Του Νίκου Μάντζαρη, Αναλυτή πολιτικής για την ενέργεια και το κλίμα, The Green Tank
Ο νέος υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης από την αρχή ξεκαθάρισε πως η οικονομική διάσωση της ΔΕΗ αποτελεί κορυφαία προτεραιότητά του. Στο πλαίσιο αυτό τόλμησε να κάνει μια ανατροπή. Μίλησε για άμεση απόσυρση συγκεκριμένων λιγνιτικών μονάδων που ζημιώνουν με τη λειτουργία τους τη μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας.
Μια τέτοια στροφή στην κοινή λογική φάνταζε αδιανόητη ως τις εκλογές του Ιουλίου. Η προηγούμενη κυβέρνηση επέμενε στην παράλογη στρατηγική της διαιώνισης του πανάκριβου πλέον λιγνιτικού μοντέλου ηλεκτροπαραγωγής με διάφορους τρόπους. Πρώτον και κύριον, μέσω της πώλησης λιγνιτικών μονάδων και ορυχείων σε ιδιώτες, με τις ευλογίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δεύτερον, μέσω της επίμονης διεκδίκησης επιδοτήσεων προς τη λιγνιτική βιομηχανία, ενάντια στον νέο ευρωπαϊκό Κανονισμό για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Τρίτον, μέσω της παράτασης ζωής των λιγνιτικών σταθμών της Καρδιάς και του Αμυνταίου ερμηνεύοντας à la carte την Οδηγία Βιομηχανικών Εκπομπών, πράγμα που εξώθησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε σχετική προειδοποιητική επιστολή.
Όλα αυτά όμως φαίνεται να ανήκουν στο παρελθόν. Η νέα κυβέρνηση διαπραγματεύεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας μακριά από παράλογα μέτρα όπως τα ΝΟΜΕ ή την πώληση των λιγνιτών της ΔΕΗ μέσα από διευκολύνσεις στους επίδοξους επενδυτές που θα επιβαρύνουν τους Έλληνες καταναλωτές.
Είναι πλέον προφανές ότι η επόμενη μέρα θα πρέπει να περιλαμβάνει μια γενναία αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) με σημαντική αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ, της αποθήκευσης ενέργειας και της ενεργειακής εξοικονόμησης ως το 2030.
Η μεγαλύτερη όμως πρόκληση δεν σχετίζεται με την υποκατάσταση του λιγνίτη στο εθνικό ενεργειακό μίγμα αλλά με το μέλλον των λιγνιτικών περιοχών της χώρας.
Οι πολίτες της Κοζάνης, της Φλώρινας, της Πτολεμαΐδας, του Αμυνταίου, της Μεγαλόπολης θυσίαζαν για δεκαετίες το περιβάλλον, την υγεία και την ποιότητα ζωής τους ώστε να τροφοδοτηθεί με ηλεκτρική ενέργεια η χώρα και να στηριχθεί η εθνική οικονομία. Είναι, λοιπόν, πρωτίστως ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης να δώσουμε νέα πνοή στις τοπικές οικονομίες των περιοχών αυτών. Ταυτόχρονα, η μεταστροφή τους προς ένα περιβαλλοντικά βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης αποτελεί τεράστια πρόκληση, πράγμα το οποίο αντιλαμβάνεται οποιοσδήποτε έχει αντικρίσει τα 160.000 στρέμματα γης που καταλαμβάνουν τα ανοιχτά ορυχεία στην καρδιά της Δυτικής Μακεδονίας ή έχει μελετήσει τα στοιχεία που αποδεικνύουν τον βαθμό εξάρτησης των τοπικών οικονομιών από τη λιγνιτική δραστηριότητα.
Η αλλαγή σίγουρα δεν θα είναι εύκολη. Από την άλλη μεριά όμως, η χώρα μας δεν βρίσκεται στο σημείο μηδέν. Χάρη στις προσπάθειες των δημάρχων των ενεργειακών δήμων της χώρας, με πρωτεργάτη τον πρώην δήμαρχο Κοζάνης Λευτέρη Ιωαννίδη, η Δυτική Μακεδονία βρίσκεται ανάμεσα στις 3 πρώτες πιλοτικές περιφέρειες που συμπεριλήφθηκαν στη λεγόμενη «πλατφόρμα άνθρακα». Πρόκειται για μια νέα πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για παροχή τεχνικής βοήθειας προς τις 42 λιγνιτικές περιφέρειες της Ευρώπης . Μέσα από αυτήν την πρωτοβουλία, η Παγκόσμια Τράπεζα καταρτίζει ένα αναλυτικό σχέδιο για την αποκατάσταση των εδαφών και τη στροφή της οικονομίας της Δυτικής Μακεδονίας προς βιώσιμη κατεύθυνση.
Κι όχι μόνο αυτό. Με πρωτοβουλία και πάλι του τότε δημάρχου Κοζάνης και σε συνεργασία με το Δίκτυο των Ενεργειακών Δήμων διοργανώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2018 το πρώτο ευρωπαϊκό φόρουμ των δημάρχων της Δίκαιης Μετάβασης με τη συμμετοχή 10 δήμων από 6 χώρες. Μόλις πριν λίγες μέρες πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία και ακόμα μεγαλύτερη συμμετοχή και το δεύτερο φόρουμ στο Βάισβασερ της Γερμανίας. Το ιδιαίτερα ελπιδοφόρο ήταν ότι εκτός από τον Λευτέρη Ιωαννίδη, συμμετείχαν και οι νέοι δήμαρχοι Φλώρινας (Βασίλης Γιαννάκης) και Αμυνταίου (Άνθιμος Μπιτάκης). Η διεθνής αυτή πρωτοβουλία που ξεκίνησε από την Κοζάνη εστιάζει στη συνεργασία μεταξύ δημάρχων λιγνιτικών περιοχών της Ευρώπης με στόχο την οργανωμένη διεκδίκηση πολιτικής στήριξης και πόρων τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και από τις εθνικές κυβερνήσεις.
Αλλά και σε εθνικό επίπεδο, έγινε σημαντική πρόοδος. Η προηγούμενη κυβέρνηση θέσπισε το Εθνικό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης (ΕΤΔΜ) που θα διοχετεύει πόρους στις τρεις λιγνιτικές περιοχές της χώρας για την αλλαγή της οικονομίας τους. Τα χρήματα για το 2018 ήταν μόλις 30 εκ. ευρώ και προφανώς θα χρειαστούν πολύ περισσότερα σε βάθος χρόνου προκειμένου να αντιμετωπιστεί επιτυχώς η τεράστια πρόκληση της μετάβασης. Όμως, με αυτή την απόφαση του πρώην αναπληρωτή υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σωκράτη Φάμελλου, η Ελλάδα έγινε η πρώτη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που διοχετεύει τμήμα (6%) των δημοσίων εσόδων από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για την ενίσχυση των λιγνιτικών περιοχών της χώρας. Μάλιστα οι προτεραιότητες του ΕΤΔΜ συμπεριλήφθηκαν και στο ΕΣΕΚ, κάνοντας την Ελλάδα μία από τις ελάχιστες χώρες της ΕΕ που ασχολήθηκε με το μέλλον των λιγνιτικών περιοχών στο πλαίσιο του Μακροχρόνιου Ενεργειακού Σχεδιασμού της.
Με δεδομένη την επικείμενη περαιτέρω μείωση της λιγνιτικής δραστηριότητας είναι απολύτως απαραίτητη και επείγουσα η συμφωνία σε ένα κοινό και μακρόπνοο σχέδιο δράσης αλλά και η εύρεση επιπλέον πόρων για την υλοποίησή του από το επόμενο πολυετές προγραμματικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η κυβέρνηση μπορεί να παραδειγματιστεί από τη Γερμανία η οποία πρόκειται πολύ σύντομα να ψηφίσει δύο νόμους, δεσμευτικούς και για όλες τις επερχόμενες κυβερνήσεις. Ο ένας αφορά την πλήρη απεξάρτηση από το κάρβουνο ενώ ο άλλος ρυθμίζει τα ζητήματα παραγωγικής ανασυγκρότησης των λιγνιτικών περιοχών. Εκτός από την ουσία και το περιεχόμενο των νόμων, ιδιαίτερης σημασίας ήταν και ο τρόπος με τον οποίο καταρτίστηκαν. Η Γερμανική κυβέρνηση συγκρότησε μια Επιτροπή με ευρεία συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Παρά τις σημαντικές διαφωνίες και την ετερογενή σύνθεση, η λεγόμενη Επιτροπή Άνθρακα (Coal Commission) κατόρθωσε σε μόλις 6 μήνες να καταλήξει σε συμφωνία, την οποία υιοθέτησε πρακτικά αυτούσια η Γερμανική κυβέρνηση.
Η ανασυγκρότηση των τοπικών οικονομιών στις λιγνιτικές περιοχές της χώρας είναι εθνική υπόθεση. Η νέα κυβέρνηση και οι νέοι δήμαρχοι και περιφερειάρχες πρέπει να χτίσουν πάνω στα θεμέλια που έβαλαν οι προκάτοχοί τους, οι οποίοι πρέπει με τη σειρά τους να σταθούν αρωγοί στην επίτευξη του κοινού στόχου. Η διαβούλευση και η συνεργασία με όλους τους τοπικούς φορείς και την κοινωνία των πολιτών είναι αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία του εγχειρήματος.
Όπως σωστά τονίζει συχνά ο πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, η μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή πρέπει να είναι Δίκαιη και όχι βίαιη.
Ναι, μπορούμε!