Ο άνθρωπος δεν κάνει ποίηση μόνο με τις λέξεις. Ποίηση κάνει με όλη του την ύπαρξη: με εικόνες και ανεικονικά, με μορφές και ιδέες, με χρώματα και με υλικά, με ήχους και γεωμετρικά σχήματα, με κινήσεις και παραστάσεις. Ποίηση κάνει με τον έναρθρο λόγο, με την αντίληψη, με το χώρο, με τον χρόνο, με τη νόηση, με το αίσθημα, με την εντύπωση. Μερικές φορές, ο ίδιος άνθρωπος χρησιμοποιεί ως ποιητικό του υλικό δυο και τρείς ύλες ταυτόχρονα. Το ζητούμενο είναι πάντοτε το ίδιο: η υπέρβαση αυτού που αυτοπροσδιορίζεται ως πραγματικότητα και η μετάβαση σε άλλο επίπεδο. Δεν έχει σημασία ο τρόπος ή το μέσον. Σημασία έχει μόνον η έκφραση. Γι’ αυτό και κάθε έργο τέχνης συνιστά, εν τέλει, μια μύηση. Ο Χρήστος Μαρκίδης είναι ένας από τους ποιητές που άλλοτε δουλεύοντας το χρώμα, άλλοτε το σχήμα, άλλοτε το λόγο, μας οδηγεί σε μια μύηση του «μεγάλου φαιού αινίγματος». Γράφει:
Κρατούσα, λέει, στα χέρια μου
ένα μεγάλο αίνιγμα φαιό ακίνητο
ωσάν τον ουρανό που αντίκρισα
ανοίγοντας με βιάση τα παραθυρόφυλλα.
Δύο εικοσιτετράωρα ο θεός
καταδέχτηκε να συνωμοτήσει στο νόημα
εκείνο των σαράντα ημερών, το μέγα.Μα τα φαινόμενα ως είθισται απατούν
μέχρι το ποίημα να τραφεί
ήλιος ανέτειλε χλωμός, δεν συμφωνεί η φύσις.Η βούληση από το συμβάν έτη φωτός απέχει.
Θα επιχειρήσω να συν-ομιλήσω με τον πολυμορφικό ποιητή, να ανιχνεύσουμε τους δρόμους της μύησης προς αυτό το αίνιγμα.
Σας γνώρισα ως ζωγράφο, τους τελευταίους μήνες σας παρακολουθώ ως ποιητή. Ποια ιδιότητα βαραίνει εντός σας περισσότερο;
Είναι και για μένα ένας γρίφος. Από τα δεκαπέντε μου χρόνια ζωγράφιζα, στη συνέχεια πέρασα στην ΑΣΚΤ της Αθήνας, στα είκοσι άρχισα να κρατώ ημερολόγιο και έγινα φανατικός αναγνώστης της ποίησης και της φιλοσοφίας. Στα τριάντα τρία μου (1987) έκανα την πρώτη ατομική μου έκθεση και στα πενήντα τρία (2007) την τελευταία. Όψιμα, στα σαράντα πέντε (1999) εξέδωσα την πρώτη μου ποιητική συλλογή. Είχα διανύσει δεκαετίες ζωγραφίζοντας, είχα κατακτήσει το προσωπικό μου στυλ, έβλεπα περισσότερο τη δουλειά μου ως λειτούργημα και λιγότερο σαν επάγγελμα, είχα εισπράξει επιβεβαίωση από την κριτική, αλλά μια υπαρξιακή κρίση μαζί με την αναζήτηση βαθύτερου καταγωγικού στίγματος, στο τέλος του περασμένου αιώνα, με οδήγησε σε ένα νέο ταξίδι αυτογνωσίας και με απομάκρυνε σταδιακά από την ζωγραφική. Η ερωμένη (ποίηση) κέρδισε τη σύζυγο (εικόνα).
Ο Σεφέρης, για το ζευγάρωμα των τεχνών, μας δίνει την εικόνα δύο αλόγων που καλπάζουν ελεύθερα σ’ ένα πράσινο λιβάδι. Το δικό σας χέρι που πηγαίνει πιο εύκολα, στο γραπτό ή στο σχέδιο;
Ο Σεφέρης στάθηκε ο μεγάλος πνευματικός μου δάσκαλος. Συνοψίζει τη μνήμη του Ελληνισμού και ταυτόχρονα γράφει σε μια συγκλονιστικά σύγχρονη γλώσσα. Κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει το οικουμενικό μέγεθός του από την πλευρά των εικαστικών της γενιάς του, ίσως μόνον οι δυο σαλοί, Θεόφιλος και Χαλεπάς. Ο Εγγονόπουλος υπήρξε σπουδαίος ποιητής αλλά μέτριος ζωγράφος. Ο Κόντογλου, σπουδαίος συγγραφέας και διεγέρτης κυρίως της παραδόσεως. Μεγέθη όπως του Εμπειρίκου, του Ελύτη, του Σαχτούρη, του Καρούζου ή παλαιότερα του Σολωμού, του Κάλβου, του Καβάφη, δεν έχουμε αντίστοιχα στη ζωγραφική μας. Προσωπικά, με επηρέασε έμμεσα ο Μπρακ και από τους δικούς μας ο Τσαρούχης, τον οποίο γνώρισα και γοητεύτηκα από το εύρος της προσωπικότητάς του, αλλά ποτέ δεν προσχώρησα στην αυλή που τον περιέβαλλε. Γκρέκο, Ρέμπραντ, Τζακομέττι, Ταρκόφσκι και πορτραίτα του Φαγιούμ στάθηκαν τα μεγάλα μου πρότυπα. Σε ό,τι αφορά το «πού πηγαίνει το δικό μου χέρι», θα έλεγα ότι πάντοτε με ενδιέφερε το σχέδιο, η βάση δηλαδή του ζωγραφικού έργου ως αυτόνομη οντότητα και παράλληλα η πάλη με τις λέξεις ως βάση του έντεχνου γραπτού λόγου. Αμέτρητες ώρες σκιτσάριζα αναζητώντας ετυμολογίες, συνώνυμα, καταλήξεις κλπ στα Αντίστροφα και τα Αντιλεξικά Κουρμούλη και Βοσταντζόγλου. Οι τρεις σελίδες πύκνωναν σε μια διυλίζοντας το πολύτιμο γλωσσικό νόημα. Το ίδιο συνέβαινε και με το σχέδιο αλλά εκεί υπήρξα δεινός τεχνίτης. Αφαίρεση μινιμαλιστική προς το ουσιώδες, άμεση εκτέλεση, φόρμα μελανή σε λαμπρό φόντο. Ελεύθερη, παθιασμένη χειρονομία στην κόψη.
Υπήρξαν σπουδαίοι δημιουργοί, ανάμεσά τους ο Νίκος Χουλιαράς, που η γραφή έγινε μέρος του έργου, εντάσσεται με τρόπο οργανικό. Ο Κώστας Κουτσουρέλης επισημαίνει για σας κάτι με το οποίο, προσωπικά, συμφωνώ: «οι συστραμμένες, συσπειρωμένες φιγούρες του, που μας έκρυβαν το πρόσωπό τους, εδώ (ενν. στην ποίησή του) μιλούν, σχεδόν τραγουδούν». Είν’ έτσι;
Στην δική μου περίπτωση, γραφή και ζωγραφική είχαν παράλληλη πορεία, ο Σιμωνίδης, «την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν προσαγορεύει, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν». Στην ποίηση κατάφερα να αναμετρηθώ με όσα έλειπαν από την ζωγραφική μου. Αυτό που δεν είχε τρόπο να εκφραστεί στην εικόνα (τα μόνα μου θέματα ήταν η μοναχική φιγούρα και η νεκρή φύση) στην ποίηση άνθισε κατακόρυφα. Άνοιξαν πόρτες του ασυνειδήτου, πύκνωσαν τα σύμβολα, συνομίλησα με νεκρούς και ζωντανούς, συνάντησα τον υπερρεαλισμό μέσα από την αφήγηση. Αναζήτησα το κρυπτικό και το άρρητο. Πολλά ποιήματα γράφτηκαν σε παραφορά έμπνευσης αλλά στη συνέχεια ακολουθούσε επεξεργασία νηφάλια, δεν γίνεται αλλιώς. Επομένως, αυτό που εύστοχα διακρίνει ο Κουτσουρέλης, ισχύει. Τα αμίλητα πρόσωπα των έργων μου αποκτούν λαλιά. Και από τη στιγμή που η ποίησή μου, παρότι σε ελεύθερο στίχο, περιέχει και ρυθμό και μελωδία, τραγουδούν. Συναντούν την μουσική, λοιπόν, την άλλη μου μεγάλη αγάπη.
Ποιο είναι το τραγούδι τους; Και για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του Γιώργου Μπλάνα, ποια είναι η «χρωστική ουσία» των ποιημάτων σας;
Η ίδια που συνέχει και τη ζωγραφική μου, εντέλει: η πάλη του φωτός με το σκότος, η συμφωνική αντίστιξη. Η αγωνία, η μνήμη, ο πόθος «να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος στη σημερινή πνιγηρή μοναξιά, στ’ αφανισμένο τούτο παρόν», του Σεφέρη, το “What we call the beginning is often the end / And to make an end is to make a beginning, / The end is where we start from.”, του Έλιοτ, «η οντολογία της ρευστότητας» ανάμεσα στις δύο αρχέγονες τέχνες. Ο Γιώργος Μπλάνας, επικός ποιητής της γενιάς του, σε ένα μνημειώδες κείμενό του στο Διάστιχο διακρίνει με απόλυτη καθαρότητα πνεύματος την σχέση ανάμεσα στις δύο αυτές εκφάνσεις.
«Οι ζωγραφισμένες φιγούρες του Μαρκίδη είναι μόνο βλέμμα» γράφει ωραία ο Νίκος Ξυδάκης. Το βλέμμα σας, ζωγραφικό και ποιητικό, είναι στραμμένο μέσα σας ή έξω, στον κόσμο;
Οντολογική η παρατήρηση του Νίκου Ξυδάκη, οντολογικό και το δικό σου ερώτημα. Μέσα ή έξω; Ή μέσα κι έξω, ταυτόχρονα; Η εποχή μας έχει εξορίσει την εσωτερική όραση. Αιώνες πάλης του ανθρώπου με το εκείθεν, υποκαταστάθηκαν από τον επιστημονικό ορθολογισμό, αφήνοντας μέγα κενό στις ψυχές των ανθρώπων. Τελευταίοι απολογητές του διαχρονικού, μεγάλου κόσμου, οι ποιητές (με την πλατειά έννοια του όρου). Κυριολεκτικά μάντεις και προφήτες όσων έγιναν και όσων μέλλεται να συμβούν. Ο πλανήτης καταστρέφεται, οι συνειδήσεις υπνώττουν, η Τέχνη έχασε το ιερό της νόημα, η τεχνολογία καλπάζει ανεξέλεγκτη, βαδίζουμε σε έναν δυστοπικό, διαφορετικό κόσμο. Οι εκλεκτοί της γενιάς μου, που μετείχαν στον προηγούμενο, οφείλουμε να καταθέσουμε το αντίτιμο που μας αναλογεί ελπίζοντας πως η φλόγα που παραμένει άσβεστη, κάποια στιγμή στο μέλλον θα φωτίσει με νόημα την απελπισμένη ανθρώπινη ύπαρξη.
Τις μέρες του εγκλεισμού πού ήταν; Θέλω να πω είναι μία συνθήκη που είχε απόηχο στο γραπτό σας;
Η πανδημία, χαστούκι της φύσης στην αλαζονεία της σύγχρονης ανθρωπότητας, μάς θυμίζει ότι θα είμαστε πάντοτε υποκείμενοι σε νόμους που μας ξεπερνούν και αποδεικνύει πόσο γυμνός είναι ο σύγχρονος άνθρωπος απέναντι σε απόλυτες υπαρξιακές δοκιμασίες όπως η ασθένεια ή ο θάνατος. Κομμάτια αναπόσπαστα της ζωής, που, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αφήσαμε να στοιχειώσουν, πιστεύοντας αφελώς ότι έπαψαν να μας αφορούν. Ο πανικός των κοινωνιών απέναντι στον ιό, αυτό ακριβώς δείχνει. Τον τρόμο του είδους, που ενώ αδυνατεί να συντηρήσει τους υπερήλικες, αρνείται να τους εγκαταλείψει στο έλεος του θανάτου (διότι έλεος και λύτρωση είναι ο θάνατος επί του προκειμένου). Προσωπικά, δεν έχασα κάτι πολύτιμο στις μέρες του εγκλεισμού, έτσι κι αλλιώς εδώ και χρόνια, αισθάνομαι απολύτως μοναχικός οδοιπόρος.
Ζητώ από τον Χ. Μαρκίδη να μοιραστεί μαζί μας, στη Huffpost, κάποιο από τα τελευταία γραφτά του μέσα στην περίοδο της καραντίνας.
Μ’ αυτά και τ’ άλλα
Πέρασε η ώρα
Τα γένια μου νιώθω
Των τριών ημερών
Και το ένιο χιόνι
Πώς -εξ αυτών- δυναμώνει.
Ο Χρήστος Μαρκίδης γεννήθηκε στη Δράμα το 1954.
Σπούδασε Ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από το 1974 ως το 1979. Στη συνέχεια έζησε και εργάστηκε για ένα διάστημα στο Παρίσι.
Έχει παρουσιάσει από το 1984 ως το 2007 τη δουλειά του σε δεκατρείς ατομικές εκθέσεις, ενώ συμμετείχε σε περισσότερες από εβδομήντα ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Από το 1992, κείμενα και ποιήματά του δημοσιεύονται σε λογοτεχνικά περιοδικά. Παράλληλα κυκλοφόρησαν τα ποιητικά του βιβλία: Μονόζυγο-Τέσσερα Σχεδιάσματα, Διάττων 1999 (εκτός εμπορίου) / Έως, Διάττων 2001 (εκτός εμπορίου) / Άτια στο σκοτεινό νερό, Εκδόσεις του Φοίνικα 2003 (εκτός εμπορίου) / Αμώεν, Εριφύλη 2004 (εκτός εμπορίου) / Κιννάβαρι, Άγρα 2009 / Δράκων κατήλθες, Τυπωθήτω-Λάλον Ύδωρ 2013 / Έρεβος ή το άλλο φως, Εκδόσεις του Φοίνικα 2020 και τα δοκίμιά του Επτά κείμενα περί Τέχνης, Εκδόσεις του Φοίνικα 2002 / Κατάματα, Γαβριηλίδης 2005, 2014.