Το ότι η υιοθέτηση της Συμφωνίας των Πρεσπών (ΣτΠ) από τη Βόρεια Μακεδονία δεν θα σήμαινε και αυτομάτως πράξη ανοίγματος της ενταξιακής διαδικασίας στην ΕΕ ήταν σαφές. Πρόκειται για μια διαφορετική διαδικασία στο πλαίσιο της ΕΕ.
Το ότι η μετονομασία της γείτονος χώρας, όπερ συνέβη με την θέση σε ισχύ της ΣτΠ, ήταν το προαπαιτούμενο για οποιαδήποτε ένταξη τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην ΕΕ είναι επίσης αναμφισβήτητο.
Το ότι οι δυτικές χώρες όταν εμπλέκονταν στη διαδικασία διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας υπόσχονταν ότι θα προσέφεραν στα νέα κράτη την προστασία και τα οφέλη από την ένταξη στους ευωρατλαντικούς θεσμούς είναι ωσαύτως αναμφισβήτητο.
Όσα κράτη από την Βαλκανική κατάφεραν να ενταχθούν το 2004 άφησαν και τις πρώτες διδαχές ότι η διεύρυνση ιδίως προς ανατολάς πρέπει να μην γίνεται με σπουδή πριν οι νέες χώρες έχουν επιτύχει το επίπεδο που επιβάλλουν τα αυστηρά κριτήρια της Ένωσης.
Η Αλβανία έχει περισσότερα ενδογενή – παθολογικά αίτια ως προς την εφαρμογή των θεσμών και την πάταξη της ενδημικής διαφθοράς. Ομοίως η Ελλάδα έχει θέσει προαπαιτούμενα όσον αφορά στην προστασία της ομογενούς μειονότητας και την βελτίωση του μειονοτικού νόμου.
Η Βόρεια Μακεδονία, όπως μετονομάσθηκε με τη ΣτΠ, αποτελεί μια διαφορετική περίπτωση. Πρόκειται για μια χώρα που συνεργάστηκε σε ένα πλαίσιο ευνοϊκής συγκυρίας, αφού η κυβέρνηση Ζάεφ υπό το πρίσμα της συμφωνίας προσανατόλισε και προετοίμασε τη χώρα του για ένταξη στους ευρωατλαντικούς θεσμούς.
Το γαλλικό veto ήταν ένα τραγικό λάθος που συνέτριψε τα όνειρα για το άνοιγμα της ενταξιακής διαδικασίας στο οποίο η Βόρεια Μακεδονία στοιχημάτισε. Οι τριγμοί από την επώδυνη συνέπεια στο εσωτερικό της γείτονος έχουν οδηγήσει σε λάθος σκέψεις και αντιδράσεις. Η πρώτη θυμωμένη δήλωση του Ζάεφ ότι η μη έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων σημαίνει πάγωμα μέρους του erga omnes διαθλάται στην ελληνική πολιτική σκηνή με έντονες αμφισβητήσεις όσον αφορά στην ισχύ και εφαρμογή του erga omnes από την πλευρά της αντισυμβαλλόμενης Βόρειας Μακεδονίας.
Τι είναι αυτό που επηρεάζει η μη έναρξη της ενταξιακής διαδικασίας; Στο άρθρο 1 παράγραφος 10 της συμφωνίας υπάρχει πρόβλεψη σχετικά με την αλλαγή των υφισταμένων, κατά την έναρξη ισχύος της, υπηρεσιακών εγγράφων. Στο εδάφιο (β) της ίδιας παραγράφου ειδικότερα προβλέπεται η «πολιτική» μεταβατική περίοδος για τα έγραφα εσωτερικής χρήσης τα οποία θα προσαρμοστούν στη νέα ονομασία σε κάθε άνοιγμα κεφαλαίου στο οποίο εμπίπτουν τα αντίστοιχα έγγραφα και θα εξετάζεται η εφαρμογή από την ΕΕ. Πρόκειται για έγγραφα που έχουν εκδοθεί και υφίστανται πριν από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας. Δεν υπάρχει κάποια άλλη διάταξη που να συνδέεται με την ευρωπαϊκή ενταξιακή διαδικασία. Τα νέα έγγραφα, που εκδίδονται μετά από την ισχύ της συμφωνίας, εμπίπτουν στην διάταξη της παραγράφου 9 του άρθρου 1 που θα ακολουθούν την νέα ονομασία, διότι υποχρεώνεται η αντισυμβαλλόμενη Βόρεια Μακεδονία, να έχει προβεί στα απαραίτητα διοικητικά μέτρα για να χρησιμοποιούν οι Αρχές τη νέα ονομασία από της ενάρξεως ισχύος της συμφωνίας. Είναι σαφής ο διαχωρισμός και η δέσμευση εφαρμογής.
Η έναρξη ισχύος και εφαρμογή της συμφωνίας δεν τέθηκε υπό κανένα όρο ούτε αίρεση της έναρξης ενταξιακής διαδικασίας. Κείμενο από το οποίο απορρέουν οι όροι είναι μόνο η συμφωνία. Και η ερμηνεία, σύμφωνα με το δίκαιο των συνθηκών, γίνεται επί τη βάσει της συνήθους έννοιας των γραπτών όρων της συμφωνίας, γίνεται με καλή πίστη και πάντοτε υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της συμφωνίας, που εν προκειμένω είναι η erga omnes εφαρμογή της επίλυσης του ονοματολογικού. Όπου η συμφωνία ορίζει την εμβέλεια του erga omnes το διατυπώνει expressis verbis. Με αποκορύφωμα τις συνταγματικές αλλαγές που είναι προϋπόθεση της erga omnes εφαρμογής και στο εσωτερικό.
Το να είναι η ΕΕ ένα ισχυρό πολιτικό κίνητρο για τη γείτονα χώρα για να πείσει το κοινό της προς τη θετική αποδοχή της συμφωνίας δεν μεταβάλλει τους όρους της συμφωνίας. Μπορεί να δικαιολογεί την ανάγκη στο εσωτερικό αλλά δεν μπορεί να εγερθεί έναντι της αντισυμβαλλόμενής της, τής Ελλάδας, η οποία προσδοκά μια καλή τη πίστει εφαρμογή και όχι με όρους που δεν διατυπώνονται στη συμφωνία. Εξάλλου από καμία διάταξη δεν προκύπτει ότι η ισχύς και η εφαρμογή της ΣτΠ εξαρτάται από την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Ως προς το erga omnes η συμφωνία, πέρα από τη μεταβατική διάταξη του εδαφίου (β) της παρ. 10 του άρθρου 1, δεν αφήνει περιθώρια μη εφαρμογής ούτε εξαιρέσεις.
Η Ελλάδα πρέπει να εκφράσει με σαφήνεια την ερμηνεία αυτή και να παρακολουθεί ανελλιπώς την εφαρμογή του erga omnes, όπως διατυπώνεται στη συμφωνία, και να διαμαρτύρεται σε περιπτώσεις μη εφαρμογής. Εξάλλου από κάθε πλευρά έχει δηλωθεί αυτό που η Σύμβαση του 1969 για το Δίκαιο των Συνθηκών στο άρθρο 26 ορίζει υπό τον τίτλο pacta sunt servanda: Κάθε συμφωνία σε ισχύ δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη και πρέπει να τηρείται από τα μέρη με καλή πίστη.
Η μη τήρηση συνεπάγεται παραβίαση και έγερση διεθνούς ευθύνης. Η ενταξιακή διαδικασία προεξοφλούσε ένα μέτρο παρακολούθησης υπό την οπτική του veto. Πέραν αυτού, όμως, η Ελλάδα διατηρεί το δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί για κάθε παραβίαση και να ζητήσει την διακοπή της παραβίασης και την άμεση εφαρμογή της συμφωνίας. Διαφορετικά, αν δεν υπάρξει συμμόρφωση τότε η λήψη αντιμέτρων είναι ένα σοβαρό μέτρο με σκοπό την αποκατάσταση. Εφόσον δε υπάρξει διαφορά ως προς την ερμηνεία προβλέπεται στο άρθρο 19 της συμφωνίας η δυνατότητα προσφυγής στην προβλεπόμενη διαδικασία διευθέτησης των διαφορών.