Το πρόσφατο δημοψήφισμα στην ΠΓΔΜ δημιούργησε προβληματισμό αναφορικά με το κατά πόσο η Συμφωνία των Πρεσπών τελικά θα κυρωθεί από τη γειτονική μας χώρα. Το ποσοστό του «Ναι» ήταν συντριπτικό, ξεπερνώντας το 94%. Όμως, η συμμετοχή ήταν απογοητευτική, καθώς κάτι λιγότερο από το 37% των ψηφοφόρων προσήλθαν στις κάλπες. Από αυτή την άποψη, το δημοψήφισμα υπήρξε πλήγμα για την κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ, αλλά και για την ίδια τη Συμφωνία, η οποία δεν φαίνεται να διαθέτει την έγκριση της πλειοψηφίας των κατοίκων της ΠΓΔΜ. Η ανοιχτή υποστήριξη που παρείχε στη Συμφωνία σχεδόν το σύνολο του δυτικού κόσμου, και η οποία εκφράστηκε δημοσίως με δηλώσεις πλήθους ηγετικών του παραγόντων, δεν βοήθησε στην επιτυχία του δημοψηφίσματος. Αντίθετα, μάλλον λειτούργησε αρνητικά σε ένα τμήμα της κοινής γνώμης, το οποίο αντιμετώπισε με επιφύλαξη ή και αρνητισμό αυτές τις παρεμβάσεις.
Το βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών της Συμφωνίας, τόσο σε διεθνές επίπεδο, όσο και στα δύο κράτη που την υπέγραψαν, είναι ότι όχι μόνο θα έχει ως αποτέλεσμα τη βελτίωση των σχέσεων ανάμεσα στην Αθήνα και στα Σκόπια, αλλά επιπλέον θα συμβάλει αποφασιστικά στην ενίσχυση της (εύθραυστης) σταθερότητας στην ΠΓΔΜ και ευρύτερα στα Βαλκάνια. Σύμφωνα με την ίδια συλλογιστική, αυτά τα πλεονεκτήματα αρκούν για να αντισταθμίσουν τα όποια επιμέρους μειονεκτήματα ενδεχομένως έχει η Συμφωνία. Ωστόσο, το δημοψήφισμα δημιουργεί προβληματισμό για το κατά πόσον αυτό ισχύει.
Η άρνηση της συντριπτικής πλειοψηφίας του σλαβομακεδονικού στοιχείου να προσέλθει στις κάλπες αποδεικνύει ότι η ταύτιση αυτού του πληθυσμού με το ιδεολόγημα του «μακεδονισμού» είναι πολύ βαθύτερη από όσο πολλοί (θέλουν να) πιστεύουν. Η Συμφωνία ικανοποιεί τα περισσότερα από τα βασικά αιτήματα των Σλαβομακεδόνων. Τους δίνει τη «μακεδονική» γλώσσα και τη «μακεδονική» ιθαγένεια, στοιχεία που, συνδυαζόμενα μεταξύ τους, πρακτικά ισοδυναμούν με την έμμεση περιγραφή της ύπαρξης «μακεδονικής» εθνότητας. Σε αντιστάθμισμα, θα πρέπει να δεχθούν την προσθήκη ενός γεωγραφικού προσδιορισμού (Βόρεια) στο συνταγματικό όνομα του κράτους τους, λαμβάνοντας επιπλέον ως αντάλλαγμα την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η απόρριψη ενός τόσο ελκυστικού πακέτου καταδεικνύει ότι η Συμφωνία δεν αποκλείεται τελικά να ενισχύσει, παρά να κατασιγάσει τον σλαβομακεδονικό εθνικισμό.
Επιπλέον, οι προβλέψεις που ήθελαν τους Αλβανούς της ΠΓΔΜ να ψηφίζουν μαζικότατα υπέρ της Συμφωνίας δεν επαληθεύτηκαν. Οι Αλβανοί, οι οποίοι αποτελούν το 25-30% του συνολικού πληθυσμού της γειτονικής χώρας, απείχαν σχεδόν εξίσου με τους Σλαβομακεδόνες από το δημοψήφισμα. Με δεδομένο ότι ούτε το όνομα του κράτους, ούτε οι όροι περί γλώσσας και ιθαγένειας απασχολούν ιδιαίτερα τους Αλβανούς της ΠΓΔΜ, η αποχή τους θα πρέπει να αναζητηθεί σε άλλες αιτίες. Όσοι υποστήριζαν ότι οι Αλβανοί θα υπερψήφιζαν τη Συμφωνία, υπέθεταν ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε επειδή θα θέλγονταν από την υπόσχεση άμεσης ένταξης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και μακροπρόθεσμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι, ωστόσο, πολύ πιθανό ότι ακριβώς αυτή η προοπτική είναι που τελικά εξηγεί την αλβανική αποχή. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ θα μειώσει τις πιθανότητες διάλυσης και εδαφικού ακρωτηριασμού της ΠΓΔΜ, μέσω της δημιουργίας ενός είδους δεύτερου Κοσσόβου στις περιοχές όπου το αλβανικό στοιχείο πλειοψηφεί συντριπτικά. Οι οπαδοί της απόσχισης αυτών των περιοχών είχαν κάθε λόγο να μποϋκοτάρουν το δημοψήφισμα, το οποίο προσλάμβαναν ως κίνδυνο για την εκπλήρωση των αλυτρωτικών τους επιδιώξεων. Η Συμφωνία ανέδειξε τα εθνικιστικά αντανακλαστικά των Αλβανών της ΠΓΔΜ, όπως αντίστοιχα, αν και για διαφορετικούς λόγους, ισχύει για την περίπτωση των Σλαβομακεδόνων.
Φαίνεται ότι ο κ. Ζάεφ καταβάλλει τώρα κάθε είδους προσπάθεια, φανερή και παρασκηνιακή, ώστε να εξασφαλίσει την απαραίτητη, βάσει της Συμφωνίας, αναθεώρηση του Συντάγματος της ΠΓΔΜ. Σε αυτή την προσπάθεια έχει ενεργούς συμπαραστάτες όλους τους παράγοντες του δυτικού κόσμου. Εάν πετύχει, δίχως να έχουν μεσολαβήσει βουλευτικές εκλογές, θα έχει προχωρήσει σε μια συνταγματική αναθεώρηση, η οποία θα είναι πολύ αμφίβολο εάν έχει την έγκριση της πλειοψηφίας των πολιτών της ΠΓΔΜ. Πόσο ευοίωνο, όμως, θα είναι κάτι τέτοιο για την ομαλή εφαρμογή της Συμφωνίας και κατ’ επέκταση για τη σταθερότητα στις σχέσεις Αθήνας-Σκοπίων, αλλά και ευρύτερα στα Βαλκάνια, ιδίως εάν συνυπολογιστούν οι υπόνοιες που μοιραία θα διατυπωθούν για τα –θεμιτά και αθέμιτα– μέσα που θα έχουν χρησιμοποιηθεί προκειμένου να εξασφαλιστούν οι ψήφοι βουλευτών της αντιπολίτευσης; Ίσως, τελικά, η Συμφωνία των Πρεσπών έχει και άλλα να μας αποκαλύψει στο δρόμο για την προσπάθεια εφαρμογής της.