Μία πρωτότυπη παρουσίαση της περίφημης Προκυμαίας της Σμύρνης. Από την ολοκλήρωση του έργου το 1875 έως την πυρπόληση της Σμύρνης το 1922, το θαλάσσιο μέτωπο, γνωστό ως «Και», με τα πολυτελή μέγαρα, τα θέατρα και τα καφενεία, τα ξενοδοχεία και τα προξενεία και βέβαια το λιμάνι, έγινε η πιο χαρακτηριστική εικόνα της κοσμοπολίτικης πόλης και το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής.
Το δίτομο έργο με τίτλο «Η Προκυμαία της Σμύρνης. Ανιχνεύοντας ένα σύμβολο Προόδου και μεγαλείου» των Γιώργου Πουλημένου και Αχιλλέα Χατζηκωνσταντίνου (εκδόσεις Καπόν) παρουσιάζει το «Και», την μήκους τριών και πλέον χιλιομέτρων Προκυμαία της Σμύρνης, ως ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό, τοπογραφικό και ιστορικό σύνολο.
Το «Και» ήταν το συνώνυμο της προόδου, του κοσμοπολιτισμού και της ευμάρειας των κατοίκων της, κατά τα 47 χρόνια που μεσολάβησαν από την ολοκλήρωσή του τον Αύγουστο του 1875 μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1922. Ακριβώς τότε όμως, η εικόνα αυτή έμελλε να αλλάξει βίαια, με την τραγική κατάληξη του ελληνοτουρκικού πολέμου, την ανακατάληψη της Σμύρνης από τον τουρκικό στρατό και τη μεγάλη πυρκαγιά που ακολούθησε.
Μεγάλο μέρος των κτισμάτων της Προκυμαίας χάθηκε ανεπιστρεπτί και ό,τι είχε επιζήσει έπεσε μοιραία, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, θύμα της νέας ανοικοδόμησης της πόλης ως σύγχρονης Ιζμίρ.
Η έκδοση αποτελεί τον καρπό πολυετούς έρευνας των συγγραφέων, οι οποίοι αξιοποίησαν το σύνολο των διαθέσιμων πηγών (βιβλιογραφία, Τύπο, φωτογραφίες, χάρτες, εμπορικούς οδηγούς κ.ο.κ.) στην Ελλάδα και διεθνώς.
Μελετήθηκαν εκατοντάδες καρτ-ποστάλ και πανοράματα, όπου αποτυπώνονται τα μεγαλοπρεπή ιδιωτικά μέγαρα, θέατρα, καφέ, προξενεία, λέσχες και ξενοδοχεία του «Και», καθώς και η ζωηρή κίνηση του λιμανιού.
Πρόκειται για τις διαφορετικές πτυχές του δημόσιου και ιδιωτικού βίου της Σμύρνης, μιας σημαντικής πόλης-κόμβου που, αν και βρισκόταν στην Ανατολή, ανέπνεε για αιώνες τον αέρα της Δύσης.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ιστορία των ενοίκων του «Και», που αποτελούσαν μέλη μίας δυναμικής, πολυεθνικής κοινωνίας.
Με βάση τα παραπάνω, το καθένα από τα 200 και πλέον κτίσματα που καταγράφηκαν, μελετήθηκε και σχεδιάστηκε ξεχωριστά, ενώ με την χρήση ψηφιακής τεχνολογίας επιχειρήθηκε για πρώτη φορά μία συνολική ανασύσταση του παραλιακού μετώπου της Σμύρνης, που συμπληρώνεται με πλούσιο φωτογραφικό υλικό.
Μπορεί τα πάντα στη Σμύρνη να έχουν αλλάξει, όμως εκείνη συνεχίζει να επιζεί στη συλλογική μνήμη μέσα από τη μελέτη της ιστορίας της. Έναν νοερό περίπατο σε ένα εμβληματικό τμήμα της, το θρυλικό «Και», προσφέρει αυτό το βιβλίο, ζωντανεύοντας μέσα από τις σελίδες του την οριστικά χαμένη «χρυσή εποχή» της Σμύρνης.
Λίγα μόλις χρόνια μετά την ολοκλήρωση των έργων της προκυμαίας, το βόρειο τμήμα της είχε καταληφθεί από μία ατέλειωτη σειρά σχεδόν πανομοιότυπων μεταξύ τους οικοδομών, που αποτέλεσαν τις κατοικίες μεσοαστικών και μεγαλοαστικών οικογενειών της Σμύρνης αλλά και, ορισμένες, τις έδρες των τοπικών προξενείων. Η παράλληλη δε ύπαρξη και ελάχιστων χώρων αναψυχής ή καφενείων, αποτελούσε την εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα. Μέσα από την αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων πηγών κατέστη δυνατό, εκτός από την ψηφιακή αποτύπωσή τους, να εντοπιστούν τα ονόματα και να ανιχνευτεί η ιστορία πολλών απ’ τους ενοίκους τους, τα γενεαλογικά δέντρα των οποίων είχαν ρίζες ακόμη και αιώνων.
Το αστικό αυτό τοπίο, έργο σπουδαίων Ελλήνων αρχιτεκτόνων, όπως ο Βαφειάδης, ο Πετροκόκκινος και ο Ραμπαόνης, απέπνεε τάξη και αρμονία με έναν τρόπο ίσως ξένο για την Ανατολή, όμως τόσο οικείο στις Ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, τα πρότυπα των οποίων επιχείρησαν να εφαρμόσουν. Η δε αναπόφευκτη προσαρμογή τους στις συνθήκες της Σμύρνης απέδωσε εντέλει έναν ιδιαίτερο τύπο κατοικίας: το σμυρναίικο σπίτι.
Από την καταστροφή του 1922 ήταν το οικιστικό τμήμα της προκυμαίας που κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να σωθεί, αποτελώντας έτσι σημείο αναφοράς και τεκμήριο συνέχειας της πόλης, για να χαθεί όμως και αυτό οριστικά τη μεταπολεμική περίοδο της ξέφρενης ανοικοδόμησης.
Αμέσως νοτιότερα, η προκυμαία άλλαζε όψη, καθώς γινόταν πιο κοσμοπολίτικη και πιο εντυπωσιακή. Κινηματοθέατρα, λέσχες, καφεζυθοπωλεία και μεγάλα ξενοδοχεία αντανακλούσαν στις επιβλητικές προσόψεις των μεγάρων τους τη Σμύρνη της διασκέδασης, της επίδειξης του πλούτου και της χαράς της ζωής, όλες απαραίτητες πτυχές του βίου κυρίως των Ελλήνων, Αρμενίων και Λεβαντίνων αστών κατοίκων της.
Είναι εκατοντάδες οι καρτ-ποστάλ και οι φωτογραφίες που τα αποτύπωσαν, οι οποίες, αφού τεκμηριώθηκαν, μας προσέφεραν τη δυνατότητα να αντιληφθούμε τις διαδοχικές φάσεις των αλλαγών που υπέστησαν τα κτήρια. Παράλληλα, αποτελούσαν και το θέατρο σημαντικών στιγμών της ιστορίας της πόλης, τόσο ευτυχισμένων όσο και τραγικών. Αποτυπωμένη ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη, η κοσμική προκυμαία ταυτίστηκε όσο κανένα άλλο τμήμα της με την ίδια τη Σμύρνη.
«Είναι πρακτικά αδύνατο να κατανοήσει κανείς πλήρως τη σημασία της Σμύρνης ως διαμετακομιστικού κέντρου και κόμβου του διεθνούς εμπορίου στην Ανατολική Μεσόγειο μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, εάν δεν μελετήσει τις υποδομές του λιμανιού της και όλα εκείνα τα κτήρια, τα οποία οικοδομήθηκαν για να υπηρετήσουν το ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που ένας τέτοιος ρόλος συνεπαγόταν.
Κατεξοχήν δείγμα προόδου, το λιμάνι της Σμύρνης αποτέλεσε κορυφαία έκφραση του εκσυγχρονισμού της, υπακούοντας τόσο στα άλματα της τεχνολογίας κατά τον 19ο αιώνα όσο και στην ολοένα αυξανόμενη δυναμική της πόλης. Αντίστοιχα, το παραλιακό μέτωπο προσαρμόστηκε γρήγορα στις ανάγκες των καιρών, φιλοξενώντας ένα σύνολο από γραφεία, τράπεζες, αποθήκες, ξενοδοχεία, πρακτορεία, καφενεία και κτήρια με άλλες συναφείς χρήσεις, που ερευνήθηκαν ενδελεχώς.
Με τη βοήθεια εμπορικών οδηγών, εφημερίδων, ασφαλιστικών χαρτών και πλήθους φωτογραφιών, ανασυστάθηκε σχεδόν πλήρως η τοπογραφία και η ιστορία μεγάλου μέρους της επιχειρηματικής ζωής της Σμύρνης του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και μέχρι το 1922. Λαμπρά και ευμεγέθη οικοδομήματα φανερώνουν τόσο την οικονομική ευρωστία των ιδιοκτητών τους όσο και την επιθυμία τους να αποτυπωθεί αυτή με ξεχωριστό τρόπο στο πανόραμα της πόλης. Πλάι τους, τα χαρακτηριστικά καφενεία με τις ανοιγμένες τέντες αποτελούσαν για τον κόσμο που έφτανε ή και δραστηριοποιούνταν εδώ χώρους συνάντησης, συναλλαγών και ανάπαυλας. Ταυτόχρονα δε, καθώς βρίσκονταν κυρίως στα χέρια των Ελλήνων της πόλης, έδιναν στο λιμάνι της πολυεθνικής Σμύρνης χρώμα παρόμοιο με εκείνο των νησιών του Αιγαίου και της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Έχοντας διαφορετικό σκοπό να επιτελέσουν, τα κτήρια των αρχών και των υπηρεσιών του κράτους, όπως το Επιμελητήριο, το Χρηματιστήριο, η Διαχείριση Δημοσίου Χρέους και το Τελωνείο, αλλά και το μνημειακό σύνολο της πλατείας Διοικητηρίου, οικοδομημένα την ίδια περίοδο με την προκυμαία ή λίγες δεκαετίες αργότερα, ήταν απολύτως ενταγμένα στο πλαίσιο που επέβαλλε κυρίως τον εκλεκτικισμό ως μέσο αρχιτεκτονικής έκφρασης.
Ελάχιστα είναι τα δείγματα οικοδομημάτων, τα οποία, μαζί με το ίδιο το λιμάνι, κατάφεραν να διατηρηθούν έως σήμερα ως νησίδες σε ένα ολότελα ξένο προς το παρελθόν τους τοπίο. Επιβεβλημένη λοιπόν καθώς είναι από την πραγματικότητα, η ανασύσταση της προκυμαίας του 1922, που για πρώτη φορά επιχειρείται, αποσκοπεί στην ανάδειξη και κατανόηση της οριστικά χαμένης «χρυσής εποχής» της Σμύρνης» (από το οπισθόφυλλο του Β τόμου).