Μια «πόλη κάτω από την πόλη», κυριολεκτικά κάτω από τα πόδια των σημερινών κατοίκων της: Ένας χαρακτηρισμός που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα όσον αφορά στα καταφύγια που κατασκευάστηκαν εν όψει και κατά τη διάρκεια του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου στην Αττική, πολλά εκ των οποίων συνεχίζουν να υπάρχουν και σήμερα, πολύ κοντά στους κατοίκους της- οι οποίοι πολύ συχνά δεν έχουν ιδέα για την ύπαρξη και την ιστορία τους.
Εξερευνώντας μια εν πολλοίς ξεχασμένη σελίδα της ιστορίας του Β′ Παγκοσμίου που είναι «τόσο κοντά μα και τόσο μακριά» από τον καθημερινό Αθηναίο, η HuffPost Greece παρευρέθη σε περιήγηση σε καταφύγια σε κτίρια κυριολεκτικά στην καρδιά της σύγχρονης Αθήνας που οργανώθηκε από την Kedros Travel, με ξεναγό τον Κωνσταντίνο Κυρίμη, ερευνητή και συγγραφέα έργων για τα καταφύγια της Αττικής, αλλά και τη ζωή κατά τη διάρκεια του πολέμου στον Πειραιά. Στο πλαίσιό της εισήλθαμε στο καταφύγιο όπου βρίσκεται πλέον ο Χώρος Ιστορικής Μνήμης 1941-1944 (Κοραή 4), και σε καταφύγια κάτω από πολυκατοικίες στη Βουκουρεστίου και στην Ερμού (με έξοδο κινδύνου στην Κτενά), περνώντας επίσης έξω από καταφύγια σε κτίρια στη Ζαλοκώστα και στην Καραγεώργη Σερβίας. Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό και από τις εικόνες που ακολουθούν, πρόκειται, χωρίς καμία υπερβολή, για έναν ξεχασμένο «υπόγειο κόσμο», ο οποίος κάποτε αποτελούσε μέρος της καθημερινότητας των Αθηναίων από πολλές απόψεις.
1936-1940: Το πρόγραμμα Παθητικής Αεράμυνας
Η έναρξη του εκτενούς προγράμματος παθητικής αεράμυνας ήταν το 1936, επί καθεστώτος του Ιωάννη Μεταξά. Όπως εξήγησε ο κ. Κυρίμης, καταλύτης ήταν το φοβερό νέο όπλο της εποχής που άλλαζε το πρόσωπο του πολέμου: Ο λόγος για το αεροπλάνο, που «έπαιρνε» τον πόλεμο από το μέτωπο και τον έφερνε «στην πόρτα» των αμάχων, με βομβαρδισμούς πόλεων – ειδικά δεδομένων των εμπειριών από τον ισπανικό εμφύλιο. Ο στρατάρχης Παπάγος στα απομνημονεύματά του μιλά για 400 δημόσια καταφύγια που κατασκευάστηκαν μεταξύ του 1936 και του 1940, ικανά να προστατέψουν 40.000 άτομα. Χιλιάδες ιδιωτικά χτίστηκαν επίσης σε πολυκατοικίες- με βάση διαθέσιμα στοιχεία υπολογίζεται πως στην Αθήνα υπήρχαν 6.000 καταφύγια στην αρχή του πολέμου, ενώ με το ξέσπασμα του πολέμου πάρα πολλοί υπόγειοι χώροι μετασκευάστηκαν. Συνολικά, στην Αττική εκτιμάται πως υπήρχαν περίπου 12.000 προστατευμένοι χώροι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Όπου τολμούν οι αετοί: Η δράση της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο
Οι αριθμοί αυτοί οφείλονται στο ότι, επί καθεστώτος Μεταξά, δια νόμου η κατασκευή καταφυγίων ήταν υποχρεωτική όσον αφορά στην ανέγερση νέων κτιρίων: Πρώτα σχεδιαζόταν το καταφύγιο, μετά εγκρινόταν το σχέδιο από την αεράμυνα και ακολουθούσε η άδεια για την ανέγερση του κτιρίου. Εάν δεν γίνονταν αυτά που έπρεπε, υπήρχε περιθώριο 30 ημερών για τη διόρθωση λαθών/παραλείψεων.
Όσον αφορά στο πώς κατασκευάζονταν τα καταφύγια, ο κ. Κυρίμης εξηγεί πώς ορίζονταν οι προδιαγραφές για την κατασκευή τους: Από πριν έπρεπε να είναι γνωστό πόσοι άνθρωποι προορίζονταν να το χρησιμοποιήσουν, και, σε αυτό το πλαίσιο, υπήρχε μια «φόρμουλα», με βάση παράγοντες όπως η χρήση του κτιρίου, οι όροφοι και τα τετραγωνικά. Με αυτόν τον τρόπο έβγαινε ο αριθμός των ανθρώπων που έπρεπε να μπορεί να δεχτεί το καταφύγιο.
Λαμβάνοντας υπόψιν πως ο χρόνος παραμονής υπολογιζόταν στις 3 ώρες και ότι στον καθένα για αυτό το διάστημα αντιστοιχούσαν τρία κυβικά μέτρα αέρα, προέκυπταν τα δεδομένα με τα οποία έπρεπε να φτιαχτεί το καταφύγιο (η χωρητικότητά του).
Οι νέοι αυτοί κανόνες δεν άργησαν να επηρεάσουν την καθημερινότητα των κατοίκων: Η ανάγκη για καταφύγια ανέδειξε μια νέα αγορά, με εταιρείες που κατασκεύαζαν ή εισήγαγαν θωρακισμένες πόρτες, αεροστεγή παράθυρα, αντιασφυξιογόνες μάσκες, μεταλλικές υδατοδεξαμενές (οι οποίες δεν ήταν συνδεδεμένες με το σύστημα ύδρευσης της πόλης, για αποφυγή πλημμυρών σε περίπτωση βομβαρδισμού), συσκευές ανακύκλωσης και καθαρισμού αέρα, σειρήνες συναγερμού κλπ- μια αγορά που άτυπα αποκαλείτο «το εμπόριο του σκότους».
Σε αυτό το πλαίσιο, σημειώνει ο κ. Κυρίμης, υπήρχε και ένα ιστορικό παράδοξο: Ότι σημαντικό μέρος του εξοπλισμού αυτού εισαγόταν από τη Γερμανία, που θα βρισκόταν σύντομα στην άλλη πλευρά του πολέμου- εξ ου και οι γερμανικές επιγραφές που συναντώνται ακόμα και σήμερα σε πολλές θωρακισμένες πόρτες καταφυγίων βαθιά κάτω από κτίρια που είναι ακόμα σε χρήση σήμερα. Πολλά ήταν τα εξειδικευμένα τεχνικά γραφεία που αναλάμβαναν τη σχεδίαση και κατασκευή καταφυγίων.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί πως ιδιαίτερη ήταν η μέριμνα για το ενδεχόμενο επίθεσης με χημικά όπλα- κάτι που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι η Ιταλία, ο αναμενόμενος αντίπαλος στην επικείμενη σύγκρουση, είχε χρησιμοποιήσει χημικά όπλα στην Αιθιοπία.
Σε αυτό το πλαίσιο, υπήρχαν σχεδιασμοί και προμήθειες ειδικού εξοπλισμού για προστασία/ απολύμανση πληγέντων από χημικές ουσίες, ειδικοί χώροι εντός των καταφυγίων κλπ. Επίσης, σημειώνεται πως πολλά καταφύγια φτιάχτηκαν μετά το 1941, από τις δυνάμεις κατοχής του Άξονα- και πολλά είναι και τα γερμανικά που υπάρχουν στην Αττική.
Προετοιμασία και εκπαίδευση
Ωστόσο, πέραν της κατασκευής των καταφυγίων, εξίσου σημαντικός πυλώνας της Παθητικής Αεράμυνας ήταν η εκπαίδευση του πληθυσμού. Για την ενημέρωσή του, το κράτος επέβλεπε την εκτύπωση και διανομή ενημερωτικών εντύπων- πολλά από αυτά μάλιστα τυπώνονταν με ευθύνη και έξοδα διαφόρων εργοδοτών (τράπεζες, υπουργεία, εργοστάσια κ.λπ).
Ιδιαίτερα σημαντικός σε αυτό το κομμάτι ήταν ο ρόλος της νεολαίας: Για αρχή, το μάθημα της Παθητικής Αεράμυνας ήταν υποχρεωτικό στα σχολεία. Επίσης, η νεολαία ήταν οργανωμένη στην ΕΟΝ (η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας που ιδρύθηκε από το καθεστώς Μεταξά), που είχε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην Παθητική Αεράμυνα.
Τα μικρότερα παιδιά, οι «Σκαπανείς», γύριζαν από πόρτα σε πόρτα τις Κυριακές με συνοδεία χωροφύλακα και μοίραζαν φυλλάδια, ενώ με το ξέσπασμα του πολέμου η φύλαξη των καταφυγίων ανατέθηκε στην ΕΟΝ. Με κυβερνητική απόφαση, κάθε καταφύγιο φυλασσόταν από τρεις «Φαλαγγίτες» της ΕΟΝ επί 24ωρου βάσεως σε βάρδιες. Μάλιστα, λόγω επικινδυνότητας, προβλεπόταν οικονομική αποζημίωση.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ελληνικά φτερά στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή: Η αναγέννηση και δράση της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας μετά τη γερμανική εισβολή
Όλα τα καταφύγια είχαν υποχρεωτικά πινακίδα έξω που έγραφε για πόσα άτομα είναι, η οποία συνοδευόταν από σφραγίδα της Αεράμυνας, ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα όπου οι ένοικοι του κτιρίου δήλωναν λιγότερα άτομα για να διατηρούν την άνεσή τους.
Η λειτουργία του όλου μηχανισμού δοκιμαζόταν μέσω συχνών ασκήσεων στην Αθήνα της εποχής: Μία ευρείας κλίμακας, γενική άσκηση γινόταν κάθε χρόνο για να δοκιμαστεί το σύστημα αεράμυνας, στο πλαίσιο της οποίας καλούνταν οι πολίτες να μπουν στα καταφύγια.
Οι ασκήσεις αυτές μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον του Τύπου της εποχής- ενώ η μεγαλύτερη άσκηση από αυτές έγινε στις 19 Ιουνίου του 1939. Η εν λόγω άσκηση είχε προαναγγελθεί εβδομάδες πριν, και στο πλαίσιό της αεροσκάφη πραγματοποίησαν τρεις διελεύσεις, πραγματοποιώντας εικονικό βομβαρδισμό, ενώ δεσμεύτηκε χώρος από το Παλαιό Φάληρο μέχρι την Κόρινθο. Επίσης, υπήρξαν και αληθινά πυρά από αντιαεροπορικά, χάριν επιπλέον ρεαλισμού, σε κάτι που αποτέλεσε πραγματικά το «γεγονός του καλοκαιριού».
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως όταν ακούστηκε ο πρώτος πραγματικός συναγερμός του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, τα πράγματα, δεν εξελίχθηκαν ακριβώς όπως αναμενόταν: Όπως λέει ο κ. Κυρίμης, οι μισοί δεν πήγαν στα καταφύγια. Τι είχε συμβεί;
Κ. Κυρίμης: «Υπήρξαν τρεις κατηγορίες. Η πρώτη ήταν αυτοί που σήμερα θα λέγαμε “οι κλασικοί νεοέλληνες”, που έλεγαν ότι η Αθήνα δεν θα βομβαρδιστεί, οπότε αντί να πάω καταφύγιο θα ανέβω στην ταράτσα να δω να βομβαρδίζουν οι Ιταλοί τον Πειραιά. Η δεύτερη ήταν αυτοί που επηρεασμένοι από την ομολογουμένως αποτελεσματική προπαγάνδα κατά των Ιταλών, πως είναι “μακαρονάδες”, “κοκορόφτεροι”, άστοχοι, βλάκες κλπ έλεγαν τι να πολεμήσουν και οι Ιταλοί. Βεβαίως οι Ιταλοί δεν ήταν και οι καλύτεροι πιλότοι, μα βόμβες έριχναν, κόσμος σκοτωνόταν, οπότε και αυτοί κατάλαβαν ότι, καλή η προπαγάνδα, μα οι βόμβες σκοτώνουν. Οπότε μαζεύονταν στα καταφύγια. Η τρίτη κατηγορία ήταν αυτοί με μια φιλοσοφία περιφρόνησης, τύπου “εμένα ο γιος μου πολεμά στη Βόρεια Ήπειρο εναντίον των Ιταλών, δεν ανέχομαι εγώ να φανώ δειλός και να κρυφτώ σαν το ποντίκι”. Αυτό ακούγεται ωραίο για μυθιστόρημα, μα έχει κινδύνους. Οπότε το καθεστώς έβγαλε ενημέρωση σε ύφος πως όποιος δεν πάει στο καταφύγιο όχι μόνο δεν είναι γενναίος, μα προκαλεί και πρόβλημα στον στρατό: Ο γιος σου πολεμάει στον μέτωπο γιατί ξέρει ότι είσαι ήσυχος. Αν του έρθει τηλεγράφημα ότι πέθαναν δικοί του άνθρωποι, θα χάσει κάθε διάθεση να πολεμήσει- ο καθένας που πεθαίνει εδώ έχει αντίκτυπο στο μέτωπο. Το καταλαβαίνει ο κόσμος και μαζεύεται στα καταφύγια».
Χώροι «υποχρεωτικής συντροφιάς»: Ο κοινωνικός αντίκτυπος
Όλα αυτά αναπόφευκτα είχαν τον αντίκτυπό τους στην κοινωνία, καθώς αποτελούσαν μέρος της καθημερινότητας. Πέραν της δημιουργίας μιας ολόκληρης αγοράς, η οποία αποτυπώνεται σε διαφημίσεις της εποχής, υπήρχε και η «αξιοποίηση» του καταφυγίου για σκοπούς «δημοσίων σχέσεων»/«μάρκετινγκ»: Για παράδειγμα η ύπαρξη καταφυγίου σε μια πολυκατοικία αποτελούσε δέλεαρ κατά την αγορά ή ενοικίαση διαμερίσματος, καθώς παρουσιαζόταν ως «κομφόρ».
Ινστιτούτα καλλονής διαφήμιζαν πως είχαν ασφαλή καταφύγια για να τα προτιμούν οι κυρίες της εποχής, ενώ οι κινηματογράφοι με καταφύγιο είχαν «ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Με τα καταφύγια επίσης καταπιάνονταν επίσης πολλά ευθυμογραφήματα.
Σημαντικότατος επίσης αντίκτυπος ήταν αυτός σε «ταξικό» επίπεδο: Τα καταφύγια χαρακτηρίζονταν χώροι «υποχρεωτικής συντροφιάς», καθώς πλούσιοι και φτωχοί καλούνταν να κατέβουν και να συμβιώσουν εκεί, προκαλώντας «πολιτισμικό σοκ» σε μια εντελώς ταξική εποχή. «Όταν βαράει συναγερμός πλούσιοι και φτωχοί μπαίνουν στο ίδιο καταφύγιο» λέει σχετικά ο κ. Κυρίμης.
Παράλληλα, τονίζει και την επίδραση των καταφυγίων όσον αφορά στον ρόλο της γυναίκας: «Σε μια εποχή που ο ρόλος της γυναίκας ήταν κυρίως στο σπίτι, να μαγειρεύει, να καθαρίζει κλπ, χιλιάδες Αθηναίες και Πειραιώτισσες έβγαιναν από το σπίτι και έκαναν μαθήματα Παθητικής Αεράμυνας. Και ο ρόλος τους δεν είναι παθητικός- συμμετείχαν πχ σε συνεργεία τραυματιοφορέων. Από εκεί που η γυναίκα ήταν μέσα στο σπίτι, ξαφνικά βρίσκεσαι στο καταφύγιο εγκλωβισμένος ή χτυπημένος και θα έρθουν γυναίκες να σε σώσουν. Μεγάλη κοινωνική διαφορά για τη γυναίκα της εποχής».
Η πραγματική χρήση και τα αποτελέσματά τους
Το μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσον τα καταφύγια και η όλη Παθητική Αεράμυνα απέδωσαν κατά τον πόλεμο.
Κ. Κυρίμης: «Η φιλοσοφία του καθεστώτος Μεταξά ήταν καλύτερα να τα φτιάξουμε και ας μην τα χρειαστούμε, παρά να τρέχουμε την τελευταία στιγμή. Η Αθήνα δεν βομβαρδίστηκε ιδιαίτερα, οπότε στην Αθήνα δεν χρειάστηκαν πολύ. Ωστόσο εκεί που τα καταφύγια “έβγαλαν τα λεφτά τους” ήταν στον Πειραιά, που βομβαρδίστηκε πολύ. Τα καταφύγια ήταν λιγότερα αριθμητικά, αλλά επειδή ήταν βιομηχανική ζώνη, είχε τα πιο μεγάλα και εντυπωσιακά, και σώθηκε πάρα πολύς κόσμος.
Επίσης, υπάρχει άλλο ένα ιστορικό παράδοξο: Τα καταφύγια εκεί που “έβγαλαν τα λεφτά τους” κυριολεκτικά ήταν όταν προστάτευσαν από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων, τον Ιανουάριο του 1944. Ο Πειραιάς, ως σημαντικό λιμάνι, έγινε στόχος τρομερού βομβαρδισμού από τους Αμερικανούς και τους Άγγλους στις 11 Ιανουαρίου 1944, το πρωί, το απόγευμα και το βράδυ. Το αποτέλεσμα ήταν μια αποτυχία, καθώς υπήρχαν νεφώσεις και οι ζημιές στο λιμάνι ήταν μικρές, ενώ οι νεκροί Γερμανοί ήταν ελάχιστοι. Αλλά όσον αφορά στους νεκρούς του Πειραιά, ήταν από 700 μέχρι κάποιες χιλιάδες- όσοι δεν πέθαναν σε έξι μήνες πολέμου με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς πέθαναν μέσα σε λίγες ώρες από τους Συμμάχους. Στο καταφύγιο της “Ηλεκτρικής” είχαν κρυφτεί περίπου 70 – 80 μαθήτριες και δασκάλες της Οικοκυρικής Σχολής Πειραιά. Πέρασε το πρώτο κύμα, το καταφύγιο άντεξε, όμως το κτίριο έπεσε. Το 1940 η παθητική άμυνα θα λειτουργούσε, και θα έρχονταν συνεργεία. Το 1944 όμως ο κόσμος δεν είχε να φάει. Οι περίοικοι προσπάθησαν με τα χέρια να μαζέψουν τα μπάζα, πέρασε το δεύτερο κύμα, έπεσαν και τα υπόλοιπα κτίρια. Τα κορίτσια βρήκαν τραγικό θάνατο επειδή δεν γινόταν να απεγκλωβιστούν. Όταν τελείωσε ο Συμμαχικός βομβαρδισμός, ήταν τόσοι οι νεκροί που δεν μπορούσαν να τους αναγνωρίσουν. Υπάλληλοι του δήμου τους έβαλαν σε σειρά και περνούσαν οι συγγενείς να τους αναγνωρίζουν- ήταν oι αποκαλούμενες “οδοί της θλίψης”».
Κάποια από τα ελληνικής κατασκευής καταφύγια χρησιμοποιήθηκαν από τις κατοχικές δυνάμεις- αυτό στην Κοραή, για παράδειγμα, αποτέλεσε χώρο βασανισμού, καθώς επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και χρησιμοποιήθηκε ως χώρος κράτησης- μεταγωγής κρατουμένων.
Ακόμα και σήμερα ο επισκέπτης είναι σε θέση να παρατηρεί επιγραφές από κρατούμενους στους τοίχους- μεταξύ των οποίων και κάποιες όχι στα ελληνικά, πχ από Ιταλούς που κρατήθηκαν εκεί από τις γερμανικές δυνάμεις μετά την παράδοση της Ιταλίας to 1943. Επίσης, όπως εξηγεί ο κ. Κυρίμης, χρήση καταφυγίων έγινε και κατά τις εμφύλιες συγκρούσεις αργότερα (Δεκεμβριανά), με πολλούς να τρέχουν στα καταφύγια για να σωθούν.
Το τέλος και η αξία σήμερα
Μετά το τέλος του πολέμου και του εμφυλίου που ακολούθησε, τα πράγματα είχαν αλλάξει πολύ από πολλές απόψεις: «Στη δεκαετία του 1950 ο κόσμος είχε άλλες ανάγκες- δεν είχε λεφτά, και χρειάζονταν νέα κτίρια. Το καταφύγιο ήταν μεγάλη επένδυση, οπότε ο κατασκευαστικός τομέας πιέζει το κράτος- δεν μπορούμε να φτιάχνουμε καταφύγια για πολυκατοικίες, να μην είναι άλλο υποχρεωτικό, αν θέλετε φτιάξτε δημόσια καταφύγια.
Το 1956 το κράτος “υποχωρεί” και λέει από εδώ και πέρα μπορείτε να φτιάχνετε κτίρια χωρίς καταφύγια...ωστόσο υπήρξε μια...υποσημείωση: Ναι, καταργείται η υποχρεωτική κατασκευή καταφυγίου, μα επιβάλλουμε έναν νέο φόρο 3% επί της αξίας της οικοδομής για να φτιάξουμε νέα δημόσια καταφύγια. Ξέρετε πόσα νέα καταφύγια φτιάχτηκαν από το 1957 και μετά; Μηδέν» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Κυρίμης, κατά το τέλος της περιήγησης.
Όσον αφορά στο λογικό ερώτημα (με νωπές της εικόνες της επικαιρότητας από την Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή) κατά πόσον τα καταφύγια αυτά (ή τα καταφύγια τέτοιου τύπου) θα είχαν πρακτική χρησιμότητα σε μια σύγχρονη πολεμική σύγκρουση, ο ίδιος είναι κατηγορηματικός:
Κ. Κυρίμης: «Τα καταφύγια πλέον, κατ’εμέ δεν έχουν καμία χρηστική αξία, ή έστω ελάχιστη. Είμαστε πλέον 5 εκατομμύρια ψυχές, πόσα καταφύγια να φτιάξεις. Επίσης, είναι το οικονομικό κόστος, ενώ έχει αλλάξει η ψυχολογία μας ως λαός. Τότε κάνανε ασκήσεις κλπ- τώρα αν πεις σε γονιό πχ να πάει το παιδί του σε summer camp να κάνει Αεράμυνα, θα πάθει εγκεφαλικό. Κυρίως όμως έχει αλλάξει η φύση του πολέμου: Οι βόμβες του 1940 ήταν “χαζές”- περνούσαν 150 αεροπλάνα, έριχναν βόμβες, γκρέμιζαν τα πάντα για να πέσει στον στόχο το 10% των βομβών. Τώρα πλέον δεν υπάρχει αυτό, καθώς οι πύραυλοι έχουν μεγάλη εμβέλεια και πολύ μικρό κύκλο σφάλματος, λίγων μέτρων. Νεκροί προφανώς υπάρχουν, όχι όμως όπως εκείνη την εποχή, άρα η αξία τους σε σχέση με το κόστος τους είναι πάρα πολύ μικρή. Όσον αφορά στον αστικό μύθο περί χρήσης του μετρό για τέτοιο σκοπό, η πιθανότητα να χτυπηθείς από εχθρικό πύραυλο είναι σχετικά μικρή, ενώ να σε ποδοπατήσουν στο μετρό εάν πάνε χιλιάδες να καταφύγουν εκεί, πολύ μεγάλη».
Πώς θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν, οπότε; Όπως λέει ο κ. Κυρίμης, «δεν τα γκρεμίζουμε- στην Ευρώπη υπάρχει κουλτούρα σχετική, είναι επισκέψιμοι χώροι που έχουν μετατραπεί σε γκαλερί, μουσεία κλπ- κόσμος βγάζει χρήματα, μαθαίνει ιστορία- είναι χώροι όπου διαδίδεται η ιστορία».