Η συζήτηση περί ένταξης της Kυπριακής Δημοκρατίας στην Βορειοατλαντική συμμαχία πριν μερικά χρόνια, φάνταζε ως όνειρο θερινής νυκτός!
Το γεγονός όμως ότι αυτή η συζήτηση έχει ήδη αρχίσει, σηματοδοτεί την απαρχή πολύ σημαντικών εξελίξεων τόσο για το κυπριακό ζήτημα αυτό καθαυτό, όσο και για το σύνολο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Ήδη, η σκέψη της ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ εμφανίστηκε δειλά για πρώτη φορά το 2020, όταν οι ΗΠΑ προέβησαν στη μερική άρση του εμπάργκο όπλων στην Κύπρο, που ίσχυε από το 1987, και ενισχύθηκε σημαντικά το 2022 με την πλήρη άρση του εμπάργκο από τις ΗΠΑ, γεγονός που προκάλεσε τις σφοδρές αντιδράσεις της Τουρκίας.
Και σε αυτό το σημείο έγκειται η ιδιαίτερη σημασία της ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, καθότι η Τουρκία θα βρεθεί αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη πρόκληση στη σύγχρονη ιστορία της και ειδικότερα μετά την εισβολή και κατοχή του βόρειου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Με δεδομένες τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της μέσης Ανατολής, η επίσημη έναρξη μιας άτυπης συζητήσης για τον προγραμματισμό της ενταξιακής πορείας της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, αποτελεί αναμφισβήτητα μία χρυσή ευκαιρία για την ελληνική πλευρά, να αναδείξει ταυτόχρονα το κυπριακό ζήτημα και την σπουδαιότητα της γεωπολιτικής θέσης της Μεγαλονήσου στην αρχιτεκτονική ασφάλεια τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και της νοτιοανατολικής πτέρυγας της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
Βεβαίως, οι ΗΠΑ έχουν πλήρως αντιληφθεί την γεωπολιτική σημασία της Κύπρου τα τελευταία δύο χρόνια κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων του Ισραήλ εναντίον της Χαμάς και της Χεζμπολάχ, καθότι χρειάστηκαν απεγνωσμένα τις κυπριακές λιμενικές υποδομές και εγκαταστάσεις προκειμένου να αναπτύξουν με ασφάλεια τις πρωτοφανείς ναυτικές δυνάμεις τους που συγκέντρωσαν στην ανατολική Μεσόγειο, προς υποστήριξη των ισραηλινών πολεμικών επιχειρήσεων.
Και τούτο διότι οι ΗΠΑ βρέθηκαν για δεύτερη φορά στην ιστορία τους, μετά τον πόλεμο στο Ιράκ, απέναντι σε μία Τουρκία μη συνεργαζόμενη και πολύ περισσότερο αντίθετη σε κάθε μορφή συνεργασίας και υποστήριξης των πολεμικών επιχειρήσεων του Ισραήλ.
Και όχι μόνο. Οι ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια βίωσαν ίσως την χειρότερη εμπειρία τους με την περί πολλού σύμμαχο τους, την Τουρκία, διαπιστώνοντας τη συνεργασία της και την υποστήριξη της σε ισλαμιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις, καθώς και τη συνεργασία της και τη δημόσια υποστήριξη της στη μουσουλμανική αδελφότητα.
Αυτή ακριβώς η συμπεριφορά της Τουρκίας απέναντι στις ΗΠΑ, ανάγκασαν την τελευταία να στραφεί στην ανάδειξη της γεωπολιτικής θέσης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, προκειμένου να είναι σε θέση να διασφαλίσουν μελλοντικά τόσο τα δικά τους συμφέροντα όσο και τα συμφέροντα της Βορειοατλαντικής συμμαχίας.
Και αυτή η απόφαση των ΗΠΑ διαφαίνεται πλέον ότι έχει ληφθεί οριστικά και αμετάκλητα, γι’ αυτό και η συζήτηση για την ενταξιακή πορεία της Κύπρου στο ΝΑΤΟ έρχεται πλέον στη δημοσιότητα, προκαλώντας την μήνιν της εξ ανατολών γείτονας χώρας.
Τούτων δοθέντων, λοιπόν, Ελλάδα και Κύπρος οφείλουν να καταρτίσουν από κοινού μία αποτελεσματική στρατηγική, λαμβάνοντας υπόψη ότι η επίτευξη της ένταξης της Κύπρου στη Βορειοατλαντική Συμμαχία είναι μία εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, η οποία θα συναντήσει το βέτο της Τουρκίας, ίσως και τις επιφυλάξεις άλλων χωρών μελών του ΝΑΤΟ.
Όμως, η επιτυχής ολοκλήρωση ενός τέτοιου εγχειρήματος θα αποτελέσει την δεύτερη μεγαλύτερη επιτυχία της ελληνοκυπριακήα εξωτερικής πολιτικής, μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαΐκή Ένωση, ενώ θα θέσει το κυπριακό ζήτημα σε μία εντελώς διαφορετική τροχιά στη διεθνή κοινότητα και θα αποτελέσει έναν αποτελεσματικό μοχλό πίεσης για την επίλυση του.-
*
Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Υποστράτηγος ε.α. της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος των Σχολών Εθνικής Άμυνας και Εθνικής Ασφάλειας.