Η σύναψη Συμμαχίας μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας εξέπληξε τελικώς μόνον όσους δεν έχουν τηn αίσθηση της ευρύτερης γεωπολιτικής και ιστορικής διάστασης των πραγμάτων. Διότι οι πραγματικές αντιθέσεις και εξελίξεις στην περιοχή οδηγούσαν όλο και πιο πολύ σε μια τέτοια εξέλιξη.
Τον πρωταρχικό ρόλο έπαιξε η επεκτατική φρενίτιδα της Τουρκίας.
Ιδιαίτερα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, o Ερντογάν «ξέφυγε» προς όλες τις κατευθύνσεις: Με τη συμμαχία με τη Ρωσία έβαλε πόδι στη Συρία και το Ιράκ εναντίον των Κούρδων, ενώ βομβάρδισε τον Κουρδικό λαό ακόμη και επί τουρκικού εδάφους, ένα φρικτό έγκλημα πολέμου που δεν συζητήθηκε καθόλου. Επεκτάθηκε στην Λιβύη, προχώρησε προς το Αζερμπαϊτζάν και την Κεντρική Ασία και αναπτύσσει το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας στη Μεσόγειο. Τούτο το τελευταίο τον φέρνει σε σύγκρουση όχι μόνο με την Ελλάδα και την Κύπρο αλλά και με την Αίγυπτο, ενώ επιτείνει τις εντάσεις με το Ισραήλ και με μεγάλο μέρος του Αραβικού κόσμου.
Δεύτερον, η Τουρκία παρεμβαίνει ακόμη και στην Αφρική, κάτι που ανησυχεί πολύ την Γαλλία. Από εκεί προκύπτουν οι αναφορές του Μακρόν στην κατάσταση στο Σαχέλ, (η περιοχή που βρίσκεται κάτω από τη Σαχάρα) περιοχή από όπου εκκινούν και διακινούνται μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα και δρουν ισλαμιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις και κατ’ εξοχήν το Ισλαμικό κράτος. Και η Γαλλία έχει αναλάβει να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά με τους ισλαμιστές της περιοχής, όταν όλοι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι σφυρίζουν αδιάφορα.
Τρίτον και ίσως σημαντικότερο, οι Ηνωμένες Πολιτείες, με αφετηρία την πολιτική Τραμπ για σταδιακή αποχώρηση από την περιοχή, επιταχύνουν δραματικά αυτή την πορεία αποδέσμευσης με τον Μπάιντεν και τη συμφωνία με τη Μεγάλη Βρετανία και την Αυστραλία. Αν αυτό συνδυαστεί Α) με το BREXIT, δηλαδή με τη διαπίστωση ότι το Λονδίνο δεν είναι πια κομμάτι του ευρωπαϊκού σχεδίου, β) με την εγκατάλειψη των συμμάχων από τις ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, και γ) με την εμβαθυνόμενη συνεργασία Άγκυρας- Μόσχας, έχουμε ένα νέο, εντελώς διαφορετικό τοπίο.
Η τάση συγκρότησης ενός υπό διαμόρφωση ευρασιατικού πόλου, ειδικά μετά την πτώση του Αφγανιστάν, δημιουργεί εκ των πραγμάτων μία αντισυσπείρωση της Ελλάδας με τις υπόλοιπες χώρες της περιοχής και κυρίως με την Γαλλία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Γαλλία αντιλαμβάνεται ότι είναι υποχρεωμένη να αντισταθεί κατά τις ερχόμενες δεκαετίες στον εργαλειοποιημένο Ισλαμισμό, που μεταβάλει την μουσουλμανική θρησκεία σε επιθετική πολιτική ιδεολογία και τον οποίο χρησιμοποιεί ο Ερντογάν. Γι’ αυτό εξάλλου τρέφει και προβάλει τα όνειρα μιας Τουρκία «μεγάλης δύναμης» ex aequo με την Ρωσία ή ακόμα και με τις ΗΠΑ ως ο πολιτικός εκπρόσωπος ενάμιση εκατομμυρίου μουσουλμάνων .
Η Ελλάδα, από την άλλη, απειλείται τηρουμένων των αναλογιών από μια επανάληψη του «χίλια τετρακόσια πενήντα τρία», απέναντι σε ένα καινούργιο ισλαμο-μωαμεθανικό κύμα. Η τότε Δύση, ήταν μια επιθετική δύναμη στις απαρχές της παγκόσμιας επέκτασής της και εγκατέλειψε τους Έλληνες στη μοίρα τους, αφού πρώτα τους είχε η ίδια αποσυνθέσει το 1204.
Τώρα η Ελλάδα είναι πάλι σε μια περίοδο υποχώρησης εξαιτίας των μνημονίων της κ. Μέρκελ, η οποία σημειωτέον επέμενε στον μηδενισμό των αμυντικών δαπανών της Ελλάδας,· όμως η Ευρώπη δεν βρίσκεται σε περίοδο επέκτασης αλλά αντίθετα σε άμυνα και συρρίκνωση.
Αυτό την υποχρεώνει να αντιμετωπίσει σε βάθος χρόνου την τουρκική επιθετικότητα και χρειάζεται οπωσδήποτε την Ελλάδα την οποία δεν μπορεί να εγκαταλείψει αμαχητί βορά στις νεοθωμανικες ορέξεις. Διότι από την Ελλάδα και την Κύπρο περνάει η ίδια η στρατιωτικοπολιτική διαμόρφωση της Ευρώπης.
Πρώτη το αντελήφθη αυτό η Γαλλία. Η Γαλλία, έχοντας πικρή πείρα από τον δήθεν πολυπολιτισμό, την αθρόα μουσουλμανική μετανάστευση και τη δημιουργία χωριστικών ισλαμιστικών θυλάκων στο έδαφός της, είναι η μόνη χώρα όπου πλέον ένα μεγάλο μέρος των διανοουμένων και του πολιτικού συστήματος αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο.
Ας μην ξεχνάμε ότι το κόμμα της κ. Λεπέν, με γνωστές ακροδεξιές καταβολές, έχει εξελιχθεί σε ένα συστημικό δεξιό κόμμα και διεκδικεί την εξουσία, ενώ και ο πρόεδρος Μακρόν προσαρμόστηκε στη νέα πραγματικότητα. Αν προστεθεί και το Ρεπουμπλικανικό κόμμα της παλαιάς δεξιάς (από το οποίο προέρχονταν όλοι οι παλιότεροι πρόεδροι εκτός Μιτεράν και Ολάντ), εν τέλει το 60-70% του πολιτικού συστήματος έχει θέσει την αναχαίτιση της ισλαμιστικής υπονόμευσης ως πρώτη προτεραιότητα.
Η Γαλλία συναντά λοιπόν τα δύο ελληνικά κράτη, την Ελλάδα και την Κύπρο, που αντιστέκονται στην τουρκική επέκταση που τις απειλεί με εκμηδένιση. Στις αντιπαραθέσεις με την Τουρκία το 2020, η Γαλλία πήρε ισχυρή θέση υπέρ της Ελλάδας, με την κάθοδο του στόλου σε Αιγαίο και Κύπρο.
Και αυτό διότι κατάλαβε ότι στην Ελλάδα διακυβεύεται η ίδια η ενότητα της Ευρώπης. Αν η Ελλάδα υποκύψει, θα ακολουθήσουν όλα τα Βαλκάνια και η Ευρώπη θα μείνει γεωπολιτικά ανάπηρη. Η Ευρώπη κτίστηκε γύρω από την Μεσόγειο και τις οδούς της, δεν μπορεί να επιβιώσει δίχως αυτήν – πόσο μάλλον που, έστω προσωρινά, η ατλαντική πτέρυγα έχει αδρανοποιηθεό.
Η Ελλάδα δεν είναι απλά αγοραστής φρεγατών, υπάρχει βάθος κοινών στρατηγικών συμφερόντων. Τούτη η σύμπτωση έχει εξαιρετικό ιστορικό βάθος τουλάχιστον δύο αιώνων. Παρότι ο βασιλιάς Φραγκίσκος ο Α΄ είχε πραγματοποιήσει μια μεγάλη συμμαχία με τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή απέναντι στην Ισπανία και τη Βενετία και η Γαλλία μέχρι τουλάχιστον τον Ναπολέοντα παρέμενε σε φιλοτουρκική κατεύθυνση στη συνέχεια επί δύο αιώνες τα πράγματα αντιδστράφηκαν. Κάτω από την πίεση του φιλελληνισμού θα ακολουθήσει η ναυμαχία στο Ναβαρίνο και η εκστρατεία του στρατηγού Μαιζόν στο Μοριά το 1828· στενή ήταν η συνεργασία της Γαλλίας με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, η οποία κατέρρευσε μόνο με την εκλογική του ήττα του 1920· συμπαράταξη με τον Ντε γκολ το 1963· με τον Ζισκάρ ντ Εσταίν το 1974· με τον Μιτεράν εν συνεχεία ακόμα και τον Ολάντ που απέτρεψε την εκδίωξη της Ελλάδας από την ευρωζώνη από τους Μερκελ-Σόιμπλε. Ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση η Γαλλία έχει σταθεί ο σημαντικότερος υποστηρικτής της Ελλάδας.
Και ως από μηχανής Θεός το πλήγμα που δέχθηκε η Γαλλία από τη συμφωνία AUKUS και την ακύρωση της παραγγελίας των υποβρυχίων άνοιξε τον δρόμο για την εμβάθυνση της συμμαχίας με την Ελλάδα, την οποία ως τότε εμπόδιζαν οι ΗΠΑ.
Οι μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί, όπως η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, υποβαθμίζονται χάριν διμερών και τριμερών σχημάτων, τα οποία ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες ανάγκες. Η Ελλάδα και η Γαλλία πρωτοπορούν στην ανάπτυξη ενός αμυντικού πυλώνα της Ευρώπης. Παρακάμπτοντας την ασυνεννοησία και τα διαφορετικά συμφέροντα 27 χωρών, ο πυλώνας αυτός συγκροτείται αυτόνομα από τα κράτη που επιθυμούν να; τον συναποτελέσουν. Ελπίζουμε να ακολουθήσουν κι άλλες χώρες, ειδικά από τη Μεσόγειο, για να ολοκληρωθεί η θωράκιση της Ελλάδας και ειδικά της εξαιρετικά ευάλωτης Κύπρου.
Η συνεννόηση δε αυτή δεν περιορίζεται στα κράτη μέλη της ΕΕ, αλλά και σε χώρες όπως η Αίγυπτος, τα ΗΑΕ κ.α. Και οι δύο αυτές χώρες, άλλωστε, έχουν σχέσεις με τη Γαλλία και τεράστιο αριθμό μαχητικών Rafale – ήταν τα Rafale των Εμιράτων που εξαέρωσαν την Τουρκική βάση στην Λιβύη.
*****
Όλα αυτά τα χρόνια, με την διάλυση της αμυντικής βιομηχανίας και την επιβολή της συρρίκνωσης των αμυντικών δαπανών από τα Μνημόνιο, το στρατιωτικό χάσμα Ελλάδας-Τουρκίας διευρύνθηκε. Η Ελλάδα έχασε το 25% του ΑΕΠ και το 60% των Αμυντικών δαπανών της ενώ η Τουρκία κέρδισε 40% την ίδια περίοδο. Συναφώς η Ελλάδα χρειάζεται μια μεταβατική περίοδο οικονομικής και στρατιωτικής ανασυγκρότησης.
Δηλαδή μέχρι την παραλαβή των φρεγατών το 2025, η Ελλάδα χρειάζεται μία ενδιάμεση κάλυψη, με την ενίσχυση των ΕΔ και την σύμπηξη αμυντικών συμμαχιών. Αν περάσει αυτή η περίοδος, η Ελλάδα θα αποκτήσει μια αποτρεπτική ισχύ απέναντι στην τουρκική απειλή σε ναυτικά και αεροπορικά μέσα, τουλάχιστον.
Γι’ αυτό θα ήταν ήταν ευχής έργον η αμυντική εξασφάλιση εκ μέρους της Γαλλίας να μεταφραστεί τουλάχιστον μέχρι την ολοκλήρωση των εξοπλιστικών προγραμμάτων σε μόνιμη στρατιωτική παρουσία της.
Ακριβώς αυτή η μεταβατική περίοδος είναι το τελευταίο παράθυρο ευκαιρίας της Τουρκίας, που μπορεί να την βάλει σε πειρασμό. Η Τουρκία έχασε ίσως την «μεγάλη της ευκαιρία» το καλοκαίρι του 2020, με την ευνοϊκή γι’ αυτήν συγκυρία του κορωνοϊού, την οποία και εκμεταλλεύτηκε απροκάλυπτα, όπως στη Συρία τη Λιβύη και αλλού – την ίδια στιγμή που επί παραδείγματι το γαλλικό αεροπλανοφόρο Σαρλ ντε Γκωλ είχε εγκαταλείψει την Ανατολική Μεσόγειο καθώς σχεδόν όλο το πλήρωμά του είχε ασθενήσει από την πανδημία.
Επειδή όμως συνάντησε, στον Έβρο και την Ανατολική Μεσόγειο μία απροσδόκητη ελληνική αποφασιστικότητα, και τη σύμπηξη συμμαχιών με τις χώρες της περιοχής και τη Γαλλία αλλά και τις πιέσεις του Αμερικανού ΥΠΕΞ Πομπέο, δεν αποτόλμησε το βήμα. Τώρα, και δη ύστερα από τη συμφωνία, η Τουρκία βρίσκεται σε πολύ πιο δύσκολη θέση.
Πράγματι την τελευταία περίοδο η Τουρκία προσπαθούσε να ακολουθήσει μία πολιτική επαναπροσέγγισης με τις ΗΠΑ, για να οδηγηθούν αυτές και πάλι σε μια στάση Ποντίου Πιλάτου για τα ελληνοτουρκικά.
Ωστόσο η όντως ιστορική συμφωνία Γαλλίας-Ελλάδας αναπόφευκτα θα παροξύνει την αντίθεση της Τουρκίας με τη Δύση, μια και η συμμαχία των δύο χωρών αφορά κατ’ εξοχήν την τουρκική επιθετικότητα και θα υποχρεώσει και τις ΗΠΑ σε κάποια περισσότερο ξεκάθαρη θέση έναντι της Ελλάδας ακόμα και στην υπό συζήτηση αμυντική συμφωνία των δύο χωρών που θα συνομολογηθεί σε δεκαπέντε ημέρες.
Τελικώς η πραγματικότητα των μεγάλων πολιτισμικών και γεωπολιτικών τεκτονικών πλακών υπερβαίνει πάντοτε τις θελήσεις των κυβερνήσεων. Αυτό σε τελική ανάλυση αποτελεί και την πανουργία της ιστορίας. Ακόμα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, με τη γνωστή πολιτική των ίσων αποστάσεων, δεν θα μπορούν να καλύπτουν εσαεί τον Ερντογάν.