Η πτώση του καθεστώτος Άσαντ αποτελεί το τέλος μιας σκοτεινής πολιτικής ιστορίας πέντε δεκαετιών στη Συρία και την αρχή μιας νέας περιόδου με αβέβαιη πολιτική έκβαση και θολό γεωπολιτικό ορίζοντα. Η αστραπιαία επέλαση των Σύρων ανταρτών από τον συριακό βορρά έως τη πρωτεύουσα Δαμασκό αναδεικνύει την καταλυτική σημασία δύο αλληλένδετων παραγόντων που έφεραν την ταχεία κατάρρευση του καθεστώτος.
Ο πρώτος παράγοντας αφορά τη διαρκή εσωτερική αποσύνθεση του καθεστώτος Άσαντ, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από την δεκαετία του 1990, διευρύνθηκε κατά τη δεκαετία του 2000 και επιταχύνθηκε από το 2011, μετά το ξέσπασμα του συριακού εμφυλίου. Εδώ και πολλά χρόνια, το καθεστώς Άσαντ στεκόταν πάνω στα ερείπια μιας διαλυμένης κοινωνίας, επικεφαλής ενός αδίστακτου ακόμη αλλά εξασθενημένου πια κράτους εθνικής ασφαλείας, που βασιζόταν στα απομεινάρια του συριακού στρατού και σε πολιτοφυλακές που λειτουργούσαν ως εγκληματικές οργανώσεις.
Ο δεύτερος παράγοντας σχετίζεται με την αδυναμία και απροθυμία των περιφερειακών συμμάχων του Άσαντ -του Ιράν, της Χεζμπολά και της Ρωσίας- να τον στηρίξουν εκ νέου, όπως είχαν κάνει πριν από μια δεκαετία, κατά την κορύφωση του εμφυλίου πολέμου στη Συρία. Τότε, στα τέλη του 2012 και τις αρχές του 2013, όταν οι Σύροι αντάρτες είχαν σφίξει ξανά τον κλοιό γύρω από τη Δαμασκό και ο Μπασάρ αλ Άσαντ βρισκόταν ένα βήμα πριν την πτώση, ήταν οι επίλεκτες μονάδες της Χεζμπολά, των Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης και των ιρακινών σιιτικών πολιτοφυλακών που ηγήθηκαν των σκληρών συγκρούσεων και διέσωσαν το συριακό καθεστώς. Λίγα χρόνια μετά, το 2015, η ρωσική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία επιβεβαίωσε την παραμονή του Άσαντ στην εξουσία.
Όμως τα συντριπτικά πλήγματα που δέχθηκε τους τελευταίους μήνες η Χεζμπολά από το Ισραήλ, καθώς και η αδυναμία του Ιράν να στηρίξει αποτελεσματικά τη σιιτική οργάνωση στον Λίβανο, άλλαξαν την ισορροπία στην Λεβαντίνη. Με τη Χεζμπολά σε παράλυση, η Τεχεράνη και η Μόσχα έδειξαν απροθυμία να προστρέξουν ξανά σε βοήθεια ενός καθεστώτος που έμοιαζε πλέον με άδειο κέλυφος.
Η εσωτερική αποσύνθεση του συριακού καθεστώτος και η αλλαγή της περιφερειακής ισορροπίας μετά τον πόλεμο των τελευταίων μηνών στον Λίβανο είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση του Μπασάρ αλ Άσαντ και την κατάληψη της Δαμασκού από τους Σύρους αντάρτες με επικεφαλής τη σουνιτική ισλαμιστική οργάνωση Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ.
Η νέα περίοδος μετά τον Άσαντ ξεκινά με δύο βασικές αβεβαιότητες.
Η πρώτη αβεβαιότητα αφορά την πολιτική μετάβαση στη νέα πραγματικότητα. Τα ερωτήματα για τις προθέσεις και τις επιδιώξεις των Σύρων ανταρτών που ανέτρεψαν τον Άσαντ είναι κρίσιμα και προς το παρόν αναπάντητα. Μετά από 14 χρόνια πολέμου η Συρία είναι μια κατεστραμμένη χώρα, ενώ 54 χρόνια στυγνής δικτατορίας έχουν τραυματίσει βαθιά το κοινωνικό σώμα της. Οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές, ενώ το ιδεολογικό μωσαϊκό των ανταρτών προοιωνίζει ένα κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο.
Η δεύτερη αβεβαιότητα αφορά τους γεωπολιτικούς κραδασμούς της ιστορικής πτώσης των Άσαντ. Η γεωγραφία έχει τοποθετήσει τη Συρία στο επίκεντρο των πολιτικών και ιδεολογικών ρηγμάτων της Μέσης Ανατολής και όπως έχει γράψει ο Patrick Seale στο κλασικό βιβλίο του The Struggle for Syria, η σημασία της Συρίας βρίσκεται στην κεντρική γεωγραφική της θέση από όπου «επηρεάζει κάθε πολιτική σχέση στην περιοχή». Οι δραματικές εξελίξεις στη Συρία επηρεάζουν μεγάλα ζητήματα της περιοχής, όπως είναι η θέση του Ιράν στην Λεβαντίνη, το μέλλον της Χεζμπολά στον Λίβανο και οι προθέσεις του Ισραήλ, το κουρδικό ζήτημα και οι επιδιώξεις της Τουρκίας, αλλά και η θέση της Ρωσίας στην ανατολική Μεσόγειο. Όπως συνέβη το 2011, όταν το ξέσπασμα του συριακού εμφυλίου πολέμου αναδιαμόρφωσε τη Μέση Ανατολή για πάνω από μια δεκαετία, η νέα πολιτική δίνη στο εσωτερικό της Συρίας ενδέχεται να ωθήσει σε νέα περιδίνηση ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.