Ιστορικό υπόβαθρο
Η σχέση του περιβάλλοντος με την εγκληματικότητα έχει μακρά ιστορία. Στη Γαλλία κατά τον 19ο αιώνα, η γαλλοβελγική σχολή του κοινωνικού περιβάλλοντος, με εκπροσώπους τους A.M.Guerry και A.Quetelet ασχολήθηκε με τους δείκτες εγκληματικότητας σε συγκεκριμένες περιοχές (Σπινέλλη 2005:49).
Τη δεκαετία του 1930, η οικολογική Σχολή του Σικάγο, με κυριότερους εκπροσώπους τους C.R.Shaw και H.D.McKay, προσπάθησε να αναδείξει τη σχέση που έχει η οργάνωση, η δόμηση, ο πληθυσμός και η εικόνα του αστικού περιβάλλοντος με τους υψηλούς δείκτες εγκληματικότητας που παρατηρούνται στις περιοχές αυτές. Σύμφωνα με τη σχολή αυτή, η εμφάνιση του εγκλήματος αποτελεί ένα είδος «δραστηριότητας ρουτίνας», κατά την οποία ο δράστης, σταθμίζοντας το ρίσκο αναλογικά με το όφελος που προσδοκά να αποκτήσει (θεωρία της ορθολογικής επιλογής), συνδέεται με συγκεκριμένα εγκλήματα.
Η αισθητική υποβάθμιση που παρατηρείται στις αστικές περιοχές ενισχύουν φαινόμενα ανομίας και παραβατικότητας (Κωτούλας 2012). Η διαμονή ατόμων σε περιβάλλον με χαμηλούς δείκτες οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης συνδέεται άμεσα με τους υψηλούς βαθμούς εγκληματικότητας, όπως παρατήρησαν οι κοινωνιολόγοι R.Park και E.W.Burgess (Αρχιμανδρίτου 2011:28).
Τη δεκαετία του 1970, πολλοί εγκληματολόγοι διεξήγαγαν έρευνες σχετικά με το πώς ο μοντέρνος τρόπος ζωής επηρεάζει τα ποσοστά παραβατικότητας, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ορίσθηκε η περιβαλλοντική εγκληματολογία από τους αδερφούς Brantingham (Σπινέλλη 2005:48).
Θεωρητικές προσεγγίσεις περί εγκληματικότητας
Μέχρι τις πρώτες δεκαετίας του 20ου αιώνα υπήρξε πληθώρα θεωριών που προσπάθησαν να ερμηνεύσουν την εγκληματικότητα. Οι θεωρίες αυτές, οι οποίες έδιναν έμφαση σε βιολογικούς και ψυχολογικούς παράγοντες, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος των πολιτικών αντιμετώπισης του εγκληματία, οδήγησαν τους ερευνητές σε πιο πρακτικούς τρόπους πρόληψης και καταστολής της παραβατικότητας (Αρχιμανδρίτου 2011:27). Από το 1930 και έπειτα, οι εγκληματολόγοι στράφηκαν σε κοινωνιολογικές θεωρίες για να εξηγήσουν τα αίτια της παραβατικής συμπεριφοράς.
Όπως παρατήρησε και ο F.M.Thrasher, στις μεγαλουπόλεις υπάρχουν υποβαθμισμένες περιοχές με μεγάλο δείκτη εγκληματικότητας και συμμορίες. Υποστήριξε μάλιστα ότι τα εξωγενή αίτια της κοινωνικής αποδιοργάνωσης στις περιοχές αυτές οφείλονται στην ταχεία οικονομική ανάπτυξη (Χαϊδου 2020:96). Κατά, δε, τους R.Wortley και L.Mazeroth, το περιβάλλον επηρεάζει άμεσα την παραβατική συμπεριφορά, καθώς η «χωροχρονική κατανομή του εγκλήματος…μορφοποιείται ανάλογα με την τοποθεσία του εγκληματογενούς περιβάλλοντος» (Βιδάλη 2013:225).
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τη θεωρία των σπασμένων παραθύρων, η οποία διατυπώθηκε από τους J.Wilson και G.Kelling, η υποβάθμιση των αστικών περιοχών συνδέεται αιτιωδώς με την αύξηση της εγκληματικότητας και την ανατροφοδότησή της (Κωτούλας 2012). Η αδιαφορία που επικρατεί, η εγκατάλειψη είτε η ελλιπής προστασία των περιουσιακών στοιχείων, αλλά και η αργόσχολη ζωή μπορούν να οδηγήσουν κάποιον στην τέλεση ενός εγκλήματος (Βιδάλη 2013:231).
Η αστική αποδιοργάνωση αποτελεί απόρροια της αισθητικής υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Η φυσική και κοινωνική αταξία δημιουργεί κλίμα φόβου και ανασφάλειας στους πολίτες για συγκεκριμένες περιοχές, με συνέπεια να απομακρύνονται από αυτές και να χαλαρώνει ο κοινωνικός έλεγχος που πραγματοποιούνταν με την παρουσία τους στους επίδοξους δράστες (Κωτούλας 2012).
Σύμφωνα με τους R.C.Wadman και Th.W.Allison, με τη θεωρία των σπασμένων παραθύρων «η κοινότητα έχασε τον άτυπο κοινωνικό έλεγχό της». Η μη διατήρηση, επομένως, της τάξης έχει ως άμεση συνέπεια την αύξηση της παραβατικότητας μέσω της καταστολής των μηχανισμών ελέγχου (Wilson, J.Q. and Kelling,G. 1982, Βιδάλη 2013:232).
Ομοιότητες με την ανωτέρω θεωρία παρουσιάζει και η πολιτική της μηδενικής ανοχής, ιδίως με την αποκατάσταση της εικόνας και την έντονη παρουσία αστυνομικών στους δρόμους, ως παράγοντας αποτροπής της εγκληματικότητας. Βάσει αυτής της πολιτικής, επισημάνθηκε «η αναγκαιότητα άμεσης και αποτελεσματικής κοινωνικής αντίδρασης απέναντι στα οποιαδήποτε περιστατικά απολίτιστης και στρεφόμενης κατά της τάξης συμπεριφορά» (Ρούσσου 2018).
Προσέτι, βάσει της θεωρίας της δραστηριότητας ρουτίνας, με εκπροσώπους τους Μ.Felson και R.V.Clarke, το έγκλημα αποτελεί μια επαναλαμβανόμενη καθημερινή δραστηριότητα. Η θεωρία αυτή δίνει έμφαση στο τρίπτυχο δράστης, στόχος και απουσία φύλακα (Felson and Clarke 1998). Πιο συγκεκριμένα, η ύπαρξη κατάλληλων στόχων και ευκαιριών και η έλλειψη ικανών φυλάκων αποτελεί σημαντικό κίνητρο που ωθεί το δράστη στη διάπραξη εγκλημάτων. Η ως άνω θεωρία εμπλουτίστηκε εν συνεχεία από τους Brantingham, J.Eck, D.B.Cornish και R.Clark (Βιδάλη 2013:226). Οι δύο τελευταίοι, μάλιστα, ανέπτυξαν και τη θεωρία της ορθολογικής επιλογής, σύμφωνα με την οποία ένα έγκλημα διαπράττεται με την προοπτική να αποδώσει οφέλη ανάλογα του ρίσκου που παίρνουν οι παραβάτες. Η εν λόγω θεωρία επαναφέρει τους προβληματισμούς που είχε θέσει η Κλασσική Σχολή (Βιδάλη 2013:228).
Επιπλέον, ο Αμερικανός R.Stark παρατήρησε ότι οι παράγοντες που επηρεάζουν τους δείκτες εγκληματικότητας είναι:
α) η πληθυσμιακή πυκνότητα
β) η φτώχεια
γ) η ύπαρξη διάφορων χρήσεων γης στην ίδια περιοχή, όπως πχ. εργοστάσια, κατοικίες, καταστήματα
δ) η μετακίνηση των κατοίκων και
ε) η φθορά των κτισμάτων.
Ακόμη, ο Αμερικανός Sampson επεσήμανε ότι η φτώχεια, η διάλυση της οικογένειας και η κινητικότητα των κατοίκων οδηγούν στην ανωνυμία, στις ασθενείς σχέσεις γειτνίασης και στην αμυδρά συμμετοχή των κατοίκων στην οργάνωση της συνοικίας τους (Σπινέλλη 2005:246). Με την περιστασιακή ανάλυση του εγκλήματος ασχολήθηκε και ο C.Birbeck.
Τέλος, σύμφωνα με τη θεωρία της ευκαιρίας, πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα παρέβαιναν το νόμο, εκμεταλλεύονται τις περιστάσεις και οδηγούνται στην παραβατικότητα. Κάτω από ορισμένες περιστάσεις, τα άτομα αυτά υπολογίζουν τις πιθανότητες επίτευξης των στόχων τους, βάσει κινήτρων, αναλογικά με το όφελος που αναμένεται να αποκομίσουν, λαμβάνοντας υπόψη βέβαια και το ρίσκο να γίνουν αντιληπτοί (Σπινέλλη 2005:247).
Η αντεγκληματική πολιτική ως όπλο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των δραστών
Ως αντεγκληματική πολιτική ορίζεται, κατά μία άποψη, «το σύστημα των βασικών αρχών, που διέπουν την επιλογή από την Πολιτεία των κατιδίαν κατευθύνσεων και τη λήψη των μέτρων, που υποδεικνύονται από την εγκληματολογική θεωρία, για την περιστολή του εγκλήματος στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση» (Αλεξιάδης 2011:309). Τούτη επιτυγχάνεται μέσω της πρόληψης (prevention) και καταστολής (repression) των εγκλημάτων (Δημόπουλος 2008:52). Η μεν πρόληψη αποβλέπει στην υιοθέτηση ποικίλων μέτρων ούτως ώστε να καταστούν ανενεργοί οι παράγοντες που συμβάλλουν στην εγκληματογένεση και στη μείωση των ευκαιριών και των μέσων τέλεσης του εγκλήματος. Η δε καταστολή πραγματώνεται με την περιστολή του εγκλήματος μέσω της εκτέλεσης των ποινών.
Η άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής που σχετίζεται με τον περιβαλλοντικό σχεδιασμό πραγματοποιείται μέσω της επίτευξης μιας χωροταξικής διαμόρφωσης, η οποία αποθαρρύνει τους επίδοξους δράστες από την εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς. Ο ρόλος της περιβαλλοντικής εγκληματολογίας στο σχεδιασμό προληπτικών προγραμμάτων είναι ιδιαίτερα κρίσιμος, καθώς συμβάλλει στην αποτροπή διόγκωσης των προβλημάτων, στην επίταση της έντασής τους και στη χωρική τους διάχυση (Κωτούλας 2012).
Η πολεοδομική μορφή του χώρου έχει σημαντική επίδραση στις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας (Ρούσσου 2018). Ο ορθολογικός σχεδιασμός των δημόσιων χώρων αποτελεί παράγοντα διαμόρφωσης θετικής κοινωνικής συμπεριφοράς και αποτρεπτική δύναμη ενάντια στην εγκληματικότητα. Για την αποτελεσματική καταπολέμηση της εγκληματικότητας εφαρμόζονται πολιτικές όπως η σκληρή απάντηση στο έγκλημα, η περιστασιακή πρόληψη και η αποτροπή μέσω της στάθμισης του κόστους (Βιδάλη 2013:229).
Ακόμη, βάσει των απόψεων του C.F.Jeffery, αλλά και του O.Newman περί τον αμυνόμενο χώρο (defensive space), ο κατάλληλος σχεδιασμός και η αναδόμηση των περιοχών με υψηλούς δείκτες εγκληματικότητας δίνει την εικόνα ενός ασφαλούς και προστατευμένου περιβάλλοντος (Σπινέλλη, 2005:51). Ο Newman πρότεινε συγκεκριμένες σχεδιαστικές και αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις, οι οποίες θα οδηγήσουν στην αύξηση της εποπτείας του χώρου και θα τον καταστήσουν «υπερασπίσιμο», μέσω της κατάλληλης διαμόρφωσης των κοινόχρηστων χώρων (Newman 1973).
Ο Jeffery τελειοποιώντας τη θεωρία του Newman αναφέρθηκε στον όρο CPTD (Crime Prevention Through Environmental Design) που σχετίζεται με τον ορθολογικό σχεδιασμό και τη σωστή χρήση των δημόσιων χώρων ως παράγοντα διαμόρφωσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ως αποτρεπτική δύναμη ενάντια στην εγκληματικότητα (Ρούσσου 2018).
Στόχος του CPTD είναι:
α) η δημιουργία ζωνών ελέγχου (territoriality),
β) η ενθάρρυνση της νόμιμης, φυσικής και ψυχαγωγικής δραστηριότητας σε μια γειτονιά (legitimate activity support),
γ) η δυσχέρανση του εγκληματικού στόχου (target hardening),
δ) ο φυσικός έλεγχος της πρόσβασης σε ορισμένο χώρο (access control),
ε) η φροντίδα και διατήρηση της αισθητικής του τοπίου (image management) και τέλος,
ζ) η φυσική επιτήρηση του χώρου από τα πρόσωπα που βρίσκονται σε αυτόν.
Πιο συγκεκριμένα, το CPTD περιλαμβάνει παρεμβατικές πολιτικές, όπως:
- οι αισθητικές επεμβάσεις σε δημόσιους χώρους
- η απομάκρυνση βανδαλισμών και γκράφιτι
- η δημιουργία παιδοτόπων πολιτιστικών κέντρων και πάρκων
- η θωράκιση των ιδιωτικών χώρων με προσανατολισμό των θυρών και παραθύρων προς το δρόμο, ούτως ώστε να επιτυγχάνεται η μεγιστοποίηση της δυνατότητας φυσικής επιτήρησης και ο περιορισμός της πρόσβασης σε αυτούς, αλλά και η συντήρηση των τοπίων.
Επικουρικά, δύναται να χρησιμοποιηθούν μέθοδοι, όπως τα παραδοσιακά μέσα αποθάρρυνσης των επίδοξων δραστών, πχ. κλειδαριά ασφαλείας, κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, συναγερμός κλπ. Η πολιτική του CPTD εφαρμόζεται ακόμη στην κατασκευή ή ανακαίνιση σχολείων, εμπορικών κέντρων, οικιστικών συγκροτημάτων, βιομηχανικών ζωνών κ.α, ενώ τα αποτελέσματα της μεθόδου αυτής είναι ενθαρρυντικά.
Συμπεράσματα
Είναι γεγονός ότι η αντεγκληματική πολιτική (κοινωνική, αστυνομική, θυματολογική, σωφρονιστική κλπ) αποτελεί το πλέον κατάλληλο μέσο για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Οι σύγχρονες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της παραβατικότητας βασίζονται στον πολεοδομικό σχεδιασμό ως μέσου διαχείρισης του εγκλήματος.
Η μελέτη του περιβάλλοντος αφορά σε μεγάλο βαθμό την έρευνα των φυσικών και κοινωνικών παραγόντων που επέδρασαν στην εκάστοτε παραβατική συμπεριφορά (Πανούσης 2009). Το CPTD προσέφερε οικονομικές και ορθολογικές πρακτικές για την πρόληψη των εγκλημάτων, καλλιεργώντας ένα κλίμα ασφάλειας εντός των πόλεων, μέσω της φροντίδας της εικόνας των αστικών περιοχών, τονώνοντας παράλληλα την αίσθηση κυριαρχίας των κατοίκων στο χώρο και την απόλαυση αυτού μέσω ψυχαγωγικών και αθλητικών δραστηριοτήτων (Ρούσσου 2012).
Από την άλλη, μεγαλύτερης κλίμακας παρεμβάσεις, όπως η ανάπλαση ολόκληρης συνοικίας, ναι μεν είναι περισσότερο κοστοβόρες και χρονοβόρες, ωστόσο μακροπρόθεσμα ζωντανεύουν υποβαθμισμένες περιοχές και διαμορφώνουν καταλλήλως τις συνθήκες για οικιστική, εμπορική και καλλιτεχνική ανάπτυξη.
Ο ορθολογικός σχεδιασμός των αστικών χώρων μέσω της περιβαλλοντικής αναβάθμισης δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας και οικειότητας στους πολίτες, ενισχύοντας το αίσθημα ότι ο εκάστοτε χώρος ανήκει σε αυτούς. Ο στρατηγικά οργανωμένος χώρος αποτρέπει τους επίδοξους παραβάτες και ενδυναμώνει την κοινωνική τους ευσυνειδησία και το αίσθημα του καθήκοντος μέριμνας για την προστασία των εννόμων αγαθών των συμπολιτών τους.
Βιβλιογραφία
Α. Ελληνική
Αλεξιάδης, Σ. (2011) Εγκληματολογία. 5η έκδοση. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα.
Αρχιμανδρίτου, Μ. (2011) Εισαγωγή στην Εγκληματολογία. 2η έκδοση. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα.
Βιδάλη, Σ. (2013). Εισαγωγή στην Εγκληματολογία: Νομική Βιβλιοθήκη. Δημόπουλος, Χ. (2008). Εισηγήσεις Εγκληματολογίας. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Κωτούλας, Ι. (26/5/2012). «Αισθητική υποβάθμιση και έλεγχος του δημόσιου χώρου»,
Καθημερινή. Ανακτήθηκε από https://www.citybranding.gr.
Πανούσης, Γ. (19/10/2009). «Πράσινη εγκληματολογία; », Ελευθεροτυπία. Ανακτήθηκε από https://nomosphysis.org.gr.
Ρούσσου, Α. (2018). «Ο περιβαλλοντικός σχεδιασμός ως μέθοδος πρόληψης του εγκλήματος στις σύγχρονες πόλεις (CPTED) ». The Art of Crime, Νοέμβριος. Ανακτήθηκε από https://theartofcrime.gr.
Σπινέλλη, Κ. (2005). Εγκληματολογία. Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ.Ν.Σάκκουλας.
Χαϊδου, Α. (2020). Θετικιστική Εγκληματολογία: Νομική Βιβλιοθήκη.
Β. Ξενόγλωσση
Felson, M. and Clarke, R.V. Opportunity makes the thief. Practical Theory for crime prevention, London, Home office, Policing and Reducing Crime Unit, Police research series 98.
Newman, O. Defensible space: People and design in the violent city, London, Architectural Press.
Wilson, J.Q. and Kelling, G. (1982), «Broken Windows. The police and neighborhood safety». Atlantic Monthly, March, p. 29-38.