Βαδίζουμε προς άλλη μια χαμένη ευκαιρία. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του Τύπου, το νομοσχέδιο της Νέας Δημοκρατίας για την ψήφο του απόδημου ελληνισμού αναμένεται να εισέλθει στην κοινοβουλευτική διαδικασία μέσα στο 2019. Ωστόσο, το γεγονός ότι απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία 200 βουλευτών καθιστά δύσκολη την επικύρωσή του, καθώς η θέση του ΣΥΡΙΖΑ προδιαγράφεται από τις δηλώσεις των στελεχών του, αλλά και από πρόσφατο δημοσίευμα της Αυγής, αρνητική.
Το κυριότερο σημείο διαφωνίας έγκειται στον βαθμό που οι νέες ρυθμίσεις θα επιτρέψουν την ψήφο του απόδημου ελληνισμού να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα στη χώρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ την ήθελε σχεδόν διακοσμητική, γι’ αυτό στις δικές του ρυθμίσεις που είχε ετοιμάσει για λογαριασμό της προηγούμενης κυβέρνησης ο τότε υπ. Εσωτερικών, ο Αλέξης Χαρίτσης, προέβλεπε ότι θα αφορά στην εκλογή ενός αριθμού περιορισμένων βουλευτών (τριών έως και δώδεκα) από το ψηφοδέλτιο της επικρατείας.
Το σχήμα συμμετοχής που ετοιμάζεται να προωθήσει η ΝΔ αποδίδει στην ομογένεια μεγαλύτερη βαρύτητα: Δίνεται δικαίωμα ψήφου σε όλους τους Έλληνες πολίτες που ζουν στο εξωτερικό, με την προϋπόθεση να είναι εγγεγραμμένοι στα δημοτολόγια. Η ψήφος τους δεν θα έχει σταυρό προτίμησης, αλλά θα κατευθύνεται επί της ουσίας στο ψηφοδέλτιο επικρατείας, για να μην επηρεάζει την εκλογή τοπικών βουλευτών (κάτι που η προηγούμενη διακομματική επιτροπή επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είχε συζητήσει επί μακρόν).
Το σημείο όμως όπου εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ μείζονα διαφωνία, έχει να κάνει με το παράθυρο που ανοίγεται σε έναν άδηλο αριθμό Ελλήνων τρίτης, τέταρτης ή πέμπτης γενιάς, να απαιτήσουν την ελληνική ιθαγένεια και να συμμετάσχουν εν τέλει στις εκλογές. Έτσι η Αυγή, στις 27 Αυγούστου 2019 θα επιτεθεί κατά μέτωπο στην κυβέρνηση με πρωτοσέλιδο που προειδοποιούσε για κόλπο γκρόσο της Νέας Δημοκρατίας, και απόπειρα «νοθείας της λαϊκής βούλησης». Σύμφωνα με το κύριο άρθρο της: «Κανείς δεν αμφισβητεί τον πατριωτισμό του απόδημου ελληνισμού και την αγάπη που τρέφει για την Ελλάδα. Αυτό που αμφισβητείται είναι το δικαίωμα της κυβέρνησης να νοθεύσει τη λαϊκή βούληση, εγγράφοντας μαζικά στους εκλογικούς καταλόγους ανθρώπους που είναι οριστικά ξεκομμένοι από την πραγματικότητα της χώρας. Που δεν τους ενδιαφέρει, δηλαδή, αν οι ανασφάλιστοι θα καλύπτονται από το ΕΣΥ και αν η επικουρική ασφάλιση θα είναι δημόσια ή ιδιωτική. Και που θα ψηφίσουν, επομένως, με κριτήρια μη πολιτικά, γεγονός που κάνει τη Ν.Δ. να πιστεύει ότι, εκμεταλλευόμενη τις διασυνδέσεις της με τους εκπροσώπους των ομογενών, θα μπορέσει να χειραγωγήσει μαζικά την ψήφο τους».
Τα επιχειρήματα του ΣΥΡΙΖΑ είναι φτηνά και προσχηματικά, όπως πολύ σωστά γράφει ο … Νίκος Αλιβιζάτος σε άρθρο του στην Καθημερινή στις 2/9/2019: Για τους Έλληνες ομογενείς που δεν διαθέτουν την ελληνική ιθαγένεια, οι διαδικασίες απόκτησής της είναι (και κακώς) πολύ χρονοβόρες και εξαιρετικά περίπλοκες, και ούτως ή άλλως δεν ζούμε στο… 1980, όπου το κλίμα του εξαιρετικά πολωμένου δικομματισμού μεταφερόταν αυτούσιο στις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού, οι οποίες σήμερα μαραζώνουν. Η πόλωση των τελευταίων δεκαετιών αγγίζει ελάχιστα πλέον τους ομογενείς, ενώ και οι κομματικοί τους δεσμοί έχουν χαλαρώσει σημαντικά. Όσο για τους εκπατρισμένους κατά την περίοδο της κρίσης, αυτού του τύπου η πόλωση, μαζί με όλες τις άλλες παθογένειες που συνόδευαν το ελληνικό πολιτικό σύστημα (από τον νεποτισμό, μέχρι την κραυγαλέα αναξιοκρατία που κυριαρχεί στην πολιτική επετηρίδα), αποτέλεσαν μάλλον παράγοντα που τους έδιωξε από τη χώρα, οπότε δεν τίθεται θέμα να ψηφίζουν με το σκεπτικό που τους καταλογίζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που φοβάται, επί της ουσίας, δεν είναι η προσπάθειες της ΝΔ να χειραγωγήσει την ψήφο εξωτερικού, αλλά η εισροή μεγάλων «αδέσποτων» ακροατηρίων, που δεν θα μπορεί να χειραγωγήσει ο ίδιος, με τις προσφιλείς του πελατειακές πρακτικές. Γι’ αυτό και διολισθαίνει σε θέσεις που θυμίζουν τα όσα καταμαρτυρούσαν το…. 1844, οι «αυτόχθονες» στην κοινοβουλευτική τους κόντρα με τους «ετερόχθονες».
Μια κόντρα που την είχε επιτυχώς υπερκεράσει τότε ο Ιωάννης Κωλέττης με το σχήμα της Μεγάλης Ιδέας, την απελευθέρωση του υπόλοιπου ελληνισμού ο οποίος έμεινε έξω από τη φυτοζωούσα στα ασφυκτικά σύνορα του 1832 «Ελλάδα της Μελούνας».
Το πρόβλημα, από την άλλη, της ΝΔ –μιας που φτάσαμε στον… Ιωάννη Κωλέττη–, είναι ότι δεν έχει κατανοήσει την αναγκαιότητα μιας νέας Μεγάλης Ιδέας, και κατά συνέπεια δεν βλέπει την παροχή ψήφου της ομογένειας ως κομμάτι της, παρά τη θέτει βιαστικά και αποσπασματικά, μονομερώς, δίνοντας μικρή έμφαση στις διαδικασίες της συναίνεσης που, αν μη τι άλλο, θα μεγιστοποιούσαν το πολιτικό κόστος για τον ακραία μικροπολιτικά σκεπτόμενο ΣΥΡΙΖΑ.
Γιατί ενεργός συμμετοχή των Ελλήνων του εξωτερικού, μονίμως διαμένοντων ή εκπατρισμένων από την κρίση, είναι όντως το μεγάλο στοίχημα για την ανασυγκρότηση της χώρας. Κυρίως γιατί, ο μεγαλύτερος ανασταλτικός παράγοντας για την ανασυγκρότησή της έγκειται στην αναιμική εσωτερική κοινωνική της δυναμική, ένα τέλμα που έχει διαμορφωθεί σα συνδυασμός μιας κρατικοδίαιτης κοινωνίας και οικονομίας, ενός παρασιτικού ιδιωτικού τομέα, μιας κρίσης, επίσης, που αποψίλωσε το ελληνικό εργατικό δυναμικό από την έφεση στην πολυειδίκευση και τις πολυδεξιότητες που άλλοτε το χαρακτήριζε.
Άρα αυτή η δυναμική μπορεί να έρθει «απ’ έξω», και αυτό που λείπει για να μεθοδευτεί κάτι τέτοιο είναι ένα συντονισμένο σχέδιο, που βρίσκεται δυστυχώς έξω από τον ιδεολογικό ορίζοντα της παρούσας κυβέρνησης και ενδεχομένως και έξω από τις ικανότητές της να το διαμορφώσει.
Η ψήφος, λοιπόν, στους ομογενείς και τους εκπατρισμένους μπορεί να προκύψει μόνο στο πλαίσιο μιας ευρύτερης μεταρρύθμισης που θα τους επανατοποθετήσει σε τροχιά ζωντανών και δημιουργικών σχέσεων με την Ελλάδα. Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό; Με μια μεγάλη προσπάθεια του ελληνικού κράτους για την ανασύσταση των ελληνικών κοινοτήτων στο εξωτερικό, την ενδυνάμωση των πολιτιστικών σχέσεων, της παιδείας της ομογένειας και, βέβαια, με τη θέσπιση ειδικών αναπτυξιακών θεσμών μέσω των οποίων θα μπορούσε, σε συνθήκες διαφάνειας, να επενδύει η ομογένεια τον οβολό της προκειμένου να σταθεί και πάλι στα πόδια της η ελληνική παραγωγή, η εφαρμοσμένη έρευνα, η πανεπιστημιακή εκπαίδευση και, βέβαια, οι ένοπλες δυνάμεις, αλλά και η διπλωματία της Ελλάδας.
Μόνο ένα τέτοιο σχέδιο και το να εγκαινιαστεί μια πλατιά δημόσια συζήτηση, που θα αποσκοπούσε στο να εξασφαλιστεί η συντριπτική στήριξη της κοινής γνώμης, θα μπορούσαν να στριμώξουν στο κανναβάτσο τους μικροκοτζαμπάσηδες εσωτερικού. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, πρέπει σιγά σιγά η ελληνική κοινωνία να συνειδητοποιήσει ότι η ανασυγκρότηση του ελληνισμού μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν αυτός ανασυγκροτηθεί «δικτυακά», με βάση τις οικουμενικές του δυνάμεις, που είναι καιρός να στραφούν προς το εθνικό κέντρο, γιατί αυτό χάνεται και καταρρέει. Αυτό το σχήμα, εξ άλλου, του «πληθυντικού ελληνισμού» ανταποκρίνεται και στις οργανωτικές και επικοινωνιακές πραγματικότητες που εμφανίζουν οι κοινωνίες στον 21ο αιώνα. Το ζήτημα είναι αν υπάρχει κανείς στο κυρίαρχο πολιτικό παιχνίδι για να καταλάβει κάτι τέτοιο…
Πρώτη δημοσίευση στο Άρδην - Ρήξη