Η λέξη αφήγημα προέρχεται από το ρήμα αφηγούμαι (Ιων. απηγέομαι) και σημαίνει προηγούμαι-προπορεύομαι-οδηγώ. Το πολιτικό αφήγημα συνιστά όρο που χρησιμοποιείται στις ανθρωπιστικές και πολιτικές επιστήμες με σκοπό να περιγράψουν τον τρόπο με τον οποίο η αφήγηση μπορεί να διαμορφώσει γεγονότα και να επηρεάσει την κατανόηση της πραγματικότητας.
Στο πεδίο την πολιτικής τα αφηγήματα αποτελούν εργαλείο και μέρος του εγγενούς της ανταγωνισμού και αντιπαράθεσης ώστε να κατασκευαστούν, εν είδει λογικής ιστορικής εξέλιξης, οι προοπτικές των ανθρώπων και των κοινωνιών και να αλλάξουν στο μεσοδιάστημα οι μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και ατόμων προτεραιότητες και σχέσεις.
Μεταπολεμικά, οι πρωτόγνωρες συνθήκες ασφάλειας και ευημερίας στην Ευρώπη παρείχαν και ακόμη παρέχουν την δυνατότητα να διατυπώνονται αφηγηματικά σχήματα για το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι στη βάση των οικείων ιδεολογικών δογμάτων του κάθε χώρου. Στις ευρωπαϊκές κοινωνίες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου επαναδιατυπώθηκαν, με διαρκώς αυξανόμενη ένταση, διάφορα αφηγήματα για μία σειρά ζητημάτων που σταδιακά μετεξελίχθηκαν σε αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας.
Αυτό που πλέον τείνει να διαφοροποιηθεί είναι η κοινωνική τους αποδοχή και ερμηνευτική τους πληρότητα, απόρροια της διαρκώς διευρυνόμενης απόστασης μεταξύ αφηγηματικής κατασκευής και υπαρκτής πραγματικότητας. Συνέπεια της προαναφερθείσας εξέλιξης είναι τα αφηγήματα να αμφισβητούνται από, και να έρχονται σε αντίθεση με τις συνδιαμορφωμένες, στον ιστορικό χρόνο και στον οικείο κοινωνικό χώρο, αντιλήψεις της πλειονότητας των ευρωπαίων πολιτών.
Στην παρούσα συγκυρία κατά την οποία οι συνθήκες ασφάλειας και ευημερίας στην Ευρώπη φθίνουν, ακολούθως περιορίζεται και η αξίωση των αφηγημάτων να συνιστούν τους βασικούς προσδιοριστικούς παράγοντες για σημαντικά ζητήματα που απασχολούν την εγχώρια, την ευρωπαϊκή και τη διεθνή πολιτική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της απόκλισης μεταξύ αρχικών υποθέσεων και πολιτικών επιγενομένων συνιστά το αφήγημα της μεταψυχροπολεμικής «παγκοσμιοποίησης», το οποίο σταδιακά υποχώρησε υπό το βάρος των αποτελεσμάτων που η ίδια ως διαδικασία προκάλεσε και ως αδήριτη πραγματικότητα διαμόρφωσε.
Πρωτίστως, η «παγκοσμιοποίηση» δρομολόγησε μία άνευ προηγουμένου αναδιανομή υλικής ισχύος ανατροφοδοτώντας το διεθνές σύστημα με καταστάσεις που απέχουν παρασάγγας από τις αρχικές φιλελεύθερες αφηγήσεις σχετικά με την εξέλιξη της διεθνούς πολιτικής και της ανθρωπότητας εν γένει. Συναφώς, το προσφιλές πολυπολιτισμικό αφήγημα στις δυτικές κοινωνίες ασθμαίνει διότι ούτε την πολυπόθητη πολιτισμική μέθεξη επιφέρει, μήτε την απρόσκοπτη ενσωμάτωση ανθρώπων που για διάφορους λόγους βρίσκονται στον ευρωπαϊκό χώρο.
Το συγκεκριμένο αφήγημα ως προς τους πολιτικές του στοχεύσεις δύναται να ιδωθεί μέσω δυο διαμετρικά αντίθετων οπτικών˙ δίχως να αποκλείονται μεθοδολογικά οι ενδιάμεσες προσεγγίσεις, ούτε όμως να παρακάμπτονται και οι εν λόγω.
Η πρώτη αποσκοπεί στην ανέφελη ενσωμάτωση, εμπεριέχοντας πιθανόν και μία ανομολόγητη προσδοκία αφομοίωσης, αυτών των ανθρώπων. Υπό αυτό το πρίσμα αρχικά συγκροτήθηκε ένα ευμενές ως προς την εγκατάστασή τους και προστατευτικό ως προς την παρουσία τους κανονιστικό πλαίσιο. Το συγκεκριμένο σχήμα για να λειτουργήσει προϋποθέτει τη διατήρηση συνθήκων ασφάλειας και ευημερίας, τόσο για τους μεταναστευτικούς όσο και για τους γηγενείς πληθυσμούς.
Η δεύτερη πιθανόν να αποβλέπει μέσω της παρουσίας αυτών των ανθρώπων στη επίτευξη οικείων πολιτικών στόχων, την αλλαγή των κοινωνικών συσχετισμών και του ευρύτερου προσανατολισμού των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ενδεχομένως αυτή να είναι μία λογικοφανής εξήγηση για την επιείκεια που επιδεικνύουν συγκεκριμένοι πολιτικοί σχηματισμοί και ιδεολογικοί χώροι ακόμη και για μεμονωμένες μεν, αλλά ιδιαιτέρως ειδεχθείς πράξεις ανθρώπων με σαφώς διακριτό πολιτισμικό και ανθρωπολογικό υπόβαθρο.
Ήδη από την ύστερη ψυχροπολεμική περίοδο, όταν τα σημάδια της παρακμιακής πορείας των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού έγιναν παρατηρήσιμα ακόμη και τους ένθερμους ομοϊδεάτες τους στη Δύση, οι αντισυστημικές ελίτ στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο εγκατέλειψαν τους προμαχώνες της πολιτικής σύγκρουσης, κινούμενες προς το ασφαλές πεδίο της ανταγωνιστικής συμπόρευσης. Μεταψυχροπολεμικά, η συγκρουσιακή διάθεση μετριάστηκε περαιτέρω, απολαμβάνοντας τα απτά προνόμια και οφέλη του πλουραλιστικού ευρωπαϊκού χώρου.
Σχηματικά, οι μεν φιλελεύθερες ελίτ ερμήνευσαν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου -ορθώς ως έναν βαθμό- ως επιβεβαίωση, οι δε αριστερές ως ευκαιρία για να αναδιατυπώσουν τα διεθνιστικά τους οράματα και να ανατάξουν την πολιτική τους πρακτική. Στην παρούσα συγκυρία οι μεν προσπαθούν να εξηγήσουν που «κόλλησε» στο μεσοδιάστημα η εξελικτική δυναμική του φιλελεύθερου διεθνισμού, οι δε προσπαθούν να συγκεράσουν τα αναλυτικά εργαλεία του ιστορικού υλισμού με τις θεωρητικές εμπνεύσεις των ερευνητών της ερμηνευτικής παράδοσης.
Περνώντας από το πεδίο των επιστημονικών και ερευνητικών προγραμμάτων (ορολογία του I. Lakatos) σε αυτό της πολιτικής πρακτικής παρατηρείται ότι στην Ευρώπη, με μικρές αποκλίσεις από κράτος σε κράτος, εκφράστηκαν και διαρκώς επαναδιατυπώνονται αφηγηματικές σχηματοποιήσεις με ευδιάκριτες αξιώσεις πολιτικής επιβολής, οι οποίες έρχονταν σε αντίθεση με τις συνδιαμορφωμένες, στον ιστορικό χρόνο και κοινωνικό χώρο, αντιλήψεις σχετικά με τον προσανατολισμό των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Οι εν λόγω αξιώσεις, ως top-down διαδικασία, «καταλαμβάνουν» σταδιακά όλο και μεγαλύτερο χώρο στο πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, παρ’ όλο του διατείνονται ότι κατέχουν τα εχέγγυα της πολιτικής ορθότητας. Αρχικά τα περισσότερα συστημικά κόμματα της Ευρώπης ενέταξαν στην πολιτική τους ατζέντα τα «κυρίαρχα» αφηγήματα, συναινώντας έμμεσα στις επιδιώξεις ενός ευρύτερο κοινωνικού μετασχηματισμού και δείχνοντας απρόθυμα να συζητήσουν γόνιμα και δημιουργικά τον όποιο προβληματισμό.
Η συγκεκριμένη απροθυμία σε συνδυασμό με μία δεσπόζουσα αυτο-συκοφαντική και ετεροδοξαστική ρητορική, όσον αφορά ταυτοτικά ζητήματα της πλειονότητας των ευρωπαϊκών κοινωνιών, προκάλεσε δυσαρέσκεια που υιοθετήθηκε από συγκεκριμένους κομματικούς σχηματισμούς και αποτυπώθηκε εκλογικά.
Επηρεασμένες από την αβάσιμη αισιοδοξία της μεταψυχροπολεμικής περιόδου και την αποδοχή των εν λόγω αξιώσεων, οι ελίτ και τα συστημικά κόμματα δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για την ενίσχυση κόμματων που εξέφραζαν τον προαναφερθέντα προβληματισμό -σε πολλές περιπτώσεις με ακραίο τρόπο- σε όλο και περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη.
Τα «ανεπιθύμητα» εκλογικά αποτελέσματα -σε διαρκώς αυξανόμενο αριθμό κρατών της Ευρώπης- προσδιορίζονται ως δυσμενής εξέλιξη, η οποία απάδει από τις «νομοτέλειες» της πολυπολιτισμικής ειμαρμένης και τις επιταγές της κυρίαρχης πολιτικής ορθότητας. Πέραν του όποιου, περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικού, ιδεολογικού προσδιορισμού των αντι-συστημικών κομμάτων, γίνεται όλο και πιο ευδιάκριτη η επιθυμία των ευρωπαϊκών κοινωνιών να «διαιωνιστούν» στη βάση των οικείων ταυτοτικών τους χαρακτηριστικών κι όχι να μετασχηματιστούν σύμφωνα με τη βούληση διάφορων ετερόκλητων ελίτ.
Στην ονομαστική της αξία η πολυπολιτισμικότητα δεν συνιστά μία φολκλόρ συνάθροιση διαφορετικών πολιτισμών, αλλά μία αρκετά απαιτητική διαδικασία που προσβλέπει -όχι υποχρεωτικά ότι μπορεί να επιτύχει- στη συγκρότηση μίας λειτουργικής κοινωνίας η οποία θα σέβεται και θα αναπαράγει την πολιτισμική ετερότητα των μελών της.
Όσοι θεωρούν πως για να επέλθει ο πολυπόθητος πολυπολιτισμικός μετασχηματισμός πρέπει να συρρικνωθούν τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά της πλειονότητας του κοινωνικού συνόλου, εκτός ότι μία τέτοια εξέλιξη αφίσταται των αφετηριακών λογικών του πολυπολιτισμικού αφηγήματος, όφειλαν να υπολογίσουν την αντίδραση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ακολούθως και συναφώς, η προσφιλής επίκληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορεί να γίνεται κατά το δοκούν και σε καμία περίπτωση να υποσκάπτει το κοινωνικό πλαίσιο μέσα από το οποίο προέκυψαν ιστορικά ως κατάκτηση του ανθρώπινου -δυτικού εν προκειμένω- πολιτισμού.
Εν κατακλείδι, η επιρροή της ιδεολογίας της πολιτικής ορθότητας, ως αξίωση επιβολής μίας μονοσήμαντης και αυτοαναφορικής κοινωνικής συμπεριφοράς, φαίνεται να εξαντλεί την αναδιαμορφωτική της επίδραση στις δημοκρατικές ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η ιστορική συγκυρία στον ευρωπαϊκό χώρο -λιγότερη ευημερία και ασφάλεια- ανατροφοδοτεί, θεωρία και πρακτική επί κοινωνικών ζητημάτων, με γεγονότα και καταστάσεις που δεν δικαιολογούν πλέον τα τυχόν ερμηνευτικά κενά ή βολικές παραλείψεις επί του πεδίου.
Κλείνοντας, τον -φιλοδοξούντα- προβληματισμό θα ανατρέξω στη σοφία του Παναγιώτη Κονδύλη: Σκέψου ιστορικά, οι απαντήσεις στα ιστορικά προβλήματα δεν βρίσκονται μέσα στην κατασκευασμένη θεωρία, αλλά αντίθετα οι απαντήσεις στα θεωρητικά προβλήματα βρίσκονται μέσα στην ιστορία. (”Εκπλήσσομαι αν κάποιος συμφωνεί μαζί μου”, περιοδικό ‘ΔΙΑΒΑΖΩ’, τ.384, Απρίλιος 1998)._