Το 1959 ήταν έτος ορόσημο για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Τη χρονιά εκείνη το γερμανικό SPD, το κόμμα-ατμομηχανή των σοσιαλδημοκρατών στη δυτική Ευρώπη, θα προχωρήσει σε μια βαθιά ιδεολογική τομή στο συνέδριο του στο Bad Godesberg της Ρηνανίας. Το συνέδριο θα αποκηρύξει την ευθεία σύγκρουση με τον καπιταλισμό και θα εγκαταλείψει δύο βασικούς μέχρι τότε στόχους, την εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής και την ενίσχυση της ταξικής πάλης.
Έκτοτε, και μέχρι τη δεκαετία του 70, όταν θα ξεσπάσει η διπλή οικονομική κρίση του 1973 και του 1979, το όραμα της σοσιαλδημοκρατίας στο δυτικό ημισφαίριο θα εξαντληθεί, με διακυμάνσεις από χώρα σε χώρα, στην υπεράσπιση των κεκτημένων του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας και των ατομικών δικαωμάτων ενώ παράλληλα η αποδοχή της οικονομίας της αγοράς και η συστημική ενσωμάτωση στο κράτος θα αποτελέσουν κυρίαρχα γνωρίσματα της πορείας των σοσιαλδημοκρατών.
Η παράδοση στο καπιταλιστικό πρότυπο θα αναδείξει και τα ιστορικά αδιέξοδα του ρεύματος της σοσιαλδημοκρατίας στις δεκαετίες που ακολουθούν. Η ανάδυση του νεοφιλελευθερισμού τη δεκαετία του ’80, στις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία, ως απότοκο της κρίσης του ’70, θα θέσει το σκληρό δίλημμα στους σοσιαλιστές αν θα αποδεχθούν τις νέες πραγματικότητες στο πεδίο της οικονομίας ή αν θα αναζητήσουν το χαμένο ριζοσπαστισμό του μακρινού τους παρελθόντος. Η απάντηση δίνεται από την κυβέρνηση Mitterrand και την περιβόητη «στροφή στη λιτότητα» το 1983, μιας στρατηγικής που θα εμβαθύνει τη δεξιά πορεία του χώρου και θα οδηγήσει εκτός κυβέρνησης τους γάλλους κομμουνιστές οι οποίοι αντιλήφθηκαν στην πράξη τις αυταπάτες του «κοινού προγράμματος» με τους σοσιαλιστές.
Τα χρόνια της επίπλαστης σταθερότητας του δυτικού καπιταλισμού, μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλόκ και μέχρι την ψυχρολουσία της παγκόσμιας κρίσης του 2008, βρίσκουν τους σοσιαλδημοκράτες να διαχειρίζονται από κυβερνητικές θέσεις σε πολλά κράτη την εξάπλωση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και του κοινωνικού κράτους και την καπιταλιστική ολοκλήρωση της Ε.Ε. Παρά τις συχνές εκλογικές τους επιτυχίες ο δρόμος που χαράσσουν ακολουθεί την πεπατημένη της ευρωπαϊκής δεξιάς ενώ συνεχίζουν να χαλαρώνουν οι ιστορικοί τους δεσμοί με την εργατική τάξη και να συρρικνώνεται ο αριθμός των κομματικών τους μελών.
Φτάνουμε έτσι στα χρόνια της «μεγάλης ύφεσης» που ακολουθούν την κρίση του 2008, όταν η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία θα πληρώσει βαρύ εκλογικό κόστος για τις επιλογές της. Η στροφή των προηγούμενων δεκαετιών, η αποδοχή του νεοφιλελευθερισμού αλλά και η αδυναμία της να προτείνει πειστικό εναλλακτικό σχέδιο στις πολιτικές της λιτότητας, την τοποθετούν μαζί με τη δεξιά στο κάδρο των πολιτικών υπευθύνων. Οι εκλογικές ήττες διαδέχονται η μία την άλλη ενώ το «pasokification» γίνεται ο τρόμος των απανταχού σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Στις πιο συμβολικές περιπτώσεις συγκαταλέγονται, εκτός από την συντριβή του ΠΑΣΟΚ, το ιστορικό χαμηλό του SPD στις γερμανικές εκλογές του 2017, η κατάρρευση του PS στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας την ίδια χρονιά, η απώλεια 20% των ολλανδών σοσιαλιστών μεταξύ 2013-2017, η εκλογική υποχώρηση 15% του PSOE στην Ισπανία μεταξύ 2008-2016 κοκ.
Μόνες εξαιρέσεις στο, μέχρι στιγμής, ιστορικό εκλογικό ναυάγιο αποτελούν το Σ.Κ Πορτογαλίας και βέβαια οι εργατικοί του Corbyn οι οποίοι με τη στήριξη των από τα κάτω και της νεολαίας επιχειρούν να στρέψουν το τιμόνι του μέχρι πρόσφατα κόμματος του μπλερικού «τρίτου δρόμου» στα αριστερά. Αν και οι δυσκολίες να αντιπαρατεθούν με επιτυχία με τις οργανωμένες, εδώ και εκατοντάδες χρόνια, δομές του βρετανικού καπιταλισμού είναι δεδομένες οι εργατικοί του Corbyn αναζητούν το δικό τους δρόμο προς μια αριστερόστροφη, βρετανικού τύπου, σοσιαλδημοκρατία η οποία προκαλεί σοκ στο βρετανικό πολιτικό συντηρητισμό.
Αν όμως συζητάμε την εξαίρεση, περισσότερο θα πρέπει να σταθούμε στον κανόνα που μας διαβεβαιώνει ότι ο εγκλωβισμός της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στο νεοφιλελεύθερο δόγμα δεν είναι ένα φαινόμενο της συγκυρίας αλλά μια σταδιακή διαδικασία πολλών δεκαετιών η οποία πλέον έχει εγγραφεί στον ιδεολογικό πυρήνα του χώρου. Γι αυτό και ο απεγκλωβισμός είναι δύσκολος παρότι η ώρα της «πληρωμής» για τους σοσιαλδημοκράτες ενώπιον των ευρωπαίων ψηφοφόρων έχει φτάσει. Στην καθοδική τους, ωστόσο, πορεία, που κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει μέχρι που θα φτάσει, με βάση και τις εσωτερικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας, οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες βρήκαν έναν ανέλπιστο σύμμαχο, έναν «μουτζούρη» της Ευρώπης.
Ο «μουτζούρης» της Ευρώπης
Αν έχει μια αξία η παραπάνω σύντομη αναδρομή στην εξέλιξη της σοσιαλδημοκρατίας είναι για να καταδείξει κάτι απλό και εντυπωσιακό μαζί. Στο ιδεολογικό-πολιτικό σημείο που βρίσκεται σήμερα ο χώρος αυτός μετά από μια αργή διαδικασία ενός αιώνα, μέσα από δύο παγκοσμίους πολέμους, τον ψυχρό πόλεμο και τον μετά-σοβιετικό κόσμο, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβερνητικό κόμμα, «κατάφερε» να φτάσει μέσα σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια.
Παρότι δεν ανήκει (ακόμη;) επίσημα στην οικογένεια των σοσιαλδημοκρατών η πολιτική τροχιά του πρώην κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς τέμνεται με εκείνη των (όχι και τόσο) παλιών πολιτικών του αντιπάλων. Η ολοένα και μεγαλύτερη προσέγγιση του με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν έρχεται ως αποτέλεσμα της ανάγκης για ευρύτερες συμμαχίες στο πλαίσιο της TINA αλλά ως συνειδητή πλέον πολιτική επιλογή που απορρέει από την ταχεία ενσωμάτωσή του στο αστικό κράτος. Η αποδοχή των ιδιωτικοποιήσεων και των κεντρικών κατευθυντήριων γραμμών της Ε.Ε, η υποταγή στο ΝΑΤΟ και την κηδεμονία των ΗΠΑ, οι εκκλήσεις για «αναπτυξιακό» μοντέλο με βάση τις ιδιωτικές επενδύσεις, οι στρατηγικές συμμαχίες του με την κυβέρνηση του Ισραήλ και της Αιγύπτου κοκ εκφράζουν τη νέα πολιτική αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ που ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με εκείνη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Η στάση αυτή, παράλληλα, συμφωνεί με τις φωνές εκείνες που πάντοτε υπήρχαν εντός του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ και οι οποίες ζητούσαν στρατηγικές συμμαχίες με τις ευρύτερες προοδευτικές δυνάμεις και που τώρα, εντός του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, είναι όχι μόνο δικαιωμένες αλλά και κυρίαρχες.
Το μεγαλύτερο, ωστόσο, πρόβλημα είναι ότι αν και το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα πολιτικά συμβαδίζει με τους σοσιαλδημοκράτες, εξακολουθεί, επίσημα, να παραμένει στην ευρύτερη οικογένεια της αριστεράς. Η τακτική του να πατάει με τα δύο πόδια σε δύο διαφορετικές βάρκες αφενός του δίνει τη δυνατότητα να λαθροχειρεί σε βάρος της αριστεράς αφετέρου όμως θολώνει ουσιαστικά και συμβολικά το στίγμα της τελευταίας. Είναι αλήθεια πως τμήματα της αριστεράς στην Ευρώπη μετά το σοκ της συνθηκολόγησης του 2015 παρακολουθούν αμήχανα και διστακτικά τη δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Περισσότερο θέλουν να τον αποφύγουν όπως οι παίκτες του «μουτζούρη» το τελευταίο φύλλο που θα τους μείνει στο χέρι. Άλλοι, ωστόσο, όπως ο Jean-Luc Mélenchon, κινούνται σε πολύ πιο επιθετική τακτική απέναντι στο ελληνικό κυβερνητικό κόμμα καθώς διαβλέπουν ακριβώς ότι ο μετεωρισμός του μεταξύ αριστεράς και σοσιαλδημοκρατίας δυναμιτίζει τις προοπτικές της ριζοσπαστικής αριστεράς ενόψει των κρίσιμων ευρωεκλογών του Μαϊου. Σ΄ αυτή την κατεύθυνση χρειάζεται να δοθεί η απάντηση της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ευρώπη.
Η ριζοσπαστική αριστερά στην πορεία προς τις Ευρωεκλογές
Η προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ με το SPD και την παρηκμασμένη σοσιαλδημοκρατία δίνει ακόμη μεγαλύτερο πάτημα στην ακροδεξιά να επιτεθεί ενόψει των ευρωεκλογών. Οι εκλογές αυτές, καθώς η οικονομική κρίση έχει μετεξελιχθεί σε πολιτική, θα είναι αναμφίβολα οι πιο κρίσιμες από το 1979 όχι επειδή από μόνες τους θα μεταβάλλουν την ευρωπαϊκή πολιτική αλλά γιατί αναμένεται να αποτυπώσουν το νέο συσχετισμό δύναμης, ο οποίος πιθανόν να είναι εντυπωσιακά διαφορετικός από τον σημερινό. Το αποτέλεσμα της ευρωκάλπης είναι σαφες ότι θα επηρεάσει στη συνέχεια και τις επόμενες εθνικές αναμετρήσεις.
Στο νέο σκηνικό που διαμορφώνεται, το αποτέλεσμα της ακροδεξιάς θα εξαρτηθεί και από την ικανότητα ή όχι της ριζοσπαστικής αριστεράς να (επανα)διεισδύσει στην εργατική τάξη και τη νεολαία. Προυπόθεση για να το πετύχει αυτό είναι να αντιληφθεί στο σύνολό της το ιστορικό momemtum που βρισκόμαστε. Με άλλα λόγια να μην χαρίσει την κοινωνική δυσαρέσκεια στη μαύρη αντίδραση.
Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να κινηθεί σε τρείς συμπληρωματικούς άξονες:
Να προβάλλει την ισχυρή θέση ότι ο αγώνας σήμερα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για την «πολύπλευρη ρηγμάτωση» και την ανατροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εφικτός και αναγκαίος. Τα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά της εμπιστοσύνης που δείχνουν οι ευρωπαίοι απέναντί της ενισχύουν αυτή την προοπτική η οποία δεν πρέπει να καταλήγει στην επιστροφή στους εθνικούς ανταγωνισμούς του παρελθόντος και στην αναβίωση των εθνικισμών αλλά στη δημιουργία μιας νέας Ευρώπης, της αλληλεγγύης και της ισότητας, που είναι δυνατή μόνο μέσα από τη διάλυση της σημερινής Ε.Ε.
Να ανοίξει το μέτωπο ενάντια στα κόμματα της δεξιάς και της σοσιαλδημοκρατίας και να αναστοχαστεί τόσο τις πικρές ιστορικές εμπειρίες για την αριστερά στην Ευρώπη όταν συνεργάστηκε με τους σοσιαλδημοκράτες όσο και τις αυταπάτες περί «προοδευτικών συνεργασιών».
Να εντάξει καθ΄ ολοκληρία τον ΣΥΡΙΖΑ και τις πολιτικές του στον ίδιο σοσιαλδημοκρατικό τόξο με τα mainstream σοσιαλιστικά κόμματα καθώς η ιδεολογική του συγκατοίκηση μ’ αυτά δεν είναι μέρος μιας αριστερής λύσης αλλά ενός συνεχιζόμενου προβλήματος που εχει κόστος για όλους.
Να πιάσει τέλος το νήμα από την ανάποδη και να συζητήσει πώς η αριστερά μπορεί να βρεί τη χαμένη της ριζοσπαστικότητα καθώς, όπως μας έδειξε η παγκόσμια κρίση και η κοινωνική κινητοποίηση στα πρώτα κιόλας χρόνια της νέας χιλιετίας, το πλεόν ρεαλιστικό αίτημα είναι η χάραξη μιας αντίθετης πορείας από εκείνη της ενσωμάτωσης, τόσο των ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών όσο και των όψιμων συνοδοιπόρων τους.