Η Σύμβαση Περί Ειρήνης των Αθηνών, της 1/14 Νοεμβρίου 1913 {1}, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχει μείνει γνωστή ως Συνθήκη των Αθηνών. Ήταν η τρίτη Συνθήκη Ειρήνης, στην οποία, όμως, συμμετείχαν τα δύο από τα εμπόλεμα μέρη στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους. Η Σύμβαση αποτελείται από Προοίμιο και 16 Άρθρα, 3 Πρωτόκολλα και 1 Δήλωση. Όλα τα κείμενα δημοσιεύονταν σε ελληνική μετάφραση και επαναλαμβάνονταν στη γαλλική, η οποία, τότε ακόμα, ήταν η επίσημη γλώσσα της διπλωματίας. Δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, με ημερομηνία 14 Νοεμβρίου 1913, όπου προηγείτο ο νόμος ΔΣΙΓ, υπ. αριθ. 4213, με το μοναδικό άρθρο του οποίου ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και η Βουλή των Ελλήνων αποφάσιζαν και διέτασσαν όπως η Σύμβαση Περί Ειρήνης και τα παραρτήματά της «έχει πλήρη και νόμιμον από της ημέρας της υπογραφής της ισχύν». Άξιο προσοχής είναι πως, μετά τα προαναφερθέντα κείμενα, ακολουθούσε το κείμενο της Συνθήκης Ειρήνης του Λονδίνου, της 17/30 Μαΐου 1913. Η δημοσίευση αυτή συνιστούσε και την επικύρωση της συγκεκριμένης Συνθήκης Ειρήνης. Αξιοπρόσεκτο είναι το ότι, βάσει της Σύμβασης των Αθηνών, επαναλαμβάνονταν οι διπλωματικές και προξενικές σχέσεις των δύο συμβαλλομένων μερών, οι οποίες είχαν παύσει υφιστάμενες, λόγω της εμπλοκής τους στους Βαλκανικούς πολέμους.
Ο λόγος της υπογραφής της Σύμβασης Περί Ειρήνης των Αθηνών εξηγείται στο άρθρο 15 αυτής, βάσει του οποίου Ελλάδα και Τουρκία υπόσχονταν αμοιβαίως πως θα τηρήσουν τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου, η οποία δεν είχε επικυρωθεί λόγω της εμπλοκής των πρώην Βαλκάνιων συμμάχων στη δίνη του αδελφοκτόνου Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, ο οποίος ξέσπασε ένα μήνα μετά τον ειρηνικό διακανονισμό του Μαΐου 1913. Έτσι, το ζήτημα της υπογραφής οριστικής Συμβάσεως Ειρήνης, ανάμεσα στα δύο κράτη, βάσει της οποίας θα ρυθμίζονταν επί μέρους θέματα, όπως αιχμαλώτων πολέμου, δικαστικής δικαιοδοσίας, εθνικότητας, εμπορίου κ.ά., παρέμεινε εκκρεμές. Το επίμαχο άρθρο, 15, ανέφερε κατά λέξη τα ακόλουθα «Τα δύο Υψηλά συμβαλλόμενα Μέρη υποχρεούνται να τηρήσωσι τας αφορώσας εις Αυτά διατάξεις της εν Λονδίνω Συνθήκης της 30ής Μαΐου 1913, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων του άρθρου 5 της ρηθείσης Συνθήκης».
Επρόκειτο για το άρθρο, βάσει του οποίου η Τουρκία και τα Σύμμαχα Βαλκανικά κράτη «εμπιστεύονταν […] τη φροντίδα του καθορισμού της τύχης όλων των οθωμανικών νησιών της Θάλασσας του Αιγαίου, εξαιρουμένων της Κρήτης και της Χερσονήσου του Άθω», στις Μεγάλες Δυνάμεις. Η Σύμβαση, επομένως, των Αθηνών άφηνε σε εκκρεμότητα το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου Πελάγους. Ή, όπως υποστηρίζει ο Richard Hall, «Το ζήτημα των νησιών παρέμενε ανοιχτό με τη Συνθήκη των Αθηνών».
Ούτε η επιδοθείσα στην Ελλάδα, μετά από τρεις μήνες, γνωστή Διακοίνωση των Δυνάμεων, της 1ης/13ης Φεβρουαρίου 1914, βάσει της οποίας εξαρτούσαν το θέμα των νησιών από την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από τη Βόρειο Ήπειρο, έλυνε το πρόβλημα. Διότι, ναι μεν οι έξι Δυνάμεις, μνημονεύοντας, στην αρχή της Διακοίνωσης, το άρθρο 5 της Ειρήνης του Μαΐου, του 1913 και το άρθρο 15 της Σύμβασης των Αθηνών, του Νοεμβρίου 1913, δήλωναν την απόφασή τους να παραχωρήσουν τα νησιά στην Ελλάδα, η οποία τα κατείχε, ήδη, de facto, αλλά η υλοποίηση εκείνης της απόφασης ετίθετο υπό αίρεση. Συγκεκριμένα, «Η οριστική απόδοση στην Ελλάδα των νησιών, που οι έξι Μεγάλες Δυνάμεις αποφασίζουν να θέσουν στη διάθεσή της, δεν θα καταστεί εκτελεστέα, παρά μόνο όταν τα ελληνικά στρατεύματα θα έχουν εκκενώσει τα εδάφη, που έχουν προσφερθεί στην Αλβανία, δυνάμει του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας με ημερομηνία 17 Δεκεμβρίου 1913 [συμπεριλαμβανομένης] της νήσου Σάσωνος, και όταν η ελληνική κυβέρνηση θα έχει δεσμευτεί τυπικώς στο να μην προβάλει καμία αντίσταση και να μην υποστηρίξει ούτε να ενθαρρύνει άμεσα ή έμμεσα καμία αντίσταση κανενός είδους στην εγκαθιδρυθείσα κατάσταση από τις Δυνάμεις στη νότιο Αλβανία».
Οι περιορισμοί, επομένως, αφορούσαν στην αποδοχή, εκ μέρους της Ελλάδας, των ελληνοαλβανικών συνόρων, όπως αυτά είχαν προσδιοριστεί με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας. Επιπροσθέτως, η Ελλάδα όφειλε να αποσύρει τα στρατεύματά της από περιοχές της Βορείου Ηπείρου, η εκκένωση των οποίων θα έπρεπε να ξεκινήσει την 1η Μαρτίου 1914 και να μην προβάλει καμία αντίσταση. Θεωρούμε, επομένως, πως η συγκρότηση προσωρινής κυβέρνησης, υπό τον Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο και τον Αλέξανδρο Καραπάνο, και η ανακήρυξη της Αυτόνομης Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου, την 1η και 2α Μαρτίου, φαινόταν να αποδυναμώνει τις όποιες δεσμεύσεις της τότε ελληνικής κυβέρνησης, ως προς την αποδοχή της Διακοίνωσης των Δυνάμεων. Αν η ελληνική κυριαρχία επί των νήσων ήταν αδιαμφισβήτητη, δεν θα απαιτείτο η συμπερίληψη του θέματος στην ατυχή Συνθήκη των Σεβρών, ούτε στις προπαρασκευαστικές διαπραγματεύσεις της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης και η ένταξή του στο άρθρο 12 της ομώνυμης Συνθήκης Ειρήνης, όπου αναφέρεται ρητώς η οριστική απόδοση των νησιών στην Ελλάδα. Η μαρτυρία του Michael Llewellyn Smith, σύμφωνα με την οποία η Τουρκία δεν απεδέχθη την απόφαση των Δυνάμεων, του Φεβρουαρίου 1914, ως προς τη Μυτιλήνη, τη Σάμο και τη Χίο, λόγω της στρατηγικής τους θέσης και της άμεσης γειτνίασής τους με τα μικρασιατικά παράλια, και ακόμα η θέση του πως η Ελλάδα κατείχε τα νησιά de facto και «η έκρηξη του Μεγάλου Πολέμου τακτοποίησε το εν λόγω θέμα προς όφελός της», αιτιολογούν την πιο πάνω θεώρηση.
Όπως ήταν αναμενόμενο, στην Ελλάδα, η υπογραφή της Σύμβασης Περί Ειρήνης των Αθηνών χαιρετίστηκε από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας με δοξολογία. Για την Τουρκία, η παρισινή, ημερήσια εφημερίδα, L’Humanité, της 16 Νοεμβρίου 1913, σημείωνε πως οι Νεότουρκοι εξέφραζαν έναν «σκεπτικισμό», ως προς το εάν η μόλις υπογραφείσα Συνθήκη θα επιδρούσε στη διατήρηση της ειρήνης. Το ζήτημα των νησιών δεν είχε διευθετηθεί. Η διάρκεια των καλών και φιλικών σχέσεων των δύο χωρών θα προέκυπτε ως επακόλουθο της στάσης, που θα τηρούσε η Ελλάδα απέναντι στους Μουσουλμάνους, αλλά και από τη στάση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απέναντι στους Έλληνες κατοίκους της. Πάντως, σύμπας ο Τύπος των Νεότουρκων θεωρούσε τη Συνθήκη Περί Ειρήνης των Αθηνών «ικανοποιητική».
Από τις Μεγάλες Δυνάμεις, άμεσα ενδιαφερόμενη για το νησιωτικό ήταν η Ιταλία, της οποίας η παραπλανητική πολιτική, που είχε υιοθετήσει και ακολουθούσε κατά γράμμα, αποτυπωνόταν στην εφημερίδα Messagero, της Ρώμης, όπου σε άρθρο αναφερόμενο στο εν λόγω ζήτημα, υποστηριζόταν πως η μόλις συνομολογηθείσα διεθνής πράξη θα διευκόλυνε στη διευθέτηση των εκκρεμών προβλημάτων και, ειδικότερα, εκείνου, που αφορούσε στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου. Ελλάδα και Ιταλία, έχοντας κοινά συμφέροντα, ήταν πλέον στον δρόμο της βελτίωσης των φιλικών τους σχέσεων και θα είχαν τη δυνατότητα να ζήσουν υπό καθεστώς καλής γειτονίας τόσο στην Αδριατική, όσο και στη Μεσόγειο. Είναι πασιφανέστατο πως η ιταλική κυβέρνηση προσπαθούσε να αποσυσχετίσει το θέμα της Δωδεκανήσου, την οποία κατείχε «προσωρινώς» από την άνοιξη του 1912, από το ζήτημα των υπολοίπων νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου.
Στον βαλκανικό χώρο, η αγαστή συνεργασία και σύμπνοια Ελλάδας και Ρουμανίας, που είχε εγκαθιδρυθεί στο Βουκουρέστι, υπογραμμίστηκε από τον Ρουμάνο βασιλιά, Κάρολο, ο οποίος αναφερόμενος στη σύναψη της Σύμβασης των Αθηνών, υποστήριξε πως, σε περίπτωση που Τουρκία και Βουλγαρία διενεργούσαν επίθεση εναντίον της Ελλάδας, θα είχαν να αντιμετωπίσουν τη ρουμανική επέμβαση.
Δεν χωρεί αμφιβολία πως η Σύμβαση Περί Ειρήνης των Αθηνών συνιστούσε μια επιπλέον επιτυχία στη διπλωματική πορεία του Έλληνα ηγέτη, του Ελευθερίου Βενιζέλου. Παρ’ όσα, όμως, ευαγγελιζόταν ο Έλληνας πρωθυπουργός την επαύριον της υπογραφής της, σύμφωνα με τα οποία Ελλάδα και Τουρκία «ουδέν πλέον έχουσι να μοιράσωσιν» και η ύπαρξη μουσουλμάνων στην Ελλάδα και Ελλήνων στην Τουρκία επέβαλε τη συνεργασία των δύο χωρών, η δε υπεράσπισή τους συνιστούσε σοβαρό λόγο «όπως αμφότερα τα Κράτη διατηρώσι σχέσεις οσημέραι καλλιτέρας», η πραγματικότητα αποδείχθηκε όλως διάφορη και, συνάμα, ιδιαιτέρως σκληρή. Τα απάνθρωπα σχέδια των Νεότουρκων άρχισαν να εφαρμόζονται από την Ανατολική Θράκη. Αποκαλυπτικό ήταν άρθρο του Π. Χαραλαμπίδη, το οποίο αναδεικνύει ο Κωνσταντίνος Φωτιάδης, μέσα από τις γραμμές του οποίου αναβιώνουν τα όσα άρχισαν να διαδραματίζονται εκεί αμέσως μετά την υπογραφή της οριστικής ελληνοτουρκικής Συνθήκης Ειρήνης. Συγκεκριμένα: «Καταδιωγμοί, δηώσεις, φυλακίσεις, απειλαί, ύβρεις […] απαγχονισμοί κατά των Ελλήνων της Θράκης καθ’ εκάστην λαμβάνουσι χώραν με κρούσματα σποραδικά και κατά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Συστηματικός πόλεμος εξοντώσεως εκηρύχθη κατά του Ελληνισμού εν Τουρκία από την υπογραφήν της ειρήνης, οι δε τας τύχας της Τουρκίας ιθύνοντες Νεότουρκοι άνευ σεβασμού προς την υπογραφείσαν ειρήνην, τρίβουσιν εκ χαράς τας χείρας κηρύττοντες μετά κυνικής αναιδείας […] ότι θα πατάξωσιν αμειλίκτως παν ό,τι ελληνικόν, διότι ο Ελληνισμός είνε ο θανάσιμος εχθρός των».
Όλη αυτή την εξόχως βίαιη κατάσταση βίωνε ο ελληνισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρότι, στις 10/23 Μαΐου 1914, λίγους μήνες πριν από το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπογράφηκε μια άλλη ελληνοτουρκική Συμφωνία, που αναφερόταν σε ανταλλαγή πληθυσμών, Ελλήνων και Μουσουλμάνων. Ας υπενθυμιστεί, όπως επισημαίνει ο Ladas, πως η Σύμβαση αυτή, όπως και η βουλγαρο-τουρκική, του Σεπτεμβρίου 1913, η οποία αναφερόταν σε ανταλλαγή πληθυσμών και μάλιστα σε ανταλλαγή των κατοίκων ολόκληρων χωριών, υπήρξε ο προάγγελος της Σύμβασης του Νεϊγύ, του Νοεμβρίου 1919 και της Συνθήκης του Ιανουαρίου 1923 για την υποχρεωτική ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών, με ορισμένες εξαιρέσεις, η οποία ενσωματώθηκε στη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης.
Η σημαντικότητα της Συνθήκης της Λωζάννης, της 24 Ιουλίου 1923, βάσει της οποίας αναγνωρίστηκε η de jure ελληνική κυριαρχία στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, συμπυκνώνεται στα όσα σημείωνε ο Γρηγόριος Δαφνής, τον Μάρτιο του 1965, «Η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης «δεν προκάλεσε ενθουσιασμόν […], αλλ’ επιφυλάξεις». Ωστόσο, συνέχιζε, «υπήρξεν η μόνη επιζήσασα εκ των συνθηκών ειρήνης, αι οποίαι έκλεισαν τον Α΄ Παγκόσμιον Πόλεμον». Και συνεχίζει, ακόμα και σήμερα, να συνιστά τον θεμέλιο λίθο των ελληνοτουρκικών σχέσεων παρά τις όποιες μεταβολές, που έχουν σημειωθεί στη μακρά πορεία της ισχύος της, σε ορισμένα, επί μέρους, συμβατικά κείμενά της, όπως για παράδειγμα η Σύμβαση περί της μεθορίου της Θράκης, της οποίας οι αποστρατικοποιημένες ζώνες στα σύνορα Ελλάδας-Βουλγαρίας-Τουρκίας καταργήθηκαν, βάσει της Συμφωνίας της Θεσσαλονίκης, του Ιουλίου 1938.
[1] Το κείμενο, εκτός από περιορισμένες παρεμβάσεις, συνιστά προδημοσίευση από το βιβλίο της συγγραφέως με τίτλο «Η ανάπλασις της ευρωπαϊκής Ανατολής». Βαλκανικοί Πόλεμοι και γαλλικός τύπος.