
Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς*
Ο ελληνισμός διατηρεί μια πολύ παλιά σχέση με τη Ρωσία –και την Ουκρανία– πάνω από χίλια χρόνια, από την εποχή του εκχριστιανισμού των Ρους του Κιέβου από τον Βλαδίμηρο, το 988 .και έκτοτε οι τύχες τους συνδέθηκαν στενά, για το καλύτερο ή το χειρότερο.
Αρχικώς και οι δύο αντιμετώπισαν τις εισβολές και την επιθετικότητα τόσο των δυτικών, όσο και, κατ’ εξοχήν, των «ανατολικών» τους αντιπάλων: Στην Ελλάδα, τους σταυροφόρους, από τα δυτικά, και τα τουρκικά φύλα στα ανατολικά. Οι Ρώσοι θα αντιμετωπίσουν και αυτοί μια ανάλογη διττή επιβουλή. Από τους Τεύτονες ιππότες και τους Σουηδούς στα δυτικά και τους τουρκικής καταγωγής Μογγόλους στα ανατολικά. Και τόσο οι Έλληνες, όσο και οι Ρώσοι, δέθηκαν στενά με την Ορθοδοξία, που ταυτίστηκε οιονεί με την εθνική τους ταυτότητα.
Όμως, στη συνέχεια, οι ιστορικές τύχες τους υπήρξαν εντελώς διαφορετικές. Οι Ρώσοι, στο κέντρο μίας αχανούς πεδιάδας ηπειρωτικών διαστάσεων, θα συγκροτήσουν ένα ανάλογων διαστάσεων κράτος, το οποίο, από τον Ιβάν τον Τρομερό και στο εξής, θα επεκτείνεται, τόσο προς τα δυτικά, όσο και, κυρίως, προς τα νότια και τα ανατολικά, υποτάσσοντας και τους Ουκρανούς και έναν μεγάλο αριθμό τουρκόφωνων και ισλαμικών πληθυσμών γενικότερα. Για πολλούς αιώνες, θα βρεθεί σε ανοικτή αντιπαράθεση με τις δύο μεγάλες ισλαμικές αυτοκρατορίες στα νότια σύνορά της, το Ιράν και κυρίως την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Την ίδια στιγμή, οι Έλληνες, ζώντας σε μια εντελώς διαφορετική γεωγραφική πραγματικότητα, στον διάσπαρτο χώρο του Αιγαίου και της ελλαδικής χερσονήσου, θα χάσουν, το μόνο ηπειρωτικό βάθος που διέθεταν, δηλαδή τη Μικρά Ασία, και το επίκεντρο του ελληνισμού θα μεταφερθεί στα στενά όρια της ελλαδικής χερσονήσου,. Έτσι κατέστη σχεδόν αναπόφευκτη η υποταγή των Ελλήνων, αρχικώς στους Δυτικούς (μετά το 1204), και στους Οθωμανούς (μετά το 1453).
Πλέον, η σχέση Ρώσων και Ελλήνων θα αντιστραφεί και οι τελευταίοι, μετά τον 18 αιώνα, θα προσβλέπουν σχεδόν αποκλειστικά στους πρώτους για την απελευθέρωση τους. Οι Δυτικοί, αντίθετα, που αρχικώς συγκρούονταν με τους Τούρκους –κυρίως η Βενετία–, θα πάψουν να αποτελούν αντίπαλο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, μπροστά στον «ρωσικό κίνδυνο», από τον 18 αιώνα και μετά, θα στηρίζουν την ακεραιότητα της τελευταίας. Εξάλλου, η οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων, από τα μέσα του 18 αιώνα, θα τους μεταβάλει σε άμεσους ανταγωνιστές των Άγγλων και Γάλλων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, θα διαμορφωθεί η προσδοκία μιας πιθανής απελευθέρωσης των Ελλήνων στηριγμένης στα ρωσικά στρατεύματα, ενώ οι Ρώσοι θα θεωρούν τους Έλληνες προνομιακούς συμμάχους τους, στην προσπάθεια καθόδου τους προς τις «θερμές θάλασσες».
Από τα Ορλωφικά στην Επανάσταση
Ωστόσο, η σχέση υπήρξε θεμελιωδώς ανισόμετρη. Η Ρωσία ήταν μία μεγάλη δύναμη, με τάσεις επέκτασης, ενώ οι Έλληνες παρέμεναν υποτελείς στους Οθωμανούς και εξαρτούνταν σε μεγάλο βαθμό, ακόμα και οικονομικά, από τη Ρωσία, όπως φάνηκε και στη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή. Αυτή η θεμελιακή ανισότητα μεταξύ των δύο λαών θα καταφανεί στους δύο μεγάλους πολέμους εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που επιχείρησε η Ρωσία με τη συνδρομή των Ελλήνων, επί Μεγάλης Αικατερίνης (τέλη 18ου αιώνα): αρχικώς στα Ορλωφικά (1769-1774) και επιγενέστερα στον «Πόλεμο των τριών Ιμπερίων» (της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας εναντίον των Οθωμανών, 1788-1792) με τον Λάμπρο Κατσώνη. Και στις δύο περιπτώσεις, οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν. Ωστόσο, και στις δύο, η Ρωσία, αφού κέρδισε εδάφη στη Μαύρη Θάλασσα, εγκατέλειψε τους Έλληνες στην τύχη τους, οι οποίοι, ιδιαίτερα στη περίπτωση των Ορλωφικών, υπέστησαν μία κυριολεκτική εκατόμβη.. Κατεδείχθη, λοιπόν, πως ναι μεν οι Ρώσοι αποτελούσαν συμμάχους των Ελλήνων, αλλά η σχέση ήταν ανισοβαρής.
Ακόμα πιο χαρακτηριστική υπήρξε η σχέση Ελλήνων και Ρώσων λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Η Ρωσική αυτοκρατορία, ιδιαίτερα η Ουκρανία και οι ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας, αποτέλεσαν τη βάση για την αρχική συγκρότηση της Φιλικής Εταιρείας. Ωστόσο ο τσάρος Αλέξανδρος θα αρνηθεί να υποστηρίξει την Ελληνική Επανάσταση και θα επιτρέψει στα οθωμανικά στρατεύματα να εισέλθουν στη Μολδοβλαχία Αλέξανδρου Υψηλάντη, δεδομένου ότι μόνο με τη δική τους άδεια επιτρεπόταν η είσοδος του οθωμανικού στρατού στις ηγεμονίες.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι, η Ελληνική Επανάσταση, όχι μόνο έμεινε αβοήθητη από τους Ρώσους, αλλά και η στάση της πλήρους ουδετερότητας, που κράτησε η Ρωσία μέχρι το 1826 και τον θάνατο του τσάρου Αλεξάνδρου, υποχρέωσε σε μεγάλο βαθμό τους Έλληνες να στραφούν προς την Αγγλία. Θα χρειαστεί να ανέβει στην εξουσία ο τσάρος Νικόλαος, ώστε η Ρωσία, μπροστά στον κίνδυνο να στραφούν οι Έλληνες οριστικά προς τους Αγγλογάλλους, να μεταβάλει την πολιτική της και να πιέσει προς τη κατεύθυνση μίας ενεργότερης αντιμετώπισης των Οθωμανών, με πρώτο απτό αποτέλεσμα τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου και, στη συνέχεια, τον ρωσοτουρκικό πόλεμο που το 1829 –με τα ρωσικά στρατεύματα στις πόρτες της Αδριανούπολης–, θα υποχρεώσει τον σουλτάνο να αναγνωρίσει την ελληνική ανεξαρτησία.
Από τον Κριµαϊκό Πόλεµο στον... Ερντογάν
Για ορισμένες δεκαετίες μετά τη δημιουργία του λιλιπούτειου ελληνικού κράτους, η Ρωσία θα λειτουργεί υποστηρικτικά προς τις ελληνικές διεκδικήσεις και ο βασιλιάς Όθωνας θα μετακινηθεί προς τη ρωσική πλευρά, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τη μήνιν των Άγγλων και των Γάλλων, οι οποίοι, όχι μόνο θα πραγματοποιήσουν εισβολή και κατοχή στην Ελλάδα, το 1854-1857, στα πλαίσια του Κριμαϊκού Πoλέμου, αλλά και θα υποχρεώσουν την Ελλάδα να τους ακολουθήσει στη συμμαχία τους με την Οθωμανική Αυτοκρατορία εναντίον της Ρωσίας.
Έκτοτε, η ρωσική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα θα μεταβληθεί άρδην επί πολλές δεκαετίες. Στα πλαίσια του πανσλαβισμού, καθώς και της ενίσχυσης των εθνικών κρατών των σλαβικών λαών (ιδιαίτερα της Βουλγαρίας), η ρωσική πολιτική υποστηρίζει τον βουλγαρικό εθνικισμό και επεκτατισμό, όχι μόνο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και εναντίον των Ελλήνων. Τότε και εκχώρησε όλη τη βόρεια Ελλάδα στους Βουλγάρους με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, μετά τη συντριπτική ήττα των Οθωμανών στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878. Παρ’ ότι αυτή η συνθήκη θα αναιρεθεί, η Βουλγαρία θα ενισχυθεί και η Ρουμανία θα καταστεί ανεξάρτητη. Τα νέα αυτά κράτη, σε συνεργασία με τους Ρώσους, θα εκδιώξουν ή θα περιορίσουν τους ελληνικούς πληθυσμούς.
Έτσι η Ρωσία, από «προαιώνιος» προστάτης των Ελλήνων και των ορθοδόξων, θα μετακινηθεί προς μία πανσλαβιστική «ορθόδοξη» πολιτική, η οποία θα διαρκέσει για αρκετές δεκαετίες, μέχρις ότου οι Βούλγαροι εγκαταλείψουν τη Ρωσία και συμμαχήσουν με τους Γερμανούς (πριν και κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου). Καταδείχτηκε πως η Ρωσία δεν ακολουθούσε μία πολιτική υπαγορευμένη κυρίως από την πολιτιστική και θρησκευτική συνάφεια με τους Έλληνες, αλλά, πολύ περισσότερο, με βάση τα άμεσα κρατικά συμφέροντά της και εν μέρει με τη φυλετική συνάφεια των Ρώσων με τους σλαβικούς πληθυσμούς.
Οι Ρώσοι αντιμετωπίζουν τους Έλληνες ως μία φιλοδυτική κρατική οντότητα, ενώ οι Δυτικοί, από την πλευρά τους, δυσπιστούν απέναντι στους Έλληνες, τους οποίους θεωρούν φιλορώσους, λόγω Ορθοδοξίας! Γι’ αυτό, ακόμα και μέχρι σήμερα, όλες οι δυτικές πρεσβείες θα παρακολουθούν με ιδιαίτερη επιμονή τα τεκταινόμενα στο Άγιον Όρος, και όπως ο Χάντιγκτον, θα κατατάσσουν τους Έλληνες πολιτισμικά στον ίδιο χώρο με τη Ρωσία..
Από τον Λένιν στον Πούτιν
Η τελευταία μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξε η σύγκρουσή τους κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρις ότου η επανάσταση των μπολσεβίκων οδηγήσει σε μία συμμαχία Λένιν και Κεμάλ και, ταυτόχρονα, σε μια αντιπαράθεση με την Ελλάδα, που ήταν σύμμαχος της Αντάντ. Η Σοβιετική Ρωσία θα ενισχύσει αποφασιστικά τον Κεμάλ ιδιαίτερα κατά την πρώτη αποφασιστική περίοδο.
Για είκοσι περίπου χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, η Σοβιετική πλέον Ρωσία, θα αντιμετωπίζει την Ελλάδα εχθρικά, επιμένοντας, στο Μακεδονικό, υπέρ των Βουλγάρων.
Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, οι Έλληνες θα βρεθούν σύμμαχοι με την ΕΣΣΔ, αλλά και με τους Δυτικούς ταυτόχρονα, ενώ η ενίσχυση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής θα αναθερμάνει τα φιλορωσικά αισθήματα των Ελλήνων.
Στη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και του 1960, οι Έλληνες χωρίζονται σε φιλορώσους και φιλοαμερικανούς, σε μία καθολική κλίμακα. Εξάλλου, η θετική στάση της Σοβιετικής Ρωσίας απέναντι στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Κυπρίων, που υπονόμευε τη συνοχή του ΝΑΤΟ, θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τα φιλορωσικά αισθήματα των Ελλήνων. Όμως, οι Ρώσοι δεν θα συνταχθούν ποτέ με το αίτημα της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα και θα στηρίξουν όλες εκείνες τις δυνάμεις που, στην Κύπρο και την Ελλάδα, θα προκρίνουν την πολιτική μιας «ανεξάρτητης Κύπρου».
Ωστόσο, όσο η αντίθεση της ΕΣΣΔ με την Τουρκία ήταν κυρίαρχη, μια και η Τουρκία, όχι μόνο είχε εισέλθει στο ΝΑΤΟ, αλλά αποτελούσε και την κατεξοχήν βάση των αμερικανικών πυραύλων και πυρηνικών όπλων. Έτσι μετά τη μεταπολίτευση η ρωσική πολιτική, για ένα μεγάλο διάστημα θα παραμένει εχθρική προς την Τουρκία. Στο Κυπριακό η ρώσικη πολιτική θα υποστηρίζει σταθερά τη διατήρηση μιας ανεξάρτητης Κύπρου, γεγονός που θα ενισχύει τα φιλορωσικά αισθήματα των Ελλήνων σε Κύπρο και Ελλάδα. Παράλληλα, θα διατηρεί και μια σταθερή αντίθεση με τους Τούρκους εξαιτίας της ανάπτυξης του ισλαμισμού στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία.
Η μετασοβιετική Ρωσία, από τη Δύση στην Ανατολή
Το ζήτημα της Ουκρανίας, αρχίζοντας από 2004 θα οδηγήσει σε μια πρώτη μερική εισβολή το 2014 και σε μια γενικευμένη επίθεση το 2022 υπήρξε καθοριστικής σημασίας για τη ρωσική πολιτική και θα οδηγήσει στην αποκοπή της Ρωσίας από την Ευρώπη – σε μία πολιτική ανατροπή μεγάλης κλίμακας.
Η Ρωσία, κατά τη μετά Γκορμπατσόφ περίοδο, επιχειρούσε να συμμετάσχει σε έναν ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, όπου αυτή θα λειτουργούσε ως η πηγή ενέργειας και πρώτων υλών για ολόκληρη την ήπειρο. Ωστόσο, καθώς και οι ΗΠΑ, μάλλον απεύχονταν μια τέτοια προσέγγιση Ρωσίας Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά το 2014 με επίκεντρο το ουκρανικό ζήτημα επιδεινώθηκαν δραματικά οι σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση.
Απέναντι σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, η Ρωσία επιστρέφει στη Μέση Ανατολή, μέσα από την εμπλοκή της στον πόλεμο της Συρίας και στη Λιβύη ενώ στρέφεται συνολικά προς την Ανατολή. Ενισχύει τη σχέση της με την Κίνα, παρά τον υπαρκτό κίνδυνο δορυφοροποίησής της. ενώ εγκαινιάζει και συμμαχικές σχέσεις με το Ιράν και την Τουρκία του Ερντογάν.
Άλλωστε καθώς κατά την τελευταία δεκαετία η Τουρκία παύει σταδιακώς να ταυτίζεται με τις αμερικανικές και ισραηλινές θέσει και μέσω του ισλαμισμού παρεμβαίνει πλέον όλο και ενεργητικότερα στα ζητήματα της Κεντρικής Ασίας και της Μέσης Ανατολής η ρωσική πολιτική όχι μόνο ενισχύει τις κάθε είδους οικονομικές σχέσεις με την Τουρκία, αλλά αποδύεται σε μια έντονη προσπάθεια για να την αποσπάσει από τη Δύση. Η Ρωσία θα προσφέρει στην Τουρκία όχι μόνο τα συστήματα S-400 και τα πυρηνικά εργοστάσια ενώ θα προχωρήσει σε μια συμφωνία κυρίων με την Τουρκία του Ερντογάν για τον έλεγχο της Λιβύης και της Συρίας, Σε αυτό το πλαίσιο θα θεωρήσουν και την αντιπαράθεση Τουρκίας-Ελλάδας ως μια πιθανή ευκαιρία αποσύνθεσης του ΝΑΤΟ και οριστικής ρυμούλκησης της Τουρκίας σε ένα ευρασιατικό στρατόπεδο. Άλλωστε, μέσα από την βαθμιαία απώλεια της επαφής με τον δυτικό και Ευρωπαϊκό κόσμο η Ρωσία στρέφεται ακόμα περισσότερο προς τον Τούρκο-ισλαμικό χώρο.
Άκριτοι «φιλορώσοι» στην Ελλάδα
Προφανώς αυτή η στροφή της Ρωσίας και η ρήξη με την Ευρώπη μετά την εισβολή στην Ουκρανία συνιστά μια εξέλιξη αρνητική για την Ελλάδα, καθώς δίνει τη δυνατότητα στην Τουρκία να γίνει πολύ πιο επιθετική, έχοντας εξασφαλίσει τα νώτα της από τη Ρωσία. Επαναλαμβάνεται κατά κάποιον τρόπο, επί τα χείρω, αυτό που είχε συμβεί στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του ’21.
Συνεπώς ακόμα και μία πιθανή προσέγγιση της Ελλάδας με τη Ρωσία δεν θα μπορούσε να αποτρέψει τη συμμαχία της Ρωσίας με την Τουρκία η οποία έχει προσλάβει στρατηγικό χαρακτήρα.
Οι άκριτοι υποστηρικτές της Ρωσίας ανήκουν σε όλα τα πιθανά και απίθανα περιβάλλοντα. Από την άκρα δεξιά και τον ορθόδοξο χώρο έως την άκρα αριστερά. Μέσα από εφημερίδες, ιστοσελίδες, στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, προβάλλεται μία πολιτική άκριτης υπεράσπισης της Ρωσίας και των επιλογών της, παρά τις συχνά αρνητικές για τα εθνικά μας συμφέροντα θέσεις της. Και αυτό γίνεται με δύο τρόπους. Ελάχιστοι, οι πλέον θρασείς ή οι πλέον αφελείς, υποστηρίζουν πως η Ελλάδα και η Τουρκία θα πρέπει «να τα βρουν» απέναντι στους δυτικούς, σύμφωνα με το παλαιό αφήγημα του ΚΚΕ, παραγνωρίζοντας ή αποσιωπώντας τον τουρκικό επεκτατισμό. Οι περισσότεροι όμως το πράττουν «διά της παραλείψεως». Δηλαδή, αποκρύπτουν και παραλείπουν ρωσικές θέσεις και ενέργειες που στηρίζουν την Τουρκία, όπως έγινε ακόμα και με την Αγία Σοφία, και από την άλλη επιτίθενται αποκλειστικά, ακόμα και με αμφιλεγόμενες ειδήσεις ενάντια στις χώρες της Δύσης και την ελληνική κυβέρνηση – εξάλλου υπάρχουν και πολλά για να τους καταμαρτυρήσει κάποιος στους τελευταίους.
Κάτι ανάλογο είχε συμβεί με την Κύπρο και την τουρκική εισβολή. Ενώ αναφερόμαστε μονίμως, και δικαίως, στον Κίσινγκερ αποσιωπούμε ή υποτιμούμε το γεγονός ότι και η τότε Σοβιετική Ρωσία προσέφερε τη συναίνεσή της στον Ετσεβίτ ώστε να εισβάλει στην Κύπρο. Άλλωστε, η τακτική της παραπληροφόρησης αποτελεί παλιά τέχνη των Σοβιετικών και των υπηρεσιών της, την οποία βέβαια δεν έχει απωλέσει η κληρονόμος της KGB, η FSB. Αρκετοί από τους κυνικότερους ή τους αφελέστερους συμπληρώνουν μάλιστα πως, εάν είχαμε εγκαταλείψει τη Δύση, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, τότε και μόνο θα μας προστάτευε η Ρωσία.
Βεβαίως μια πιθανή επανασύνδεση της Ρωσίας με την Ευρώπη, η οποία όχι μόνο θα μείωνε τους κινδύνους πολεμικών αναφλέξεων, αλλά και θα αναπροσανατόλιζε τη ρωσική πολιτική πέρα από μία «επιστροφή» στο «μογγολικό παρελθόν» (δηλαδή μία αποκλειστική συμμαχία με μουσουλμανικές και μη δυτικές χώρες) θα ήταν προς το συμφέρον της Ευρώπης και της Ελλάδας κατ’ εξοχήν.
Επιθυμία μας παραμένει, σε βάθος χρόνου η ενοποίηση της Ευρώπης (συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας), και όχι η στροφή της Ρωσίας προς το Ισλάμ και την «Ανατολή» (χαρακτηριστική και απολύτως αρνητική, είναι η στροφή του Ντούγκιν, από τη συμμαχία μεταξύ Ρώσων και Ελλήνων ορθοδόξων, στη συμμαχία της ρωσικής ορθοδοξίας με το τουρκικό ισλάμ). Ωστόσο μετά την εισβολή στην Ουκρανία μια τέτοια προοπτική φαντάζει μάλλον ως όνειρο θερινής νύχτας και έχει ως προϋπόθεση πλέον την ριζική αλλαγή ηγεσίας στη Ρωσία. Μόνο μια νέα ρωσική ηγεσία στην κατεύθυνση των θέσεων του δολοφονημένου Αλεξέι Ναβάλνυ, για την μεταβολή της Ρωσίας σε έθνος-κράτος και την εγκατάλειψη των Αυτοκρατορικών ονειροφαντασιών θα μπορούσε να απεγκλωβίσει τη Ρωσία από την ευρασιανική στρατηγική. Και μόνο τότε η Ρωσία θα ήταν δυνατό να μεταβάλει στρατηγική και απέναντι στην Ελλάδα και την Τουρκία.
*Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις το νέο του βιβλίο, Από τη μεταβυζαντινή ζωγραφική στη γενιά του ’30. Μια πολιτική ιστορία.