Η Συνθήκη Ειρήνη των Βερσαλλιών. Η πρώτη προσπάθεια επαναφοράς της ειρήνης

Η Συνθήκη Ειρήνη των Βερσαλλιών. Η πρώτη προσπάθεια επαναφοράς της ειρήνης
Bettmann via Getty Images

Η επιλογή της 28ης Ιουνίου 1919, ως ημέρα υπογραφής της Συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλλιών, δεν ήταν τυχαία. Έκλειναν πέντε, ακριβώς, χρόνια από τη διπλή δολοφονία, στο Σαράγιεβο της Βοσνίας, στις 28 Ιουνίου 1914, του αρχιδούκα του αυστροουγγρικού θρόνου, Φραγκίσκου-Φερδινάνδου και της συζύγου του, που στάθηκε και η αφορμή για την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών, η πρώτη και βασική Συνθήκη Ειρήνης, η οποία υπεγράφη ανάμεσα στους νικητές του Πολέμου και τη Γερμανία, επισφράγισε το τέλος του καταστροφικού Πολέμου, που είχε ξεκινήσει τον Αύγουστο του 1914· ταυτοχρόνως, όμως, έθεσε και τα θεμέλια για την οργάνωση της μεταπολεμικής ειρήνης, αφ’ ης στιγμής του συμβατικού κειμένου προτασσόταν το ιδρυτικό Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών, αποτελούμενο από 26 άρθρα, το οποίο ενσωματώθηκε και σε όλες τις άλλες Συνθήκες Ειρήνης, που ακολούθησαν και με τις οποίες οι νικήτριες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου Δυνάμεις επέβαλαν τους όρους τους στους ηττημένους.

Το κείμενο της Συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλλιών, όπως, βεβαίως και το ιδρυτικό Σύμφωνο της ΚτΕ, συνυπέγραφαν οι νικήτριες του πολέμου Δυνάμεις, η Γαλλία, η Βρετανία, η Αμερική, η Ιαπωνία, η Ιταλία, καθώς και οι μικρότερης εμβέλειας συμπράξασες με αυτές, στη διάρκειά του Μεγάλου Πολέμου, δυνάμεις με τη Γερμανία, όπως και δέκα τρεις χώρες, που δεν είχαν εμπλακεί στις πολεμικές επιχειρήσεις. Η Ρωσία, η μία από τις Δυνάμεις της Αντάντ, δεν υπέγραψε της Συνθήκη Ειρήνης των Βερσαλλιών, διότι είχε αποτραβηχτεί και είχε απομονωθεί από την ευρωπαϊκή σκηνή, μετά την επικράτηση της επανάστασης των μπολσεβίκων στο πολιτικό της στερέωμα, τον Οκτώβριο του 1917, ενός καθεστώτος πρωτοφανέρωτου στην ιστορία.

Τη Συνθήκη Ειρήνης υπέγραψε και η Ελλάδα, η οποία λόγω της, έστω, και καθυστερημένης εισόδου της στον Πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, ανήκε στην παράταξη των νικητών. Ο πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, επικεφαλής της ελληνικής αποστολής στη Συνδιάσκεψη, είχε εισέλθει στην αίθουσα των κατόπτρων, συνοδευόμενος και από τον Νικόλαο Πολίτη και υπέγραψε το κείμενο στις 3.35΄, θέτοντας τα αρχικά του ονόματός του, Ε.Β. Ας σημειωθεί πως λίγες μέρες νωρίτερα, η Γαλλία, αναγνωρίζοντας τη συνεισφορά της Ελλάδας στον Πόλεμο, τίμησε εκείνον, που είχε λάβει τη μεγάλη απόφαση, τον Βενιζέλο, εντάσσοντάς τον στα μέλη της Ακαδημίας των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών.

Το σκηνικό της ειρήνης ολοκληρώθηκε, τους επόμενους μήνες, με την υπογραφή και των άλλων Συνθηκών Ειρήνης, που ήταν συμπληρωματικές εκείνης των Βερσαλλιών. Επρόκειτο για τη Συνθήκη του Αγίου Γερμανού, με την Αυστρία (10 Σεπτεμβρίου 1919), του Νεϊγύ, με τη Βουλγαρία, στις 27 Νοεμβρίου 1919 και του Τριανόν, με την Ουγγαρία, στις 4 Ιουνίου 1920. Στις 10 Αυγούστου 1920 συνομολογήθηκε η Συνθήκη Ειρήνης των Σεβρών, βάσει της οποίας οι νικητές επέβαλαν τους όρους τους στην ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σημειωτέον, ότι η εν λόγω Συνθήκη αναθεωρήθηκε από τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923), η οποία ρύθμιζε και τα προβλήματα, τα ανακύψαντα από τον μικρασιατικό πόλεμο, του 1919-1922.

Ο επιτευχθείς, βάσει των παραπάνω αναφερόμενων Συνθηκών, ειρηνευτικός διακανονισμός του 1919-1920 δεν επέφερε την πολυπόθητη ειρήνη στο βαθμό, που επιθυμούσαν οι εμπνευστές του. Εγκαθίδρυσε μια χωλή, μια «ανάπηρη ειρήνη», τα κενά, οι παραλείψεις και οι ελλείψεις της οποίας ήρθαν στο προσκήνιο της διεθνούς ζωής με ιδιαίτερη ένταση στα χρόνια του μεσοπολέμου και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αδυναμία της Διεθνούς Κοινότητας να επιβάλει ειρηνευτικούς όρους, ικανούς να συντελέσουν στην επίτευξη μιας μόνιμης και διαρκούς ειρήνης ανά την Υφήλιο, παραμερίζοντας τις βλέψεις τους και τις ηγεμονικές τους φιλοδοξίες, αναφάνηκε πριν ακόμα από τη υπογραφή της πρώτης Συνθήκης Ειρήνης, εκείνης των Βερσαλλιών. Ενάμισι, περίπου, μήνα νωρίτερα οι Μεγάλοι, που συνεδρίαζαν στο Παρίσι, εν τη απουσία της ιταλικής αντιπροσωπείας, έδωσαν εντολή στην Ελλάδα να αποβιβάσει στρατεύματα στη Σμύρνη, ώστε να παρεμποδιστεί η περαιτέρω διείσδυση των Ιταλών. Επομένως, εκείνοι, οι οποίοι προσπαθούσαν να ανασυντάξουν τον κόσμο έγιναν οι πρωταίτιοι ενός καινούργιου πολέμου, εντοπισμένου σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, στην οποία διακυβεύονταν γενικότερα συμφέροντά τους.

Ωστόσο, στο Παρίσι, η αναγγελία της υπογραφής της Συνθήκης των Βερσαλλιών είχε χαιρετισθεί ως μια τεράστια, προσωπική επιτυχία του Γάλλου πρωθυπουργού, Ζωρζ Κλεμανσώ, ο οποίος προήδρευε της Συνδιάσκεψης. Ολόκληρες σελίδες του γαλλικού Τύπου ήταν αφιερωμένες στα όσα διαμείφθηκαν, στις 28 Ιουνίου, στην αίθουσα των κατόπτρων του Ανακτόρου των Βερσαλλιών, ποιος υπέγραψε πρώτος, ποιος δεύτερος, τι είπε ο Κλεμανσώ, πως έκλεισε τη συνεδρίαση. Πολλά άρθρα αναφέρονταν στη ρεβάνς, που έπαιρνε η Γαλλία από τη Γερμανία, στην ίδια αίθουσα, όπου στις 28 Ιανουαρίου 1871, είχε προκηρυχθεί, παρουσία του Όττο Μπίσμαρκ, η γέννηση της γερμανικής αυτοκρατορίας. Στο πρωτοσέλιδο της Le Petit Journal, αναγραφόταν πως με τη Συνθήκη, που υπεγράφη στις Βερσαλλίες, «το 1919 έσβησε το 1871». Δεν έλειπαν και οι υπερβολές στα όσα γράφονταν στον γαλλικό Τύπο. Για παράδειγμα, στην La Croix, της 1ης Ιουλίου, υπογραμμιζόταν πως μόλις είχε συναφθεί η «μεγαλύτερη διεθνής πράξη της Ιστορίας». Είναι προφανές πως δεν ήταν δυνατόν να θεωρείται η Συνθήκη των Βερσαλλιών σαν το σπουδαιότερο διεθνές κείμενο, δεδομένου ότι τρεις περίπου αιώνες νωρίτερα, η Γαλλία, υπογράφοντας τις Συνθήκες της Βεστφαλίας, το 1648, είχε κερδίσει την πρωτοκαθεδρία στο ευρωπαϊκό στερέωμα, θέση, την οποία διατήρησε ως τη Συνθήκη της Ουτρέχτης, το 1713. Οι υπερβολές, όμως, αυτές, σαφώς και υποδήλωναν τη σημασία, που έδιναν οι Γάλλοι στη Συνθήκη των Βερσαλλιών, όχι μόνο επειδή με τους επαχθέστατους όρους της (κυρίως, εδαφικούς, οικονομικούς, στρατιωτικούς και αποικιακούς), απομειωνόταν η ισχύς της Γερμανίας, σε όλα τα πεδία αλλά και επειδή αποκαθίστατο η αδικία του 1871: η Αλσατία και η Λωρραίνη επέστρεφαν στη Γαλλία. Ίσως, να έπαιρναν τη ρεβάνς και για τα όσα είχαν επιβληθεί στη χώρα τους εκατό χρόνια, περίπου, νωρίτερα, από το Συνέδριο της Βιέννης, όπου οι ευρωπαίοι ηγέτες αναδιέταξαν τον πολιτικό και εδαφικό χάρτη της Ευρώπης μετά από την ναπολεόντεια λαίλαπα. Ακόμα, με τον τρόπο αυτό, πίστευαν πως καταδείκνυαν στη Γερμανία τη δεσπόζουσα θέση τους στην Ευρώπη και διεθνώς. Αξιοσημείωτο είναι το ότι οι Γερμανοί αντιπρόσωποι είχαν προσκληθεί και είχαν προσέλθει στην αίθουσα των Κατόπτρων για να υπογράψουν πρώτοι, και υπέγραψαν με σχετική ηρεμία. Μόνο ένας από αυτούς, όπως σημειωνόταν στην αθηναϊκή εφημερίδα Αθήναι, της 18ης Ιουνίου 1919, δίχως να διευκρινίζεται ποιος, «έκλαιε σιωπηρώς καθ’ όλην την διάρκειαν της τελετής».

Στους επίσημους, ωστόσο, πανηγυρισμούς για το οριστικό τέλος του Πολέμου, υψώνονταν και αντιτιθέμενες φωνές, καταγγελτικές της Συνθήκης. Ο Μαρσέλ Κασέν, σημείωνε, σε πρωτοσέλιδο της LHumanité, της 29 Ιουνίου 1919, πως ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει αλλά συνεχιζόταν εναντίον της ρωσικής και της ουγγρικής επανάστασης. «Με τους στρατιώτες μας και με τα χρήματά μας οι κυβερνώντες βοηθούν στην ανατροπή των δύο εργατικών Δημοκρατιών, που προσπαθούν να ζήσουν δίχως να απειλούν κανένα έθνος. Δεν θα σταματήσουμε να διαμαρτυρόμαστε ενάντια σ’ αυτή τη βδελυρή πολιτική, που καθιερώνει η πράξη των Βερσαλλιών». Ανέφερε πως ύστερα από επτά μήνες διαβουλεύσεων οι σύνεδροι παρουσίασαν μια Συνθήκη, οι όροι της οποίας διασφάλιζαν «την πλήρη, καπιταλιστική ηγεμονία του αγγλοσαξονικού καπιταλισμού». Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα δεν ήταν παρά ένα τεχνητό κατασκεύασμα, εξαιρετικά εύθραυστο. Στη Συνθήκη, που είχαν υπογράψει οι εκπρόσωποι της «διεθνούς μπουρζουαζίας», οι λαοί ήταν απόντες από «την αηδή τελετή της αίθουσας των Κρυστάλλων».

Στη Νέα Υόρκη, ανέφερε η LHomme Libre, 29ης Ιουνίου 1919, με την αναγγελία της υπογραφής της Ειρήνης των Βερσαλλιών, κυκλοφόρησαν ειδικές εκδόσεις του τύπου, γνωστοποιώντας στην κοινή γνώμη το κοσμοϊστορικό γεγονός. Αξιοπρόσεκτο, πάντως, είναι και το ότι η αντίδραση του αμερικανικού λαού ήταν ήπια, υποδέχθηκε την είδηση με ηρεμία και δεν παρατηρήθηκε η φρενίτιδα, που είχε σημειωθεί όταν έμαθε για τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, η οποία εκφράστηκε με την Ανακωχή της 11ης Νοεμβρίου 1918. Στη Μεγάλη Βρετανία, ο βασιλιάς Γεώργιος ο Ε΄ χαιρέτησε την υπογραφή της Συνθήκης με την έκδοση ενός Διατάγματος, όπου, μεταξύ άλλων, σημείωνε πως «η επίσημη πράξη συνιστά την τελική φάση ενός τρομερού πολέμου, που λεηλάτησε και αναστάτωσε ολόκληρο τον κόσμο. Επισφραγίζει τον θρίαμβο μιας ιδέας ελευθερίας και δικαιοσύνης».

Ωστόσο, και το περιεχόμενο των δηλώσεων, στις οποίες είχε προβεί ο Αμερικανός πρόεδρος, απευθύνοντας μήνυμα στον αμερικανικό λαό μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης, έθετε ορισμένα καίρια ερωτήματα για την τύχη των όσων συμφωνήθηκαν στο Παρίσι. Δήλωνε, λοιπόν, εμφατικά ο Ουίλσον, ανάμεσα σε άλλα πως «αν [η Συνθήκη] επικυρωνόταν και οι όροι της εφαρμόζονταν εξ ολοκλήρου και ειλικρινώς, θα συνιστούσε τον χάρτη μιας καινούργιας τάξης πραγμάτων στον κόσμο. […] Η συνθήκη δεν επέβαλε τίποτα στη Γερμανία, που δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί». Οι συγκεκριμένες δηλώσεις φαίνονταν σαν να προδιέγραφαν τα όσα επακολούθησαν στην αμερικανική Γερουσία, η οποία αρνήθηκε να επικυρώσει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και κατ’ επέκταση και το συμβατικό κείμενο της ίδρυσης της ΚτΕ, άρνηση, η οποία συμπαρέσυρε και τα δύο εγγυητικά σύμφωνα, που είχαν υπογραφεί την ίδια μέρα με τη συγκεκριμένη Συνθήκη. Ωστόσο, η ίδια η διαδικασία επικύρωσης των διεθνών συμβάσεων στους κόλπους της αμερικανικής κυβέρνησης υποχρέωνε τον Ουίλσον να είναι επιφυλακτικός στις δημόσιες δηλώσεις του. Σύμφωνα με το αμερικανικό Σύνταγμα, ο πρόεδρος είχε δικαίωμα να διαπραγματεύεται και να υπογράφει συνθήκες, η τελική, όμως, απόφαση για την ισχύ μιας υπογραφείσας συνθήκης ανήκε στη Γερουσία, υπέρ της οποίας έπρεπε να ψηφίσουν τα 2/3 των παρόντων μελών της. Σε περίπτωση, που η ψηφοφορία απέβαινε αρνητική για τη συνθήκη, αυτή επέστρεφε στον πρόεδρο, ο οποίος υποχρεωτικά την αρχειοθετούσε. Ο πρόεδρος δεν είχε δικαίωμα επικύρωσης και, όπως σημείωνε ο Roger Pinto, το 1950, «η άρνηση επικύρωσης μιας συνθήκης, που έχει υπογραφεί δεν αντιτίθεται σε κανέναν κανόνα διεθνούς δικαίου. Η επικύρωση είναι μια ελεύθερη πράξη».

Ο Ουίλσον είχε δώσει μάχη, για να πετύχει την επικύρωση της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που θα συνεπαγόταν και την επικύρωση του Συμφώνου της ΚτΕ, άρα τη συμμετοχή των ΗΠΑ στον νεοϊδρυόμενο Οργανισμό. Προσπάθησε να επηρεάσει την αμερικανική κοινή γνώμη, περιοδεύοντας σε διάφορες πόλεις, παρά την κλονισμένη υγεία του, γεγονός, που τελικώς τον απέκοψε επί τρίμηνο από τις πολιτικές εξελίξεις. Η γυναίκα του, όμως, του παρουσίαζε μια πλασματική εικόνα της κατάστασης, η οποία ανετράπη, όταν στις 19 Μαρτίου 1920 η αμερικανική Γερουσία αποφάσισε με 7 ψήφους διαφορά τη μη επικύρωση της Συνθήκης Ειρήνης.

Δεν χωρεί αμφιβολία πως η στάση της αμερικανικής Γερουσίας αποδυνάμωνε τα όσα συμφωνήθηκαν και ορίστηκαν στο Παρίσι με τη Συνθήκη Ειρήνης των Βερσαλλιών, οι θεσπισθείσες, δε, «διεθνείς μορφές διακυβέρνησης», που αυτή καθιέρωσε σε ορισμένες ευρωπαϊκές περιοχές «είχαν προσωρινό χαρακτήρα και, κατά συνέπεια, δεν ήταν αναγκασμένες να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής». Ίσως, αυτή η επισήμανση του Edward Carr, να εξηγεί ως ένα βαθμό τα όσα επακολούθησαν και οδήγησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

1 Το συγκεκριμένο άρθρο προέρχεται από τη μελέτη της συγγραφέως «Η Συνθήκη Ειρήνης των Βερσαλλιών μήτρα της Κοινωνίας των Εθνών», το οποίο πρόκειται να δημοσιευθεί σε συλλογικό Τόμο, σε επιμέλεια του Αντώνη Κλάψη.

|

Δημοφιλή