθες δηλαδή άσχημα με αυτά τα «πραγματάκια». Ήταν εκεί πέρα, πάρα πολύ δυνατά και έφευγες από το μουσείο, έχοντάς τον στο μυαλό σου. Τότε κατάλαβα τι είναι αυτό που κάνει τον Μόντριαν μεγάλο: ο συμπαντικός χώρος. Εκεί είδα για άλλη μια φορά ότι η ζωγραφική μπορεί να γίνεται από τους εξπρεσιονιστές με μεγάλα πινέλα τα οποία περιστρέφονται με τρομερή ταχύτητα επάνω στο χώρο, αλλά μπορεί να γίνεται και με το νυστέρι, με μια τελείως άλλη άποψη η οποία δεν στερείται πάθους, μόνο που είναι αλλιώς εκφρασμένο.
Ένας εξίσου μεγάλος ζωγράφος, αλλά πολύ διαφορετικός από τον Μόντριαν, είναι ο Ρόθκο, όπου εκεί έχουμε όλως άλλη διατύπωση της εικόνας, με φοβερά περάσματα και ένα χρώμα που σε χώνει μέσα. Ή όταν ο Πόλοκ περπατούσε επάνω στον καμβά, «πότιζε» και τα πράγματα ήταν στη θέση τους. Πώς διάολο το έκανε, είναι ένα απίστευτο πράγμα. Αυτά τα πράγματα γεννιούνται! Πολύς κόσμος περνά τη ζωή του, σκίζεται κυριολεκτικά να φτιάξει μια εικόνα, και βλέπεις τον Μπασκιά, ένα παιδάκι που όλα τα έκανε αβίαστα, φυσικά.
Σε ένα φανταστικό μουσείο του μέλλοντος, δίπλα σε ποιους θα ήθελες, ιδανικά, το έργο σου να υπάρχει;
Δεν το έχω σκεφτεί γιατί… δεν με ενδιαφέρει καθόλου το τι θα γίνει μετά από μένα. Βλέπω κάποιους οι οποίοι νοιάζονται και καλώς νοιάζονται να εξασφαλίσουν την καλύτερη συνέχεια του έργου τους. Θα έλεγα ότι… μου είναι αδιάφορο… αλλά όχι ολόκληρα. Τώρα που το λέω… πήγα να πω ότι δε με νοιάζει εμένα όταν πεθάνω τι θα γίνει. Κι όμως δεν είναι έτσι. Βεβαίως δεν πιστεύω σε μαλακίες, η συνείδηση παύει να υπάρχει. Αλλά όμως μελαγχόλησα μόλις το σκέφτηκα. Δεν με εκφράζει απόλυτα. Μάλλον θα ήθελα κι εγώ, τώρα που με ρωτάς, κάπως να προστατευθεί το έργο. Ο ίδιος δεν πρόκειται να το κάνω, αλλά θα ήθελα κάποιος να το προστατεύσει. Οπότε σου απαντώ στο αρχικό ερώτημα: με ποιους θα ήθελα να γειτονεύω; Με τους συνάδελφους που έχω μια καλή γνώμη γι’ αυτούς. Για παράδειγμα, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, που τον θεωρώ σημαντικό ζωγράφο, ο Χρόνης ο Μπότσογλου, ο Τάσος ο Μαντζαβίνος και άλλοι όπως ο Φασιανός. Να μου επιτρέψεις κι ένα τελευταίο σχόλιο εδώ: ο Φασιανός μέσα στον ελληνικό χώρο είναι κάτι το πολύ σημαντικό. Και μου κάνει εντύπωση που σε μια διεθνή έκθεση εδώ σε μας, δεν πήρανε τον Φασιανό. Λένε ότι κάνουν μοντέρνα, σύγχρονα πράγματα κι ότι αυτά είναι πίσω μας. Αυτό είναι μεγάλο λάθος και σοβαρό έλλειμμα στην παιδεία μας. Προσοχή παιδιά, μην τρέχουμε χωρίς να βλέπουμε.
Είκοσι ένα καινούργια έργα του Μάκη Θεοφυλακτόπουλου παρουσιάζονται στην γκαλερί Citronne (Πατριάρχου Ιωακείμ 19, 4ος όροφος) από 28/11 έως 25/1. Επιμέλεια Θεόφιλος Τραμπούλης.
Ευχαριστούμε θερμά τις εκδόσεις ”Το Ροδακιό” για την παραχώρηση της αρχικής φωτογραφίας του κειμένου.