Το 1944 υπογράφηκε στο Σικάγο, η περίφημη σύμβαση για τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία. Η σύμβαση περιλάμβανε ανάμεσα σε πολλά και συγκεκριμένους κανόνες που αφορούν στην ασφάλεια των αεροσκαφών. Από πολλούς θεωρείται ένα υπόδειγμα πανανθρώπινης συνεργασίας και προσπάθειας, όπου όλα τα συνεργαζόμενα μέλη, μέσα από την καταγραφή αστοχιών, παραλήψεων, δυστυχώς ατυχημάτων, αλλά και προσεκτικής μελέτης κινδύνων και στρατηγικών συστηματικής μείωσής τους, κατάφεραν να καταστήσουν σήμερα το αεροπλάνο ως το πλέον ασφαλές μέσο μεταφοράς.
Ο κίνδυνος, ως η πιθανότητα εκδήλωσης ενός αρνητικού γεγονότος είναι ένα αδιάσπαστο κομμάτι της ζωής μας και στατιστικά δεν μπορεί ποτέ να είναι μηδέν. Όμως τα σύγχρονα συστήματα διασφάλισης ποιότητας και ελέγχου της ασφάλειας στοχεύουν στον υπολογισμό, μελέτη και καταγραφή του κινδύνου, ώστε μέσα από διαδικασίες συνεχούς βελτίωσης να μπορεί να επιτυγχάνεται η μείωση της πιθανότητας εκδήλωσης του, ή ακόμα κατά περίπτωση και η απαλοιφή του.
Δυστυχώς πολλές φορές είναι αλήθεια πως ένα τέτοιο σύστημα ενεργοποιείται και κατόπιν δυστυχημάτων, όμως ως σύστημα σπανίως επιτρέπει τη θανατηφόρα εκδήλωση του ίδιου κινδύνου, ή τουλάχιστον έχει προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να τον μειώσει σε επίπεδα στατιστικώς αποδεκτά. Σε κάθε περίπτωση η εκδήλωση κινδύνου που απομένει κατόπιν αυτών των διαδικασιών, δεν είναι παρά ένα δυστυχώς αναπόφευκτο στατιστικά γεγονός, η αβεβαιότητα που διέπει τις ζωές όλων μας.
Στο πρόσφατο σιδηροδρομικό δυστύχημα όμως, ουδεμία σχέση υφίσταται ανάμεσα στην «στατιστικά αναπόφευκτη» εκδήλωση του κινδύνου και στην εθνική τραγωδία που εκτυλίχθηκε. Εδώ δεν πρόκειται για ένα απίθανο ενδεχόμενο που «ξέφυγε» από τις υπάρχουσες δικλείδες ασφαλείας, αλλά για έναν υψηλά σοβαρό κίνδυνο που συστηματικά ήταν ενεργός και αφορούσε σε παραλείψεις, κατά συρροή αστοχίες, ανενεργά συστήματα ασφαλείας και γενικότερα την παντελή έλλειψη ενός συμπαγούς συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας των επιβατών. Οι συνθήκες αυτές επιπλέον δημιουργούν και πρόσφορο έδαφος για κάθε μορφής ανθρώπινο λάθος. Συνεπώς οποιαδήποτε συζήτηση για βελτίωση εκ των υστέρων έστω ακόμα και απλών αστοχιών, υπό αυτές τις συνθήκες είναι παντελώς ανώριμη και άκαιρη.
Δεδομένου αυτού ο όποιος ισχυρισμός για «θυσίες» που θα βοηθήσουν στην βελτίωση, στερείται φυσικά παντελούς ενσυναίσθησης και πρέπει να κρίνεται ως απολύτως απαράδεκτος, ειδικά τη χρονική στιγμή που εκφράζεται, όταν δηλαδή μια χώρα και οικογένειες αποχαιρετούν τους νεκρούς τους, αλλά κυρίως στερείται και κάθε λογικής προσέγγισης του ζητήματος. Ένας τέτοιος ισχυρισμός αξίζει ίσως μόνο για να μας υπενθυμίσει το ρητό του Δημόκριτου: «Νηπίοισιν ου λόγος, αλλά ξυμφορή γίνεται διδάσκαλος» (για τους ανόητους, δάσκαλος δεν είναι η λογική αλλά η συμφορά).
Το ερώτημα σκληρό, αλλά πραγματικό και κάθε άλλο παρά ρητορικό. Θέλουμε να είμαστε ένα έθνος ανοήτων που μαθαίνουμε μόνο με επώδυνο τρόπο, όταν εκδηλώνονται θανατηφόροι κίνδυνοι στους οποίους εκθέτουμε τους εαυτούς μας συστηματικά και προβαίνουμε σε ενέργειες εξάλειψης τους μόνο όταν πραγματοποιηθούν; Ή ένα κράτος σύγχρονο, όπου παραδειγματιζόμαστε από τις διεθνείς πρακτικές και με συστήματα και διαδικασίες βελτίωσης εγγυόμαστε την καλύτερη δυνατή ασφάλειά μας; Αν επιθυμούμε το δεύτερο τότε ο δρόμος είναι μακρύς και η προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί μεγάλη.