Η σχέση κράτους οικογένειας στη νεότερη και σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα

Η σχέση κράτους οικογένειας στη νεότερη και σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα
commons wikimedia

Αν κάποιος σκύψει πάνω από τα δεδομένα που αφορούν την Ελληνική οικονομία από την ανεξαρτητοποίηση μέχρι και σήμερα, θα διαπιστώσει ότι η οικονομική πολιτική που ακολουθούσε το κράτος μας μπορεί να χαρακτηριστεί αφελής και ζημιογόνα. Κάθε μήκος και πλάτος της βασίζεται σε ένα βασικό παράγοντα… Το δημόσιο δανεισμό. Αυτό λοιπόν το τόσο αστόχαστο και παρορμητικό κράτος θα έπρεπε να πτωχεύει συχνότερα κι όμως τηρουμένων των αναλογιών, λίγες σχετικά ήταν οι φορές που έφτασε στο σημείο να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Όσες φορές συνέβη αυτό, (όχι πάντα μετά από διεθνή κρίση όπως το 2010), η ανάκαμψη ήρθε σχετικά γρήγορα αναλογικά με τις παραγωγικές του δομές που κατά κανόνα ήταν χαμηλής έως μέτριας αποδοτικής κλίμακας και αναδιανεμητικού οικονομικού χαρακτήρα.

Ποιο είναι λοιπόν το χαρακτηριστικό, πέρα από το πράσινο φως των διεθνών αγορών, που το έκανε και το κάνει να ανακάμπτει και να αναπτύσσεται μέσα σε ένα περιβάλλον όπου ο τρόπος σκέψης και πράξης του δεν είναι μυστικό επιτυχίας, αλλά αποτυχίας; Για να το βρούμε θα πρέπει να ξεφύγουμε από την αυστηρά οικονομική οπτική γωνία των πραγμάτων και να μεταπηδήσουμε στην κοινωνική. Ο «μύθος» λοιπόν της συμμετοχής της Ελληνικής οικογένειας στην επιβίωση του κράτους δεν είναι και τόσο μύθος, εμπεριέχει σημαντικό ποσοστό αλήθειας εντός του, αν κατανοήσουμε το πώς λειτουργεί η Ελληνική οικογένεια ιδίως σε καιρούς οικονομικά εχθρικούς. Προσπαθήστε να την αντιπαραβάλετε με μία οικογενειακή εταιρεία, γιατί στις δομές και την λειτουργία μοιάζει αρκετά. Ο Γιώργος Δερτιλής την αποκαλεί τόσο εύστοχα «ιδιότυπη οικονομική κοινοπραξία» στην ανάλυση του.

Η Ελληνική οικογένεια συμπυκνώνει στο πρόσωπο της όλα τα καλά και όλα τα δεινά της Ελληνικής οικονομικής πραγματικότητας. Όσα προσφέρει άλλα τόσα απορροφά. Τη θέση της ανύπαρκτης πρόνοιας από πλευράς κράτους ιδίως κατά τον 19ο αλλά και μεγάλο μέρος του 20ου αι, αντικαθιστούσε η οικογένεια, περιθάλπτοντας γέρους γονείς, πληρώνοντας τα έξοδα μόρφωσης των τέκνων της και εν συνεχεία συντηρώντας άνεργα τέκνα. Η προσφορά αυτή μπορεί να είναι κάπως αλλόκοτη σε σχέση με τα σύγχρονα δυτικότροπα ήθη, αλλά είναι ουσιαστικά το αντίδωρο της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, των πελατειακών σχέσεων, της ελλιπούς δημόσιας συνείδησης και παιδείας, της ασυδοσίας ως προς τη σχέση μας με το κράτος, τα δημόσια αγαθά και ούτω καθ’ εξής.

Η Ελληνική οικογένεια μπορεί να είναι αντιπαραγωγικό οικονομικό μοντέλο για το κράτος, αλλά είναι ουσιαστικά παραγωγική για τον ίδιο της τον εαυτό, και το κράτος ωφελείται ακούσια από αυτή την «κλειστή» παραγωγή. Μιλάμε λοιπόν για μία εσώκλειστη και συμπαγή κοινοπραξία, ιδιαίτερα εργατική και αναπτυσσόμενη όταν πρόκειται για το εαυτό της, αλλά και ιδιαίτερα ασυνεπής όταν πρόκειται για κάτι εκτός του στενού πυρήνα. Η δυνατότητα της να επιβιώνει βασίζεται στην έντονη προσαρμοστικότητα της και την οξυδέρκεια που επιδεικνύει σε καταστάσεις πιεστικές για την ίδια, εφαρμόζοντας πολιτικές προστατευτισμού και λιτότητας όταν αυτό είναι αναγκαίο.

Η άλλη όψη του νομίσματος είναι η νοοτροπία που κληροδοτεί, «φυλακίζοντας» τα μέλη της πολιτικά και κοινωνικά μέσα σε στενά πλαίσια υπεράσπισης με οποιοδήποτε κόστος, της οικογενειακής ασφάλειας και ευημερίας. Εν ολίγοις η συμπεριφορά των μελών της, εκτός των στενών οικογενειακών συνόρων είναι ανά περιπτώσεις ανεύθυνη και επιπόλαια και αυτό είναι το μεγαλύτερο κακό που δημιουργεί. Η Ελληνική οικογένεια εκπαιδεύει και προσαρμόζει τα μέλη της με σκοπό να ανταπεξέλθουν σε συνθήκες κοινωνικής ατομικότητας. Εκπαιδεύει και συντηρεί νοοτροπίες προσωπικού και όχι δημόσιου και κοινού συμφέροντος. Γεγονός φυσικά που έχει προκύψει από αναγκαιότητα και ανασφάλεια λόγω της κρατικής πενίας και όχι από καθαρή επιλογή.

Παρ’ όλα αυτά η αναπαραγωγή τους θα πρέπει να τύχει κριτικής ειδικά σε περιόδους που η κρατική πρόνοια έκανε σθεναρά την εμφάνιση της συνδυασμένη με Ευρωπαϊκές πολιτικές. Τα προβλήματα προκύπτουν όχι από τις αναγκαίες κοινωνικές πολιτικές, αλλά από τη στρεβλή διαχείριση και εφαρμογή τους κυρίως. Το ασφαλιστικό μας σύστημα είναι ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αδιέξοδης διαχείρισης.

Ο τρόπος με τον οποίο η Ελληνική οικογένεια βλέπει το κράτος είναι συχνά καταχρηστικός και εγωπαθής. Διαπλέκεται με σκοπό να εξασφαλίσει οφέλη για τα μέλη της και εν συνεχεία καταριέται τη διαπλοκή, που κάνει το κράτος της μη αξιοκρατικό και φαύλο. Είναι ένας καλά οργανωμένος οίκος «στα πρότυπα της αρχαιότητας», που έχει ένα βαθύ ένστικτό αυτοσυντήρησης και αποβολής εξωγενών στοιχείων που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εισόδου. Θα δώσει κατευθυντήριες γραμμές επενδυτικού και οικονομικού χαρακτήρα, θα ωθήσει σε «επιχειρηματικές» πρωτοβουλίες και θα δίνει συνεχώς το στίγμα της κοινωνικής και οικονομικής ανόδου με κάθε μέσο στα τέκνα της.

Όποιες και αν είναι οι συνθήκες, η Ελληνική οικογένεια θα καταφέρει να προσαρμοστεί και να ανοίξει παράθυρα εκεί που δεν υπάρχουν. Είναι η ίδια που θα προικίσει, θα βοηθήσει στα πρώτα βήματα αλλά και στα μετέπειτα, θα δώσει ρόλο και επάγγελμα στα μέλη της, θα εξασφαλίσει εισόδημα στα αδύναμα μέλη, θα ανταγωνιστεί, και θα δίνει συνεχώς το σύνθημα… «ανάπτυξη». Αν εφάρμοζε την ίδια μακρόπνοη πολιτική το κράτος μας, με όση εφαρμόζει η οικογένεια, τα αποτελέσματα θα μας άφηναν άφωνους πιστεύω. Μιλάμε για ένα “υπόδειγμα” επιχείρησης. Θα μπορούσε να «κλέψει» όλα τα βραβεία ανταγωνιστικότητας και προσαρμοστικότητας, σε επιχειρηματικό διαγωνισμό.

Αυτή λοιπόν η τόσο ιδιόρρυθμη «ανάπτυξη» και κινητικότητα που κατόρθωνε και κατορθώνει σημαντικό μέρος της Ελληνικής κοινωνίας μέσω της επιχείρησης που λέγεται οικογένεια, είχε πέρα από αρνητικό και θετικό αντίκτυπό στην Ελληνική οικονομία. Την θέση της αδύναμης κρατικής μέριμνας υποκαθιστούσε η δυνατή οικογένεια σε όλους τους τομείς. Αν δούμε καταληκτικά αυτή την αναδιανεμητική σχέση κράτους- οικογένειας, θα παρατηρήσουμε ότι είναι κατά κάποιο τρόπο μια σχέση δούναι και λαβείν. Αυτά που η κοινωνία απορροφά από το κράτος, του τα δίνει πίσω μέσω της σιωπηρής πρόνοιας που προσφέρει στα μέλη της.

Είναι η ίδια πρόνοια που το κράτος δεν μπορεί να προσφέρει εξαιτίας της αφαίμαξης του από την ίδια αυτή κοινωνία, συμπεριλαμβανομένου και του πολιτικού προσωπικού το οποίο θεωρώ αναπόσπαστο μέρος του κοινωνικού συνόλου της χώρας μας ειδικά, καθώς ένα μεγάλο μέρος του προήλθε από διαδικασίες κοινωνικής κινητικότητας. Έτσι κάπως λοιπόν η ζυγαριά «ισορροπεί» και το κράτος επιβιώνει παρά το ότι τα δεδομένα δεν είναι υπέρ του. Όλη αυτή η διαδικασία λοιπόν, κατά ένα τρόπο έχει αποτέλεσμα θετικό, μέχρι ενός σημείου φυσικά. Όταν η κατάχρηση των δημοσίων αγαθών υπερβαίνει τα όρια, έχουμε τα γνωστά δημοσιονομικά αποτελέσματα.

Αυτό βέβαια δεν πρέπει επ’ ουδενί να μας ωθεί στη λογική της ολικής παραχώρησης τους, ειδικά για νευραλγικούς θεσμούς όπως η υγεία αλλά και η παιδεία, οι οποίοι παρά τα πολλά προβλήματα τους παράγουν έργο σημαντικότατο. Αρκεί μόνο να μάθουμε να τα διαχειριζόμαστε με περισσότερη σύνεση ώστε να τα κάνουμε πιο βιώσιμα οικονομικά.

Αυτά τα παραπάνω χαρακτηριστικά εσωτερικής οικογενειακής αντοχής, αλληλεγγύης και προσαρμοστικότητας, κατά τη γνώμη μου είναι εκείνα που επέτρεψαν στην Ελληνική κοινωνία να βγει τραυματισμένη σοβαρά αλλά ζωντανή και ίσως πιο ρεαλίστρια... Μέσα από τρία σκληρά και αντίξοα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής που άγγιξαν και ίσως ξεπέρασαν τα όρια ανοχής αυτής της αποδεδειγμένα ανθεκτικής κοινωνίας… Κοινωνίας που παρά τις άμετρες και καταχρηστικές σε ένα βαθμό τρεις προηγούμενες δεκαετίες δημόσιου βίου (δεν αναφέρομαι απαραίτητα και μόνο στην οικονομία), δεν έχασε τα βασικά «Ελληνικά ένστικτά» που κληρονόμησε από όλες τις παλαιότερες σκληροτράχηλες γενιές, που δεν βίωσαν τόσο έντονη ανοδικά κινητικότητα.

Αυτή η κινητικότητα βέβαια θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ψευδεπίγραφη και μετέωρη μέσα στις συνθήκες προχειρότητας που πραγματοποιήθηκε. Όπως και να χει πέτυχε κάποιους από τους σκοπούς της πάντως. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που το κράτος μας, προσπάθησε να αμβλύνει τις οικονομικές αντιξοότητες του λαού πρακτικά και όχι θεωρητικά. Κάπου στην πορεία όμως οι επιδιώξεις και τα κίνητρα διαστρεβλώθηκαν τόσο, που η λογική καθοριζόταν από αυστηρά κομματικές-πελατειακές συνιστώσες, στις οποίες μετείχαν εκούσια και ακούσια αρκετοί από τους κινητικούς πολίτες.

Υ.Γ: Πολλοί θα μπορούσαν εύλογα να αναρωτηθούν… Πώς είναι δυνατόν να συγκρίνεται η ζημιά που προκαλείται στα δημόσια ταμεία από τη φοροδιαφυγή ενός απλού πολίτη, με τη ζημιά που προκαλείται από ένα σκάνδαλο του μεγέθους των αντισταθμιστικών και μη (βλέπε εδώ εξωγενείς παράγοντες), εξοπλιστικών πχ; Όντως αυτά τα δυο δεν μπορούν να συγκριθούν έτσι απλά. Εδώ γεννιούνται δυο ερωτήματα… Είναι μόνο ένας ή δυο ή δέκα οι πολίτες που φοροδιαφεύγουν ή που έχουν συμμετάσχει με την πιο απλή ή πιο σύνθετη πράξη στην κατασπατάληση δημόσιου χρήματος; Και δεύτερον… θα συμπεριλάβουμε την εκάστοτε πολιτική ηγεσία στο κοινωνικό σύνολο μιας χώρας, ειδικά με τα χαρακτηριστικά της δική μας από το 1974 και μετά; Αν δεν το κάνουμε τότε τίθενται σοβαρά θέματα όσον αφορά την πρακτικότητα του πολιτεύματός μας, αλλά και τους εκπροσώπους που εμείς επιλέγουμε ως ένα βαθμό, για να μας κυβερνήσουν. Επίσης οφείλουμε να σκεφτούμε τι είδους αιτήματα τους θέτουμε προεκλογικά με σκοπό να τους προτιμήσουμε και κατά πόσο κάποια από αυτά τα αιτήματα είναι αποτέλεσμα λαϊκιστικής χειραγώγησης (βλέπε τον «κάλπικο» πατριωτισμό και τα ακόλουθα του).

Δημοφιλή