«Εάν μια πεταλούδα κινήσει τα φτερά της στον Αμαζόνιο, μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα», αυτό ονομάζεται ως φαινόμενο της πεταλούδας και είναι μια ποιητική μεταφορά της θεωρίας του χάους. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ισχύει και στις διεθνείς σχέσεις.
Η αμυντική συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ των ΗΠΑ, της Αυστραλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού σηματοδοτεί την ανάδυση ενός νέου διεθνούς μετά -μεταψυχροπολεμικού συστήματος και επηρεάζει όχι μόνο τις χώρες που προχώρησαν σε αυτή τη συμφωνία, με στόχο τον περιορισμό της κινεζικής ηγεμονικής αξίωσης, αλλά και την Ευρώπη χωρίς φυσικά να αποκλείεται και η Ελλάδα.
Σε μια προσπάθεια να αποκωδικοποιήσουμε τη νέα συμφωνία συνομιλήσαμε με τον Δρ. Χρήστο Ζιώγα διδάσκοντα Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και στη Στρατιωτική Σχολής Ευελπίδων.
Βλέπουμε τρεις αγγλοσαξονικές χώρες να υπογράφουν αμυντική συμφωνία (Aukus) για την ανάσχεση της Κίνας. Που εδράζεται αυτή η συμφωνία;
Εδράζεται στην απόφαση της νέας αμερικανικής κυβέρνησης να ανασυντάξει τις παραδοσιακές συμμαχίες στους διαχρονικούς άξονες της αυστραλιανής εξωτερικής πολιτικής να διατηρεί στενούς στρατηγικούς δεσμούς με την εκάστοτε ισχυρότερη αγγλοσαξονική δύναμη, δηλαδή τη Βρετανία παλαιότερα και τις ΗΠΑ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Βασική «συγκολλητική ουσία» της εν λόγω συμμαχίας είναι οι κοινές πεποιθήσεις, αξίες και αρχές και το κοινό σύστημα διακυβέρνησης, των τριών αγγλοσαξονικών κρατών.
Τι σηματοδοτεί αυτή η συμφωνία;
Εκ των πραγμάτων σημαίνει ότι εντείνεται ο ηγεμονικός ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
Επίσης, θα δρομολογήσει κι άλλες συμπράξεις στον ευρύτερο χώρο της ανατολικής Ασίας και Ωκεανίας μεταξύ σημαντικών περιφερειακών χωρών.
Επιπλέον, δείχνει ότι αυτή η συμφωνία των αγγλοσαξονικών χωρών θα αποτελέσει τον πυρήνα της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής τουλάχιστον για την επόμενη δεκαετία.
Πώς αυτή η σύμπραξη επηρεάζει την Ευρώπη;
Η απουσία της Γαλλίας από τη συμμαχική δομή, και η ακύρωση της συμφωνίας, από πλευρά της Αυστραλίας, για την αγορά συμβατικών υποβρυχίων από τη Γαλλία, ήταν ένα πλήγμα για τον Μακρόν, καταδεικνύοντας τις ιεραρχήσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και τις αποκλίσεις που υπάρχουν εντός του δυτικού κόσμου.
Επίσης υπό τη συγκυρία αποχώρησης της Καγκελαρίου Μέρκελ και της επιδίωξης του Γάλλου Προέδρου να δρομολογήσει την παγκόσμια στρατηγική (Global Strategy) της ΕΕ. η συγκεκριμένη συμφωνία υπονομεύει το εγχείρημα, φανερώνοντας ότι σε ζητήματα ασφάλειας και στρατηγικού προσανατολισμού υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις εντός του δυτικού κόσμου.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι μετά το Brexit το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου απαιτείται θα λειτουργεί ακόμη και εναντίον των συμφερόντων της Ε.Ε.
Η συγκεκριμένη συμφωνία φανερώνει τα δομικά προβλήματα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας της ΕΕ η οποία πλέον καλείται να προσαρμοστεί στο ιδιαιτέρως ανταγωνιστικό αναδύομενο διεθνές σύστημα ξεπερνώντας εσωτερικές αντιπαλότητες και αποκλίσεις.
Οι εξελίξεις αυτές μαρτυρούν ότι οι ΗΠΑ θεωρούν πως η Ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας πρέπει να είναι ενταγμένη στα πλαίσια της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ) ούσα αντίθετες στην αξίωση για στρατηγική χειραφέτηση και στη διαμόρφωση μιας αυτόνομης δράσης της Ε.Ε., στο διεθνές σύστημα.
Η θέση που είχε εκφράσει ο Γάλλος πρόεδρος ότι το “ΝΑΤΟ είναι εγκεφαλικά νεκρό” συνιστά μια πτυχή αυτών των ενδοσυμμαχικών αποκλίσεων και ανταγωνισμών.
Επηρεάζεται η Ελλάδα από αυτές τις εξελίξεις;
Η Ελλάδα, στη δύσκολη συγκυρία που ούτως ή άλλως βρίσκεται, έχει να διαχειριστεί τους εν λόγω ενδοσυμμαχικούς ανταγωνισμούς και αποκλίσεις προσπαθώντας να τιθασεύει τον τουρκικό αναθεωρητισμό.
Επομένως, θα πρέπει να διαχειριστεί την γαλλική επιθυμία για μια ενεργότερη κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, την γερμανική απροθυμία εντός της Ε.Ε. και την αμερικανική αντίθεση για μια στρατηγική χειραφέτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε διμερές επίπεδο η Αθήνα οφείλει να διαχειριστεί τη βούλησή της για εμβάθυνση των Ελληνοαμερικανικών σχέσεων και τις διαχρονικά πολύ καλές σχέσεις με τη Γαλλία.
Διαπιστώνουμε επομένως ότι το περιφερειακό και διεθνές σύστημα γίνεται ολοένα και πιο απαιτητικό για την ελληνική εξωτερική πολιτική στον βαθμό που οι ισχυρότεροι περιφερειακοί και διεθνείς δρώντες ενεργούν όλο και περισσότερο επιδιώκοντας την εξυπηρέτηση του εθνικού τους συμφέροντος.
Υπό αυτό το πρίσμα Αθήνα και Λευκωσία επιβάλλεται να προσαρμοστούν στις αναγκαιότητες του μετα-μεταψυχροπολεμικού διεθνούς συστήματος.